~*~
Έρχεσαι και ξανάρχεσαι
με
τη σιωπή και με το άσπρο
Θα
τη φυλάξω τη σιωπή
θα
’ναι το μυστικό μου.
Και
με το άσπρο θα ντυθώ της ζωής μου το φόρεμα
Χαράματα
πριν
απ’ τον όρθρο και το αξεδιάλυτο του ονείρου
Θα
’ρθω σε σένα
που
με περίμενες στην άκρη του δρόμου
Ταπεινωμένη
του έρωτα
εξόριστη
από το βλέμμα του.
Λαθραία.
~*~
Φόρεσε όλα εκείνα τα
μαντήλια
κι
ακούμπησε στην άκρη ενός σπιτιού
σαν
πλουμιστό πουλί
Δεν
πετάει
Ήταν
βαρύ το χτύπημα
Έχει
ακόμα φιλιά στα γόνατα
κλάματα
υπέροχων ανθρώπων
που
δεν υπάρχουν πια
Κάτι
θέλει να πει
κανείς
δε θα μάθει
−
Θα φύγω και η καρδιά μου θα χτυπάει
όπως
σ’ έναν περίπατο στην εξοχή ή
στην
πόλη καλύτερα
Έτσι
σκεφτόταν σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου
τότε
που νόμιζε πως όλη τη νύχτα έβρεχε
κι
ήταν το κύμα που χτυπούσε
Κλείνει
τα μάτια
να
’ναι σαν ύπνος.
~*~
Λάθος
Συνέχεια
λάθος βγαίνει
Τόσα
χρόνια
και
ξεχνάω πάντα το τηλέφωνό σου
Στην
πραγματικότητα δεν το ’μαθα ποτέ
Τα
δυο πρώτα νούμερα μονάχα
κι
αυτά μπερδεύονται με άλλα
Συμβαίνει
όμως μερικές φορές
και
γίνεται συσκότιση στα δάχτυλα
για
αριθμούς που ήμουν σίγουρη
κι
έλεγα πως τους ήξερα νεράκι
Κάτι
σαν τρέλα, δηλαδή
Σαν
ξαφνικά να μην υπήρξανε ποτέ τα πρόσωπα
Σαν
να μην έχω υποφέρει
Εντύπωση
μου κάνει απ’ την άλλη
που
κάποτε μες στον αέρα
χωρίς
μολύβι και χαρτί
έρχονται
μέσα μου στοιχεία
αγγέλων
απ’ το άγνωστο
να
με παρηγορήσουν
Και
τότε βλέπω καθαρά πού γίνεται
το
λάθος
κι
η επανάληψή του.
~*~
Είμαι ο κάποιος που ανοίγει
το παράθυρο
είμαι
ο κάποιος που χαμηλώνει το φως μέσα στο θάλαμο
που
βάζει τάξη
κανείς
δε με βλέπει
κανείς
δε μ’ ακούει
έγινα
αυτό που ονειρευόμουνα
Σκιά.
~*~
Όλο νομίζω πως κάπου
έχω
αφήσει ένα τσιγάρο αναμμένο
Όλο
γυρίζω πίσω.
~*~
Με βρήκες
απ’
το βουνό των παιδικών σου χρόνων
γεμάτα
Κυριακές
Είχες
στο βλέμμα σου το φόβο του δρυμού
και
μες στα κόκαλά σου ένα κρινάκι.
Από
τη συλλογή «Από τότε» (1996).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση: «Αγγελική Ελευθερίου - Τα ποιήματα (1078-2011)», εκδ.
Γαβριηλίδης, 2015.
Στην
εικόνα: Albert Anker, «Κορίτσι που κοιμάται σε ένα ξύλινο παγκάκι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου