ΦΛΕΒΑ
του Δ.Π. Παπαδίτσα
Είπα πως θα ’σαι το
παράσιτο που έρπει
και της αστροφεγγιάς
τρίζει ο σκαρμός
που τρώει την ψίχα τ’
ουρανού
και περιμένομε τη σχάση
απ’ το δασύ του εύρος να
κοπείς χίλιες φορές
καινούργια ήπειρος
από τις στοίβες του
σεισμού να ξεχωθείς
το έμβρυό του
να σκορπιστείς
ένα διαγώνιο από βασάλτη
όραμα
οξειδωμένο από
κωδωνοκρουσίες
είπα πως θα ’σαι συ μια
κωδωνοκρουσία μεσίστια
όταν μέσα στα όστρακα
αιμορραγεί ο χρόνος
και στεγνώνει το ρέμα σου
με της ημέρας τ’
ασπρόρουχα.
Είπα πως θα ’σαι συ που
οχτώ φορές αλύπητα
πλευροκοπάς τη νύχτα
όταν θερίζεις σύρριζα το
λογισμό σαν προβολέας
καθώς σε φάλαγγα περνάει
ένοπλη
μεσ’ απ’ τα χέρια μου
Εσύ το έγκαυμα στη χούφτα
μου
απ’ την ανένδοτη επαφή
απ’ τους σπινθήρες των
καρπών
τις καυτές λαμαρίνες της
θάλασσας
εσύ ένα περιστέρι
περίτρομο
που φτεροκοπά όταν τ’
αρχέγονο οστούν
μεταστοιχειώνεται σε
ισημερίες
σε απανωτές περιπολίες του
ονείρου
στον πεύκινο φράχτη της
φωτιάς
στο αναλλοίωτο άθροισμά
μου με το φώσφορο
με το χώρο που βουλιάζει
στον πελώριο ίσκιο του
τα κλειστά παράθυρα του
όρθρου
τις χειρονομίες δίχως
υπηκοότητα
και με τον άξονα του ήχου
ακόμη που κόπηκε
στα δυο
και μόνο εσύ ακούγεσαι η
φλέβα μου
να έρπεις όπως παράσιτο
μέσα στην ψίχα τ’ ουρανού
στην άβατη κοίτη
στην κάθε σάρκα
στην άδυτη περιστροφή
και της αστροφεγγιάς να
τρίζει ο σκαρμός
και η σχάση να
επικρέμαται.
ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΟΡΑ ΕΓΚΑΡΣΙΩΣ
Ως και το διάφανο εκείνο
χαλαζία
το λόγο σου
που εν αρχή ην και ηχεί
στο θολό της νυχτός
κι από τις προσευχές μου
την πιο παιδούλα
και την πίστη μου ακόμα
αντάλλαξα για μιαν
ανάκλαση
έτσι σαν πλησμονή που
ανάβλυζε
από τον αναπόδεικτο
παγετώνα
και το νου μου ακόμα
για έναν παφλασμό.
Τόσο απίστευτα λίγος είναι
ο δρόμος
που κάναμε εντός
τόσο ανέκκλητη είναι η
τσεκουριά
ανάμεσά μας εαυτέ
αδιάλλακτε αταυτοποίητε.
Έτσι που αρμενίζεις πάλι
όρτσα στον άνεμο
που διώχνει τ’ άστρα κατά
τους λωτούς
κι ως είναι κάθιδροι απ’
το αίμα σου
οι καρποί της γης
όνειρό μου από παλίρροιες
τρύπιο απ’ τα παράσιτα που
έθρεψες
κι από τις μνήμες
ακόμη ένα διάπλου σχεδιάζω
στο χάρτη σου
ακόμη μια διατομή
μα τη φορά ετούτη εγκάρσια
στις ειρωνείες σου
ουρανέ οδόφραγμα
κι ούτε που σκέφτομαι για
την αφετηρία
μπορεί ένα αρχαίο αχνάρι
βαθουλό
από άρβυλο γότθου
γεμάτο θαλασσόνερο σε
αμμουδιά προβηγκιανή
ίσως ο τουφεκισμένος
ίσκιος
που κατακόρυφο τον
πέτρωσες με μια ριπή σου
περσινέ νοέμβρη σ’
αντικρινό παράθυρο
ίσως κ’ η χθεσινή
απίστευτη είδηση
που τρέλανε τους υπουργούς
εξάρθρωσε τα κοινοβούλια
τα πιεστήρια και τους
λινοτύπες.
Μπορεί και η σάρκα μου
κοκκινομάτης τράγος καφετής
αιρετικός το μεσημέρι με
τα κλαρίνα
να κηδεύει τη χτεσινή μου
επίκληση
μια φιγούρα κάτασπρη
με την ωμοπλάτη θρύψαλα
από τον πυροβολισμό του
λαμπαδία.
Χωρίς περίγραμμα χωρίς
σύνορο υπάρξεως
χωρίς οίκτο
εξόν από την τρίλια ενός
σπουργίτη
και της λυγαριάς τον ίσκιο
ώρα δειλινού
να λεν οι δυο τους για μια
λευτεριά
που όλο γεννιέται
όλο και γίνεται.
QUANTUM
Από μια χειρονομία σου ένα
ράκος προαιώνιο
έμεινε να καίεται πέρα από
τη γνώση
δικό σου είναι αυτό που
αναζητώ
που ούτε σχήμα έγινε ούτε
καν νόημα
μα εντός σαλεύει.
Κάθε βήμα προς εσένα
μου στοιχίζει την
απογύμνωση
και την ατίμητη
συγκομιδή του φόβου μου
εκποίησα
και το ξερό δέρμα της
πρώτης πρώτης μέρας
την πρώτη θάλασσα τον
πρώτο θάνατο
ίνα την ίνα την πρώτη
σκέψη
κάθε βήμα προς εσένα μια
κατάρρευση.
Για το αν υπάρχουν ανάμεσά
μας σύνορα
και τι δεν έδωσα
εσύλησα το περήφανο λοφείο
του προπάτορα
την πανάρχαιη νομοθεσία
του θεού
και την αισθητική μου την
ταναγραία
μια μοναδική συλλογή
χειροκροτήματα
όλα σε πρώτη βλάστηση
έδωσα και το πιο εμπιστευτικό
μου σχέδιο
για τη δομή των κρυστάλλων
απόσταγμα χιλιετηρίδων
λάφυρα και λάφυρα
οι νίκες οι κοίτες οι
προεκτάσεις
όλη τη γενιά της
βαρύτητας.
Ακόμη και την ένδοξη σήψη
μου έδωσα
που γενεές γενεών οδήγησε
το γνωρίζεις
σε οδό σοφίας
απ’ τη φυτεία της φωνής
μου όμως
τίποτα δεν σε τρέφει
από τη φωταψία του νου μου
τίποτα πια δεν ανακλάς
και μόνο το βήμα μένει
κατά σένα
η μελλούμενη πορεία
αξία έσχατη
το ελάχιστο μέτρο να σε
ψάχνω
όχι να σε βρω.
ΚΙ ΑΝ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟΥ
ΒΥΘΟΥ
Έως πού λοιπόν;
έως μυελού οστέων και
πηγήν αίματος
πού θα ψάχνεις να με βρεις
έως πού να σε βρω;
κι αν εγώ είμαι που ύφανα
την έκταση
κι αν ακόμη το νόημα είμαι
του βυθού
ο αυτάρκης πυρόλιθος του
ονείρου
αν ακόμη η ραχοκοκαλιά μου
αστράφτει
όλη πυρίτιο και χαλκό
όπως ποτάμι αυτόφωτο
που κατεβάζει σπόνδυλους
δεινόσαυρων
οστά πελασγικά
χειρόγραφα χαλδαίων
κ’ ελλήνων αίματα διάπυρα
τι θ’ αποδειχτεί;
Σκέφτομαι τ’ αναρίθμητα
μέλη μου
απ’ τη μεγάλη σάρκα που
πονά
που φωσφορίζει που ηχεί
που δεν ηχεί
τα μέλη μου σε μεγάλη διασπορά
να φράζουνε τα διάκενα των
άστρων
να επισκευάζουνε το
πρόσωπό σου θεέ μου
ανάπηρο απ’ τη βαρύτητα
ύστερα το κατεδαφίζουνε
και ανακαλούν
τον αριθμό −τον ετεροθαλή
σου−
χώνονται ανάμεσα στον
πυροβολισμό
και στο θυμό μας
στο αλτ και στο πυρ
σ’ εκείνο το άρρητο κενό
που ο χρόνος κάποτε χώρεσε
όλος
δεμένος χεροπόδαρα ώσπου
γεννήθηκε
(πότε έγινε τούτο το
φριχτό)
κ’ έφριξε η γη έφριξε ο
ιστός του σύμπαντος
μέχρι τη φλέβα του
χαλικιού
και τ’ αποκαΐδια της
νύχτας.
Από τη συλλογή «Διασπορά», όπως αναδημοσιεύεται
στον τόμο: «Έκτωρ Κακναβάτος, Ποιήματα 1943-1987, Συγκεντρωτική Έκδοση», εκδ.
Άγρα, 2010.
Να σημειωθεί ότι η αναδημοσίευση της «Διασποράς»
στον εν λόγω τόμο αναπαράγει τη δεύτερη έκδοσή της (Καστανιώτης, 1977), όπου
υπήρχαν πολλές αλλαγές στίχων της πρώτης έκδοσης ("Πρώτη Ύλη", 1961).
Στην εικόνα: «Έκτωρ Κακναβάτος», ξυλογραφία. Έργο
του Γιάννη Δ. Στεφανάκι.
Πηγή: http://www.ystefanakis.gr/ektor-kaknavatos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου