ΣΚΙΤΣΟ
Ο
ίσκιος της κληματαριάς στο χώμα
η
φωνή του ήλιου μαχαίρι
χαράζοντας
το σώμα του μεσημεριού
κι
ο αρχάγγελος Μιχαήλ
ξάπλωσε
στη ρίζα της ελιάς
κι
αποκοιμήθηκε.
Τη
ρομφαία του
την
πήρε ένα αγόρι και
σιωπηλό
σκοτώνει
υποθετικούς εχθρούς.
ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ
Απρόσωπα
ρήματα και ρήσεις Ευαγγελικές
−
κερί νοθευμένο που το σβήνει ο καντηλανάφτης
πριν καλά-καλά τ’ ανάψεις −
και
ρήτρα δολλαρίου.
Μεγάλο
μεσημέρι φθινοπωρινό
και
πώς με δυναστεύει το μυαλό μου
και
πώς με σπρώχνει
να
παίζω τάβλι με την ιδέα του θανάτου
−
στοίχημα τα ούζα −
τάβλι
όλη την ώρα
μέχρι
να δω τον θάνατο τον ίδιο.
Τους
δρόμους που’γιναν ποτάμια φουσκωμένα
και
κατεβάζουν βενζινάκατους με πολυβόλα,
τα
ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια που’ναι οι όχθες
να
κάθονται σκιές των πεθαμένων να ψαρεύουν,
τον
ήλιο να φωνάζει δίχως ήχο·
τα
βάζω όλα σ’ ένα τραπέζι
κι
ύστερα ανοίγω τον «χρυσό οδηγό»
στη
λέξη «εστιατόρια», μήπως κανένας ξέρει
πώς
μαγειρεύονται όλα τούτα, πώς
γίνονται
εύπεπτη τροφή για μια ψυχή
που
δεν πέτρωσε ακόμα.
Χρώματα
μύρια στη γη και στα ουράνια,
χρώματα
μυριοϋμνημένα από τους ποιητές
κι αστερισμοί να βγάζουν το ψωμί τους οι αστρονόμοι
και
Μούσες χολιασμένες ένεκα ο Πικάσσο,
ω,
δώστε μου − παρακαλώ σας − λίγο τάλαντο
να
μη βλέπω τα πτώματα σε τάφους ομαδικούς,
«αδικοσκοτωμένοι
δεν υπάρχουν» να φωνάζω·
κάντε
γρήγορα
και
πλάκωσαν οι αετονύχηδες
και
θα μου μείνει αζήτητη πραμάτεια
των
στοχασμών μου ο καραγκιοζίστικος χορός.
Μεγάλο
μονόφθαλμο μεσημέρι,
στήνω
τα πούλια και φτάνει
η
ψυχή μου αντίστροφα το χρόνο μετρώντας
φιγούρα
μαυροντυμένη από πίνακα του Γκρέκο.
Στο
μεταξύ το συμπάν λειτουργεί αδιατάρακτα
κι
ας ματώνουν μερικοί τρελλοί τα χέρια
πασκίζοντας
−
δίχως μαχαίρι −
τις
πρυμάτσες να κόψουν του ορίζοντα.
Η
ΝΤΟΥΦΕΚΙΑ
Στον
Αντώνη Σ.
Τόσα
πουλιά κελαϊδώντας στο ίδιο κλωνάρι
πώς
να μη μετρήσουν
το
απροσμέτρητο;
Κι
εσύ κρατούσες την ανάσα σου
κάτω
απ’ το δέντρο
κι
έτρεμες μήπως και περάσει
ο
κυνηγός
με
τις λασπωμένες μπότες και το δίκαννο,
ο
κυνηγός που δεν ξέρει από απροσμέτρητα
ούτε
από κύκλους αγωνίας
που
δεν στενεύουν ούτε πλαταίνουν.
Κι
ακόμα μουντζουρώνεις το χαρτί με φράσεις…
Και
το δάσος; Κι ο κυνηγός
που
ερχόταν οδηγημένος απ’ το κελάιδημα;
Πώς
δεν φώναξες, δεν ούρλιαξες
σαν
έπεσε η ντουφεκιά;
Ακόμα
μυρίζει το μπαρούτι στο δωμάτιό σου
κι
όλο κάτι γράφεις σκυφτός
καθώς
το σκοτάδι πέφτει.
Το
ξέρω: θα μείνεις άγρυπνος
δαγκώνοντας
τα χείλη, δακρύζοντας
στη
θύμηση της ντουφεκιάς.
Το
ξέρω, αφού κυλάς στις φλέβες μου
κι
έχεις τ’όνομά μου.
Από
τη συλλογή «Πανοπλία σε τιμή ευκαιρίας», Αθήνα 1974.
Ο Νίκος Β. Λαδάς γεννήθηκε το 1953 στο Κιάτο
Κορινθίας. Το 1956 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στις Αχαρνές της Αττικής. Σπούδασε
στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1974 εξέδωσε
την ποιητική συλλογή «Πανοπλία σε τιμή ευκαιρίας» (αυτοέκδοση). Στις 10 Ιουλίου
1979 και σε ηλικία μόλις 26 ετών, έδωσε τέλος στη ζωή του. Μετά τον θάνατό του
κυκλοφόρησαν τρεις ακόμη ποιητικές συλλογές του. Αργότερα, το 1994, κυκλοφόρησαν
απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη οι συγκεντρωτικοί τόμοι «Άπαντα Ποιητικά» και
«Άπαντα Πεζά».
Στην εικόνα: Χάλκινος θώρακας και κράνος από τάφο
πολεμιστή στο Άργος.
Άργος, Αρχαιολογικό Μουσείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου