Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Κλείτος Κύρου, "Σε πρώτο πρόσωπο"





ΟΤΑΝ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ


ΟΤΑΝ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ βροντούσαν τα τύμπανα
Οι επιστροφές σκοτώναν τις ελπίδες


Κρατώ το χέρι σου μες στο σκοτάδι
Και προχωρώ
Εσύ και δυο άστρα που επιζήσαν
Οι μόνοι μου συνοδοί
Τα σχέδια που δεν πρόφτασα να χαράξω
Κι οι φαντασίες του σύννεφου στο ηλιοβασίλεμα
Σημαδεύουν την αρνητική πορεία
Δεν μένει παρά να πλαγιάσουμε στον κάμπο
Και ν’ αγαπήσουμε το πρώτο μαρτολούλουδο που δεν έκοψες
Αυτοί που μας αγάπησαν πεθάναν πριν μας μισήσουν
Αυτούς που θ’ αγαπούσαμε τους υπόταξε η λογική


Παιδιά σαν ήμασταν δεν παίξαμε ποτέ
Έφηβοι δεν κλάψαμε
Σαν γίναμε άντρες λησμονήσαμε το γέλιο
Πώς θέλετε να πάψουμε να νοσταλγούμε


Καθισμένη στα βράχια δαγκώνεις πικρόριζες
Κι ένας αγέρας επιβίωσης φυσάει απ’ τις σχισμές των
       ματιών σου
Έχω το φέρσιμο των σκοτωμένων Άγγλων ποιητών που τους
       διάβασα στα βιβλία
Συλλογίζομαι αυτούς που έφυγαν από κοντά μας σιωπηλά και
       με διάκριση τόση
Άλλοι χάθηκαν σε πλοία ναυαγισμένα άλλοι αφανίστηκαν από
       σιβυλλικές ασθένειες άλλοι δολοφονήθηκαν
Ζούμε στη βασιλεία της διασποράς
Η κάθε μέρα και μια εφήμερη προέκταση
Κάθε βράδυ οι εραστές ζητούν απόμερες γωνιές
Κάθε άνθρωπος ανακαλύπτει κάποτε το αδύνατο ενός
       γυρισμού
Κι όμως δεν αντιστέκεται αποκτά συνήθειες
Διασταυρώνει το σπέρμα του με καινούργιες γυναίκες
Υποβάλλει τη μνήμη του σε συνεχή αφαίρεση
Και τέλος φεύγει από κοντά μας


Όταν στους δρόμους ξαναβροντήσουν τα τύμπανα
Θα ξεριζώσω τη φωνή μου
Και θ’ αγαπήσω δυο φορές το σχήμα της σιωπής σου





ΕΙΧΑΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ


ΕΙΧΑΜΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ πια τις πολύχρωμες μέρες
Όταν κινούσαμε για τις αφετηρίες των παλμών σου
Στ’ αρχικά των χεριών μου είχα σκαλίσει τις νυκτόβιες
       αναμονές
Τα κατώφλια μας σκεπάστηκαν από τις ικεσίες της φωνής
       σου
Αλήθεια
Τη φωνή σου πώς θα τη λησμονήσουμε
Έτσι πού αντηχεί επίμονα μες στο μνημονικό μας

*


Καθισμένος πριν δέκα χρόνια σε πέτρες της ακρογιαλιάς
Σκεφτόμουνα τον Ρούπερτ Μπρουκ που θα είχε γίνει
       κάρβουνο κρωγμός γλάρου και θυμάρι
Διόλου δε μάντευα πως θα ερχόταν μια μέρα
Που περίεργη θα με ρωτούσες γιατί άραγε οι φίλοι να
       πεθαίνουν πάντα φθινόπωρο
Για τις αυγές που χάθηκαν στα τρίστρατα του δυτικού ανέμου
Που θα ξαναχαθούν ίσως στο αντίκρισμα της οπλισμένης
       μέρας
Τότε μόλις πρόσεξα τα περιστέρια που ανθίζαν στα μάτια σου
Τ’ άσπρα χαλίκια που έπεφταν από τα χείλη σου στο πράσινο
       χορτάρι
Το φουστάνι σου από πευκόφλουδες κι αστερισμούς που πάνω
       του πλάγιασα
Στήνοντας τ’ αυτί μου προσεχτικά στους παφλασμούς της
       νύχτας
Και πηδήσαμε χαρούμενοι τις τριπλές φωτιές τ’ Αι-Γιάννη
πιασμένοι από το χέρι κράζοντας το μυστικό μας
Κι ήρθαν κατόπι τα τρένα που σφύριζαν ερημικά στους
       κάμπους
Βράδυ νομίζω κάποια άνοιξη που ξαναγεννιόταν κυκλικά η
       ζωή


Μα εμείς λιγοστεύαμε αδιάκοπα
Λιγοστεύουμε κάθε βράδυ





ΣΕ ΚΑΘΕ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ


ΣΕ ΚΑΘΕ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ και μια επιστροφή
Γυμνώθηκαν τόσο πολύ κι οι αποχαιρετισμοί
Ούτε χέρια σπασμωδικά να κινούνται ανεμίζοντας μια
       πνιγμένη εγκαρτέρηση
Μήτε σφυρίγματα ατμομηχανών να υποθάλπουν μια
       ρομαντική αναβίωση

*


Το δέρμα μας πήρε τώρα το χρώμα της γης
Λησμονήσαμε το περίβλημα της στοργής πού να βρεθεί
       γυναικείο χέρι ν’ απαλύνει τις βλεφαρίδες σου σ’ αυτήν
       την αγριάδα
Την πίκρα της ξενιτιάς όσο να πεις τη φανταζόμασταν σαν
       ελιά πικρή όμως σε φαρμακώνουν οι ξένες φωνές
Ολούθε σε πνίγουν τα βουνά και διανεύουν επάνω σου τα
       παγερά φεγγάρια της ανατολής

*


Τα χαράματα στα πεδία ασκήσεων βαδίζοντας σε πυκνή
       παράταξη
Αδιάκοπα αναπολούσα τα μάτια σου που άστραψαν στον
       ερχομό μου
Ποτέ μας δεν αρνηθήκαμε − τάχα μια μέρα θα χαρούμε την
       πεμπτουσία της άρνησης
Εμείς που κυνηγημένοι από το φάσμα της απουσίας σου
Σερνόμαστε στα λασπόνερα μνημονεύοντας τ’ όνομά σου
Τα εξαίσια πυροτεχνήματα του ονόματός σου





ΗΡΘΑ ΝΤΥΜΕΝΟΣ


ΗΡΘΑ ΝΤΥΜΕΝΟΣ φλεβαριάτικα ρούχα μια νύχτα
       ερειπωμένη
Αδιάκοπα ταξίδια χιλιόμετρα αναμνήσεων κι ο σουβλερός
       άνεμος στις παγωμένες λίμνες να ποδοπατεί χωρίς έλεος
       την εσθήτα του καλοκαιριού
Διαβαίνεις κάμπους και λαγκαδιές κρύσταλλα και
       σταλαχτίτες ζεσταμένος από την πυροστιά των ματιών
       της που θ’ ανθίσουν στη θέα σου

*


Μα κάποτε αλλάζει κι ο ρυθμός που σε κατέχει
Και οι απαντήσεις είναι πάντα τόσο φευγαλέες
Και το κορίτσι με το βιβλίο της βυζαντινολογίας ανοιχτό στα
       χέρια του
Δε θα σου πει τον καημό του
Κάθε βράδυ το φως θα δραπετεύει από τις γρίλιες για να
       συναντήσει τον άσωτο που δεν έχει γυρισμό
Και τα ερωτικά γράμματα σωρεύονται δένονται κατόπι με
       ροζ κορδέλες
Κι ύστερα μια σιωπή μια σιωπή γιομάτη θλίψη σαν φτάνει η
       ώρα η επίσημη που θα σκεφτείς εκείνον που αγαπάς
Όταν εσύ που κατανίκησες τις αποστάσεις φεύγεις νικημένος
       σαν ένα πλοίο με σβησμένα φώτα
Ετοιμάζοντας ξανά το γυρισμό σου





ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΗΚΕΣ


ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΗΚΕΣ
Μιαν αγάπη που άνθισε στην ερημιά
Τρίτη φορά χαράζοντας το ίδιο γνωστό σου όνομα
Πάνω στο φως που πλημμυρίζει όλο διαθλάσεις
Ξέροντας με ακρίβεια
Τη μέρα
Την ώρα
Και το λεπτό
Που θα σβήσει
Σωστή κλεψύδρα


Κι ακόμα συλλογίστηκες
Μια ζωή μια οποιαδήποτε ζωή
Που σύρθηκε από το όχι στο ναι
Ανεβοκατέβηκε τις ατέλειωτες βαθμίδες του λογισμού
Έπαιξε στο κύμα στο σύννεφο στον κόρφο της γυναίκας
Γέλασε και σπάραξε κι έδωσε χωρίς απολαβή
Ξεστόμισε λόγια ακατάληπτα
Μη ξέροντας
Τη μέρα
Την ώρα
Και το λεπτό
Που θ’ αδειάσει η κλεψύδρα





Από τη συλλογή «Σε πρώτο πρόσωπο», [1957].
Πηγή: Η συγκεντρωτική έκδοση «Κλείτος Κύρου, εν όλω ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ, 1943-1997», εκδ. Άγρα, 2006.
Στην εικόνα: J. W. Waterhouse, «The Soul of the Rose, (My Sweet Rose)», 1908.
Πηγή για την εικόνα:
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:The_Soul_of_the_Rose_-_Waterhouse.jpg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου