2.
Τότε
αναπήδησες από τη χαίνουσα
καρδιά
μου πάνοπλη
με
σάρκες και με φώτα.
Το
αίμα μου ένα σκοτάδι ακίνητο κι ιδού.
Εσύ
η χυμώδης άνοιξη.
Εγώ
σιαγόνα τρέμουσα
σε
πείνα μαύρη.
Και
τα όνειρα μου ορμήσανε − σκυλιά και πειρατές.
Και
το κορμί μου − η σκόνη.
5.
Η νεότητα της Ελένης
Πόσο
νυχτερινή είμαι στη βαθύσκιωτη κατηφοριά
του
πρώτου μου έρωτα. Ουρανέ γεμάτε μαύρα
βαριά
σταφύλια από την έπαρση του νέου καλοκαιριού!
Ένα
ξημέρωμα έξοχο φωνάζει απ’ τους αγρούς. Μια αυγή
που
πνέει σπορά χλωμών ονείρων. Και το σώμα μου
σε
φωτεινή ξεκούραση βορά του γήινου χρόνου.
Ω
δροσερά
φιλιά
ολοκάθαρα μες στην ανάμνηση των εποχών
που
ζήσαμε στην έρημο. Φωνές φωνές και πρόσωπα γυμνά
πολύν
καιρό χαμένα μες στη μνήμη μπερδεμένα
με
τάφους και φωτιές. Ο μυστικός ουράνιος πόνος
εκείνου
του μοναδικού που μ’ αγαπά κι εγώ
από
το ποίημα τούτο το πικρό παλεύοντας ολάκερη
ν’
αναδυθώ. Μονάχα αυτό
με
συντηρεί στην αφθαρσία − η χίμαιρα.
Σαν
ένα ουράνιο τόξο νιώθω το αίμα μου
και
νά με εδώ ξανά μ’ αυτό το κάλεσμα
που
ήρθε τη σάρκα μου πολύπειρη να τη βαφτίσει
σε
νέο θάνατο. Ω πικρή
πικρότατη
ύπαρξή μου από έγνοιες βασιλεύουσες
τρομερές
μακρόσυρτες αναμνήσεις.
Κι
εσύ που μ’ αγαπάς ασύγκριτε
ω
φίλησέ με ακόμα μες στη γήινη προσφορά μου
ω
λάτρεψε στον έρωτα τη νέα νεότητά μου.
8.
Ποίημα για την Ελένη
Ωραία
εσύ η ανείδωτη
μέσα
στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή
θρησκεία γυναίκα αγέρινη
ντυμένη
χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με
τ’ όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία
εσύ
νυχτερινή
του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από
τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ’
αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που
κάψανε μ’ οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ
ποτέ
μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις
χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη
τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε
περιμένω.
Κοίταξε,
σου ’φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια
από τη θάλασσα
ήλιους
και φύλλα σου ’φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια
από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και
καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με
χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός
πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του
κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι
νεκρός τα βράδια κάτω απ’ το λυχνάρι μου
κι
όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ’ τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι
σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που
μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι
εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι
μνήμες όνειρα και βλάστηση
και
χώμα αιώνιο απ’ τη δική μας γη,
προπάντων
χώμα χώμα Ελένη.
Και
τούτο τ’ ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.
Τάχα
θα ’ρθείς;
Μια
νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν
ο χρόνος θα ’ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη
υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες
στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως
σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη
από σταλαχτίτες - ποιήματα
και
τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι
κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να
ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά
ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα
θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια
νύχτα που η σιωπή θα ’ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ
γεμάτος διάστημα
εσύ
γεμάτη μ’ άστρα
πάντα
άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;
9.
Καθώς
σε γήινο ενυδρείο μες στα αιχμάλωτα νερά
κινούνται
ίσκιοι ψαριών
ο
ποιητής κινείται.
Η
Ελένη εντούτοις δεν υπάρχει πια
μες
στην εγκόσμια λύπη.
Υπάρχουν
μόνο τα ποιήματα
μια
συλλογή από σπαραγμούς
ένα
θλιμμένο ουράνιο ρόδο.
1951, 57
Από τη συλλογή «Ελένη» (1957).
Πηγή: «Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι [1951-1964]»,
εκδ. Ερμής, β΄ ανατύπωση, 1990.
Στην εικόνα: Frederic Leighton, «Helen On The Walls
Of Troy», 1865 (detail).
Πηγή
για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου