Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Κατερίνα Καριζώνη, "Ποιήματα"




Μοιρασιά


Λοιπόν, σήμερα διάβαζα ένα δικό σου ποίημα
Από την εποχή που ακόμα σ’ επισκεπτόμουν
Μου κερνούσες νερό με λίγο δηλητήριο
έστρωνες ζάχαρη στο πάτωμα
σκιές στα παντζούρια
λύναμε ασκήσεις μαθηματικών,
έτρεμα τις απαντήσεις
που πάντα έδειχναν ότι κάπου έκανα
λάθος με τους ανθρώπους
Και είχα δυσκολίες με τους αριθμούς
γιατί η κοιλιά μου ήταν γεμάτη ιστορίες
Και πλακούντες με μελάνη από παλιά ποιήματα.

Πάντως μου άρεζαν τα ποιήματά σου, δεν το αρνούμαι
Όταν τα έτρωγα είχαν γεύση πικραμύγδαλου
Κι όταν τα άκουγα μου θύμιζαν σειρήνες πλοίων
Υπήρχε ωστόσο μια άσκηση που δεν λύσαμε ποτέ
Πώς και αν διαιρείται ένα ποίημα
Κι αν διαιρείται, πώς μοιράζεται
Κι αν μοιράζεται, ποιος παίρνει το χαρτί
Και ποιος το τραύμα
ποιος τα κιτρινισμένα συμπεράσματα
και ποιος τα λιγοστά, φθαρμένα ιμάτια του ποιητή.





Επίσκεψη στο γιατρό


Και ξαφνικά είδα τρεις καλόγριες
στο σαλόνι του γιατρού μου
Περίμεναν αμίλητες, καρτερικά τη σειρά τους
Σκυφτές, κρυμμένες στα κατάμαυρα ράσα τους
Τι είδους αρρώστια θα έχουν οι δύστυχες, αναρωτήθηκα
Εκείνες κοίταζαν συλλογισμένες την πόρτα του ιατρείου,
κάποια στιγμή βγήκε μια νοσοκόμα
                              με άσπρα και τις φώναξε
Φορούσε κάτι τακούνια σαν στιλέτα
Που ηχούσαν εκκωφαντικά στο πάτωμα
Καθώς σηκώθηκαν οι καλόγριες είδα τις σκιές τους
Η μια είχε τον ίσκιο ενός πάνθηρα
Η δεύτερη ενός βυθισμένου βαποριού
Η τρίτη έσερνε πίσω της
τη σκιά ενός κοντραμπάσου

Παράξενη ασθένεια και πρωτάκουστη
να κουβαλάς ίσκιους που δεν σου ανήκουν
ξένες σκιές που δεν μπορείς να εξηγήσεις

να σέρνεις πίσω σου αλλότρια σκοτάδια.





Πορτολάνος


Αν ρίξεις μια πέτρα
εκεί που θα πέσει θα βρεις πόσιμο νερό
Κι αν ρίξεις ένα βέλος θα βρεις
Μια γριά που κλώθει μ’ ένα αδράχτι
Κλώθει τα μελλούμενα, αλλά δεν το γνωρίζει
Το ’γραφε ο πορτολάνος από τότε
Πως σε περίμενα σε κάποιο βυθό
Που ήταν παλιά αγκυροβόλιο
Αλλά τώρα φυσούσαν ανεμοστρόβιλοι
Και δεν μπορούσαν να πιάσουν τα πλοία
Υπήρχε ακόμα ένα γκρεμισμένο σπιτάκι
Που φαινόταν μόνο μέσα στη κόρη του ματιού
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε,
Τι λέω χρόνια, μου φάνηκαν αιώνες
Άλλωστε κανείς δεν συμβουλεύεται
πια τους πορτολάνους
κι ας δείχνουν ακόμα
τα επικίνδυνα μπουγάζια στο κορμί
το πικρό ποτάμι της μνήμης
την πληγή που μας ξεδιψάει, μια βρυσούλα η ποίηση
τις σκιές που τόσο παράφορα αγαπήσαμε
κι έγιναν μαύρα πανιά στον ήλιο.





Εκδρομή στον Πολύγυρο


Ο Πολύγυρος δεν είναι βουνό,
Είναι ένας μοναχός αιωνόβιος
Κάθε βράδυ βράζει καζάνια με χυλό
Για να φάνε οι άρρωστοι της ενορίας του
Και οι ποιητές που έχουν στο αίμα τους
ψήγματα χρυσού
Στη Γαλάτιστα σκότωσαν κάποτε τον τελώνη
Κι ο φαρισαίος φορούσε πουκάμισο από καραβόπανο
Και κρατούσε πιστόλι, ένα παλιό στάγιερ του 43
Έ μπαμπά, η Γαλάτιστα δεν έχει θάλασσα
Παρά μονάχα μια αχλύ που σου τρυπάει τα κόκκαλα
Και η Αρναία δάση που σε πνίγουν
Όπου κι αν πας σ’ ακολουθούνε δέντρα
Όπου κι αν πας σ’ ακολουθούνε μνήμες
ο ασβέστης του καλοκαιριού, το παιδικό άσθμα,
η Βάβδος με τον καλό αέρα
και το αγόρι που κάποτε αγάπησες
Ο Πάνας γυρνάει στα δάση
και φυσάει το σουραύλι του
παρασέρνει τα αγόρια στους γκρεμούς
θάβει τα κορίτσια μέσα στους κορμούς των δέντρων
κατρακυλάει τις πέτρες στις πλαγιές με θόρυβο
γίνεται καλόγερος,
                       πετάει στο Άγιο Όρος.





Από το ιστολόγιο της Κατερίνας Καριζώνη:
https://karizoni.blogspot.com/

Στην εικόνα: Petrus Plancius, World Map, 1594.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου