ΤΟ
ΗΛΙΑΚΟ ΡΟΛΟΪ
Όταν
ο κύριος Φογκ
ήθελε
να δει τι ώρα είναι
έσκυβε
από την πολυθρόνα
και
κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:
όμορφος
παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός
και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος
και λυπημένος ακριβώς
του
απαντούσε το νερό.
Μόνο
τη νύχτα
η
ώρα ήτανε πάντα
νύχτα.
Όταν
μια νύχτα ολόκληρη
σου
δίνεται
δεν
την ρωτάς ποτέ
τι
ώρα είναι.
Ο
ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΕΝΩΠΙΟΝ ΝΑΥΑΓΟΥ
Μία
μέρα
από
την πολυθρόνα του είδε
ο
κύριος Φογκ
έναν
άνθρωπο να πνίγεται.
−
Αφού δε γνωριζόμαστε
τι
νόημα έχει να τον σώσω, σκέφτηκε.
Με
τον καιρό θα με ξεχνούσε
ενώ
εγώ για πάντα θα θυμόμουν
την
αγνωμοσύνη του.
Ή
θα ’τανε διά βίου ευγνώμων
κι
έτσι μοιραία θα τον ξεχνούσα.
Θέματα
τόσο σοβαρά
καλύτερα
να τα ρυθμίζει
η
θάλασσα.
ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
«Σεις,
ένας τζέντλμαν ανυποχώρητος
και
ν’ αθετήσετε συμφωνημένα;
Τι
σας έλειψε;
Ταξίδι,
χρήματα, υπηρέτης
ή
περιπέτεια, ή φαντασία, το αίσιο τέλος;
Τι
θα ζητούσε άραγε ένας ήρωας
και
δεν το ’δωσα;
Είχα
τα πάντα υπολογίσει στην εντέλεια
μέχρι
τον ήλιο γύρισα για σας
σε
ογδόντα γλώσσες μίλησαν τα λόγια σας
κι
όλες οι οθόνες φρόντισαν να γίνετε
ονείρων
όνειρο στον ύπνο των παιδιών.
Και
τ’ αρνηθήκατε.
Τώρα
πια νιώθω την παγίδα της ευεργεσίας
πόσο
ίσως ακριβά εξαργυρώνει αυτός που δίνει
σε
τι σκλαβιά καταδικάζεται όποιος παίρνει.
Αλλά
έστω, Φογκ.
Ένας
που κι ως νεκρός έχει γεράσει
μπροστά
στην απειλή της λήθης
άλλη
εκδοχή δεν έχει απ’ την μακροθυμία.
Αντίο.
Ιούλιος Βερν.»
ΣΥΣΤΗΜΕΝΟ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
«Δεν
είμαι Ιούλιε ο εξωμότης που φαντάζεστε
ένας
αχάριστος που αυτομολεί
προς
την ασφάλεια της ανωνυμίας.
Πνίγοντας
μέσα μου εκείνο που βαθύτερα ήμουν
κατ’
όνομα σας υπηρέτησα πιστά για έναν αιώνα·
μα
ήρωας όχι, δεν υπήρξα.
Ήρωας
είναι μόνο εκείνος
που
δραπέτευσε και το ’πε·
εγώ
σας άφησα να με πιστεύετε δικό σας
και
σας αποκαλύπτω την αλήθεια μόλις τώρα
αφού
έχετε πια χάσει
κάθε
συγγραφικό δικαίωμα στη ζωή μου.
Για
τους πολλούς θα μείνω βέβαια
η
πρώτη μου έκδοση −
συμβιβασμένος
ταξιδιώτης νικητής.
Όμως
ακόμη και στη σκιά
ενός
εαυτού που δε μου ανήκει
θα
’μαι επιτέλους ο ήρωας
μιας
ταπεινής, αθόρυβης
αλλά
δικής μου ζωής.»
ΤΟ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Όμως
εντός του λυπόταν
ο
κύριος Φογκ
για
το γύρο του κόσμου
που
απαρνήθηκε.
Βαθιά
μέσα στην πολυθρόνα του
με
μπροστά του τη θάλασσα
κάθε
πρωί
αυτή
τη λύπη όλο έγραφε
σε
χαρτί που κυλιόταν αργά
ως
τα κύματα.
Και
όταν ο κύριος Φογκ
κουραζότανε
να γράφει
αυτή
τη λύπη
το
χαρτί του κοβότανε μόνο του
διπλωνότανε
μόνο του
σε
βαρκούλα
και
έφευγε
στην
απέραντη θάλασσα.
Η
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ
Μία
μέρα που ο κύριος Φογκ
σκεφτότανε
τι να ’γινε
το
ημερολόγιό του
διέκρινε
μια φιγούρα γνώριμη μα γερασμένη
να
πλησιάζει εκεί στην πολυθρόνα του.
Στον
ώμο του κουβαλούσε ένα καλάθι.
Ήταν
ο μόνος φίλος του εκτός Λέσχης
την
εποχή της Λέσχης, τότε.
−
Καλέ μου Άγγελε, πώς ήρθες ως εδώ
τι
κουβαλάς μες στο καλάθι;
−
Ήρθα
για
το χαμένο ημερολόγιο, Φογκ.
Μες
στο καλάθι
είναι
χιλιάδες χάρτινες βαρκούλες
που
τόσα χρόνια μόνες έρχονταν
εκεί
που τις περίμενα
στην
αμμουδιά
σε
μιαν ακτή
στο
Ντόβερ.
Από τη συλλογή «Ο κύριος Φογκ» (α΄ εκδ. ύψιλον/βιβλία, 1993), που περιλαμβάνεται
στην συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Α΄, 1975-1996»,
εκδ. Κέδρος, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου