ΜΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ
Στη Λένα Αγαθοπούλου
και στον Δαβίδ Μπράβο
ΜΕΡΙΚΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ η μαμά με πήγαινε να μένω
στο σπίτι της γιαγιάς.
Το σπίτι ήταν πάνω στο
λόφο της Τριανδρίας, ακόμα δεν είχε αναπτυχθεί ο συνοικισμός, μερικά σπιτάκια
μόνο.
Δεν είχα και πολύ μεγάλη
χαρά που πήγαινα στη γιαγιά, γιατί ήταν πάντα μουτρωμένη, διαρκώς θυμωμένη με
τον παππού, αν και ο παππούς είχε πεθάνει πριν ακόμα γεννηθώ, δεν τον ήξερα
παρά μονάχα από κάτι φωτογραφίες που ήταν πάνω στο τραπέζι στηριγμένες σε ποτήρια
νερού, όπου έγερναν μισοξεραμένα τα λουλούδια που έκοβε από την αυλίτσα της.
Στεκόταν συχνά μπροστά σ’
αυτές τις φωτογραφίες, και τον μάλωνε τεντώνοντας το δάχτυλό της. Κάπου κάπου
ξεχώριζα: Έπρεπε εγώ να φύγω, για να μάθεις.
Είχε μανία με τη βρωμιά, δηλαδή
ήτανε όχι απλώς τσαπατσούλα, αλλά βρωμιάρα του καλού καιρού. Βρε μάνα πάρε και
καμιά σκούπα, της γκρίνιαζε η μητέρα μου. Σύρε εσύ που όλα τα ξέρεις και
σκούπισε το δάσος, ξεσκόνισε τα φύλλα των δέντρων και τα χωράφια. Άμα ο Θεός
ήθελε να σκουπίζουμε, θα φύτρωνε σκούπες, απαντούσε θυμωμένα.
Το συμμάζεμα του σπιτιού
το αγνοούσε. Πολλές φορές πάνω στο τραπέζι με τα ποτήρια και τα λουλούδια –που
το χρησιμοποιούσαμε και για να φάμε– κυκλοφορούσαν πράσινες και μαύρες ψείρες
απ’ αυτά τα λουλούδια και πήγαιναν στο ψωμί, που δεν το σήκωνε μετά το πρωινό, χώρια
τα μυρμήγκια κι οι μύγες που βολτάριζαν ανενόχλητα. Μόνο στο κρεβάτι της δεν
ανεχόταν βρωμιές. Όταν το βράδυ τής ξέφευγα και, ξεθεωμένη ξεθεωμένη καθώς
ήμουν απ’ τα παιχνίδια –τα σπίτια λιγοστά αλλά τα παιδιά πολλά–, χωνόμουνα στο
στρώμα αμέσως μετά το τσάι που πίναμε, πασπαλισμένο με μπόλικη κανέλα και ζάχαρη
για να μοιάζει με σαλέπι, και μ’ έπαιρνε ο ύπνος στο δευτερόλεπτο, ερχόταν με
μια λεκανίτσα κι ένα πατσαβούρι, έβαζε ένα κομμάτι μουσαμά κάτω απ’ τα πόδια
μου κι άρχιζε να τα πλένει τρίβοντας ένα ένα τα δάχτυλα. Ύστερα με γύριζε
μπρούμυτα και μου ξεβρόμιζε τις γάμπες. Όταν τελείωνε μου έδινε μια ξυλιά στον
πισινό και μου ευχόταν όνειρα γλυκά. Στον νεροχύτη κάτω απ’ το μουσλούκι, –δεν
υπήρχε τρεχούμενο νερό– τα πιάτα μύριζαν άπλυτα σε στοίβες, το κιλίμι στο
πάτωμα γεμάτο λαδιές, η λάμπα καπνισμένη και οι αράχνες κάνανε κούνια όταν
άνοιγες την πόρτα κι έμπαινε ο αέρας, αλλά εκείνη κάθε βράδυ γυμνωνόταν ως τη
μέση και όχι μόνο πλενόταν αλλά έλουζε και τα μαλλιά της. Έβλεπα την πλαδαρή
σαν ζυμάρι πλάτη της, λίγο απ’ τα πετσιασμένα στήθια της κι ένιωθα πως πλένεται
για να φύγει από πάνω της εκείνη η μυρωδιά του μπαγιάτικου κορμιού της που
ενώνονταν με την μυρωδιά του σπιτιού, σαν μουχλιασμένο ψωμί. Μετά έβαζε ένα
μακρύ σώβρακο και μια φανέλα του παππού και, μ’ αυτά για νυχτικό, κοιμόταν. (Όταν
ο καιρός ήτανε κρύος, τυλιγόταν μ’ ένα παλιό παλτό του, που σερνόταν πάνω της
και πίσω της, και μ’ αυτό σκάλιζε τον κήπο της και τάιζε τις κότες της.)
Γιαγιά, γιατί πάλιωσε τόσο
πολύ το σώμα σου; την ρώτησα μια μέρα.
Γιατί μου το τρώει ο
χρόνος, όπως θα φάει και το δικό σου, μου είπε απότομα. Κι ύστερα δεν ξέρω τι
είδε στα μάτια μου και μαλάκωσε: Μη σκας όμως, είναι πολύ νωρίς για σένα, θα
περάσεις πολλά βάσανα για να με φτάσεις.
Τη γιαγιά την έλεγαν Ελισσώ
και τον παππού Τριαντάφυλλο.
Ωραία ονόματα έχετε, είπα.
Τι να το κάνεις, τι αξία
έχουν τα ονόματα αφού σαν πεθάνεις εσύ και οι δικοί σου δε θα σε ονοματίζει
κανείς, θα σε ξεχάσουν όλοι; Κι αυτούς που τους θυμούνται, τους σπουδαίους, τι
έγινε; Σάματις εκείνοι το ξέρουν; Κι κείνο τον παπα-Αργύρη… −Παπαδιαμάντη,
είπα− εσύ ξέρεις, που μου διάβασες προχτές ένα ωραίο κομμάτι, πολύ χριστιανικό,
σοφός άνθρωπος, τι να το κάνεις, αύριο δεν θα θυμάμαι τίποτε απ’ αυτά που
έλεγε, αλλά τη σούπα μου τη θυμάμαι πολύ καλά πώς να την κάμω. Αμ πώς για; Έτσι
είναι ο άνθρωπος, ’γωιστής, τι νομίζεις, μόνο τα μούτρα του τον νοιάζουνε.
Ξέρεις εσύ ματμαζέλ πώς ’λέγαν τον δικό μου παππού και τη γιαγιά; Κι ας είχαν
ακόμα πιο ωραία ονόματα. Την γιαγιά μου την ελέγανε Δροσιά και τον παππού μου
Αχιλλέα, κι ήτανε όμορφοι και καρπεροί, μα δεν απόμεινε κανένα σπλάχνο τους να
τους θυμάται. Ακόμα κι εγώ βλέπω σε μια θαμπάδα το πρόσωπό τους. Γι’ αυτό
παίρνουμε τα ονόματά τους, για μια συνέχεια. Σιγά τη συνέχεια… Αυτό κάνει το
χώμα, τα καταπίνει όλα, κατάλαβες; Έτσι θα με καταπιεί κι εμένα που μακάρι να
κόντευε η ώρα μου. Και να πεις πως χάρηκε κανείς την ζωή του; Του παππού σου τ’
άρεσε να τραγουδά και να γυρίζει στα δάση και στις ερημιές, ν’ ανασαίνει καθαρό
αέρα, κι όμως ήτανε αναγκασμένος να ζει σ’ ένα μπουντρούμι, στο σιδεράδικο, να ’χει
για εικόνα του όλη μέρα τενεκέδες και σίδερα, αντί για δέντρα και πουλιά.
Χαράμι φεύγει η ζωή μας, χαράμι. Άι… πώς θα ’θελα να ’χα γεννηθεί πουλί κι όχι
άνθρωπος. Πολλά βάρη φορτώθηκε ο έρμος σ’ αυτή τη ζωή.
Και που ’ναι τα δικά σου
βάσανα, γιαγιά, όλη μέρα στον κήπο είσαι, μέσα στα τριαντάφυλλα και στον καθαρό
αέρα…
Να σου δώκω μια στο κεφάλι
να διεις τα βάσανά μου. Άμα μην κοιτάς τώρα που γέρασα, να διεις τι τράβηξα σαν
ήμουν νέα, να μεγαλώσω τη μάνα σου και να χάσω το συχωρεμένο τον αδερφό μου.
Τον στείλαμε στο στρατό με τραγούδια και χαρές, τόσο τρελοί ήμασταν, ακούς
εκεί, να χαίρεσαι που το παιδί σου θα μάθει να σκοτώνει, μα τον εφέρανε
σκοτωμένο. Ξέρεις τι είναι να χώνεις κοτζάμ παλικάρι στο χώμα; Τη μάνα μου την
τραβούσανε πέντε νοματαίοι για να μη χωθεί στον λάκκο μαζί του. Άμποτε να μη
μάθεις ποτέ τι σόι είναι το βάσανο. Να σκώνεσαι απ’ το σκοτεινό πρωί και να
γυρίζεις απ’ τη δουλειά το μαύρο βράδυ. Ακόμα και τα γαϊδούρια καλύτερα ζούσαν,
τα ταΐζαμε εμείς, δεν είχαν μετά την κούρασή τους να μαγειρέψουν και να πλύνουν
για τέσσερα άτομα. Κατάλαβες; Κατάλαβα να λες. Ακούς εκεί, πού τα βρήκα εγώ τα
βάσανα; Απ’ τον μπακάλη τ’ αγόρασα θαρρείς; Ξέρεις τι θα πει να θάψεις τον
αδερφό σου και τον άντρα σου; Απ’ τη μια μέρα στην άλλη να μάθεις πως δε θα
τους ξαναδείς σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι εκειπά στον πόλεμο μου κάψανε και το σπίτι,
γι’ αυτό ανέβηκα εδωπά, στις ερημιές.
Ποιοι σ’ το κάψανε γιαγιά;
Τι σημασία έχει για το
σπίτι ποιος το ’καψε, εκείνος ή ο άλλος; Το σπίτι κάηκε, πάει. Κόντεψα να γίνω
μπουρλότο κι εγώ, να καώ ζωντανή. Κι ύστερις οι Γερμανοί μού δολοφόνησαν τον
μπαμπούλη μου και το θειο μου. Ως εκεί απάνω ήταν ο μπαμπάς μου, χα να σ’ έκανε
έπεφτες κάτω. Ξέρεις εσύ τι αίσχη είδανε τούτα τα μάτια σ’ αυτή τη ζωή; Αδέρφια
ν’ αλληλοσκοτώνονται, κορίτσια να μαγαρίζονται. Καμιά φορά είναι να ντρέπεσαι
που είσαι άνθρωπος. Ξέρεις αυτά τα στραβοπόδαρα, στην Κατοχή, τι δρόμους, τι
ανηφόρες και κατηφόρες περπατήσανε, μέσα στο λιοπύρι, στη βροχή, στο φονιά τον
βαρδάρη; Για μια χουφτίτσα στάρι αλωνίσανε όλα τα γύρω χωριά. Για λίγο λαδάκι
ξεπούλησα την προίκα μου. Κατάλευκο λινό τα σεντόνια, κοφτά στο κεφαλάρι, και
τα μαξιλάρια ασπροκέντι και αζούρ και ταντέλα του βελονιού. Ακόμα και τα βρακιά
μου τα ’χε η μάνα μου ποδογυριάσει με ταντέλα που έπλεξε με τα χεράκια της. Άμα
εσείς τώρα πώς να μας καταλάβετε που τα ’χετε όλα στο χέρι, που μασημένα τα
βάζετε στο στόμα!... Γι’ αυτό είναι άνοστα, δεν έχουν τη γλύκα του ιδρώτα. Όταν
εγώ ζύμωνα πέντε δέκα οκάδες αλεύρι, η μάνα μου μου ’λεγε πως όταν ιδρώσει το
πράμα μου τότε θα ’ναι έτοιμο το ζυμάρι. Καλά κάνεις και κατεβάζεις το κεφάλι
και ντρέπεσαι, καλά κάνεις, έτσι λέω εγώ.
Εκτός απ’ τη μανία του
μπανιαρίσματος, είχε πάθος με τον κηπάκο της. Με το χώμα. Σκάλιζε και πότιζε
ώρες, ξεβοτάνιζε, χαϊδολογούσε τα φυτά της, τα μιλούσε, τα έδινε φιλιά, κι όταν
σπανίως τα έκοβε, τα έβαζε σαν να τα πετούσε μέσα στα ποτήρια κι έπαυε ν’
ασχολείται άλλο μαζί τους.
Γιατί, γιαγιά, δεν τα
μιλάς, δεν τα λες γλυκόλογα, αυτά που κόβεις; ρωτούσα.
Γιατί είναι πονηρόμουτρα,
μου απαντούσε, αλλά ποτέ δεν ήξερα τι εννοούσε. Καμιά φορά συμπλήρωνε: Σαν τον
παππού σου, που τον πήρε ο διάολος και τον ρούφηξε, Θε’ μου σχώρα με.
Και τότε τα παρατούσε όλα
και πήγαινε μπροστά στη φωτογραφία του και μουρμούριζε για ώρα με τεντωμένο το
δάχτυλο.
Άλλη μανία της γιαγιάς
ήταν να φτιάχνει σούπες, κομπόστες, κρέμες, γιαούρτι, ποτέ της δεν μου ’φτιαξε
καμιά πίτα, κανένα κεφτεδάκι. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως επειδή ήταν φαφούτα
δεν έτρωγε παρά μόνο χυλούς. Πάντα της ήταν εγωίστρια, έλεγε η μαμά. Εγωίστρια
και σουρτούκα. Όλο τον κόσμο αλώνιζε, μην της έλεγες να κάτσει στο σπίτι.
Ειδικά είχε μανία με το
γιαούρτι, που το έφτιαχνε μόνη της με το φρέσκο γάλα, το είχε όχι μόνο για
τροφή αλλά και γιατροσόφι. Ακόμα κι όταν είχα πολύ πυρετό, μου το έχωνε στο
στόμα με το ζόρι, παρόλο που πολλές φορές το ξερνούσα μεταμορφωμένο σε τυρί.
Για διες, έλεγε τότε, ο πυρετός σου το ’βρασε.
Ένα άλλο φάρμακο, που το
έδινε όμως με προσοχή και σε σπάνιες περιπτώσεις, ήταν ο χυμός της
πικραγγουριάς. Την είχε φυτεμένη σε μια γωνιά του μικρού της κήπου, κι έβγαζε
ωραία κίτρινα λουλούδια. Μη τα πειράζεις αυτά, μου έλεγε, είναι δηλητήριο. Διατηρούσε
το χυμό από τους βολβούς και τις ρίζες σ’ ένα μικρό μπουκαλάκι κι από κει με το
σταγονόμετρο σου ’δινε να ρουφήξεις μια δυο σταγόνες. Κόντευες για μερικά λεπτά
να σκάσεις, κοβόταν η ανάσα σου, πρηζόταν η μύτη σου, αλλά τις πιο πολλές φορές
θεραπευόσουν. Ήταν ισχυρό αντιφλεγμονώδες.
Εικονίσματα δεν υπήρχαν
στο σπίτι της, ούτε κανένα καντήλι να φωτίζει τη νύχτα. Δεν είχα πού να
προσευχηθώ −γιατί η μαμά με είχε μάθει κάθε βράδυ να γονατίζω και να λέω την
προσευχή μου− και παρ’ όλες τις ενοχές μου πολύ με ευχαριστούσε που είχα
απαλλαγεί απ’ αυτό όταν ήμουν στης γιαγιάς.
Γιαγιά γιατί δεν έχεις
εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, πού προσεύχεσαι;
Την εικόνα τους την έχω
μέσα μου κι εκεί τους μαλώνω που μου πήραν τον παππού σου κι εμένα με άφησαν
σαν κούτσουρο. Μόνη κι άραχλη. Κάθε μέρα παρακαλάω να με πάρουν, να κάτσω δίπλα
στον παππού αλλά αυτοί μου παίζουν τον κουφό.
Ούτε στα μνήματα πας.
Τι να κάμω εκεί; Να μυρίσω
τα κόκαλά του; Άμα πάω θα σκάψω το χώμα και θα πλαγιάσω πλάι του.
Αν δεν αυτοκτονούσε −σκασίλα
της τι έλεγε και τι δεν έλεγε ο Θεός− ήταν γιατί ο Παντοδύναμος δε θα της
επέτρεπε να ξαναδεί τον παππού. Έτσι θα την τιμωρούσε. Ακούς εκεί, τέτοιο
κουμάντο!... Κι ας έλεγε πως μας έπλασε ελεύθερους… τι να την κάνω αυτή την
ελευθερία αφού θα την πληρώσω πανάκριβα; Ουφ… Μου φαίνεται πως μας έφτιαξε για
να παίζει. Τι για!
Ποτέ της δεν με χάιδεψε,
δε μου ’πε ένα παραμύθι. Όμως μου τραγουδούσε. Και στο τέλος έσερνε εκείνο το
αμάααααν, ώσπου με πιάναν τα κλάματα. Τι
να την κάνεις τη ζωή κι αν είναι άλλη τόση, αφού υπάρχει ο θάνατος και το κορμί
θα λιώσει. Κι ύστερα μου ’δινε χαϊδευτικά μια στο κεφάλι. Τι κλαις εσύ, βρε
χαϊβάνι, εσύ όλους τους έχεις, δεν έχασες κανέναν.
Έχασα τον παππού, είπα
θυμωμένη.
Μπρε, μωρ’ τι μας λες, και
πότε τον είχες; Αν δεν ήταν στο χαρτί, δε θα ’ξερες τι χρώμα είχαν τα μάτια
του.
Μου το λες εσύ, γιαγιά,
στη φωτογραφία δε φαίνονται. Πες μου, ήταν καλός;
Τι θα πει καλός και κακός...
Ήταν.
Και σ’ αγαπούσε γιαγιά;
Αν μ’ αγαπούσε δε θα μ’
άφηνε, ύστερις αυτά δεν τα ρωτούσαμε, δεν τα λέγαμε, σου λέω ήταν ο αγέρας που
ανάσαινα, τι άλλο θέλεις... Τώρα είμαι πνιγμένη, αλλά δεν ψοφάω η σκύλα, που
κακό ψόφο να ’χω.
Ήταν όμορφος ο παππούς
γιαγιά;.
Για μένα ήταν. Ήταν ο
ήλιος μου, ο αγέρας μου. Ήταν η κλίνη μου, η ζέστα μου, τα όνειρατά μου. Μ’
άφησε ένα στραβάδι, δε βλέπω τον κόσμο, δεν τον θέλω. Κι ύστερα έβγαζε φωνή: Πώς
το ’κανες αυτό, πώς με μαχαίρωσες χωρίς μαχαίρι, πως γέμισες το στρώμα μου με
χώμα; Και μαλλιοτραβιότανε κι άρχιζε τα αμάααααν και τα οοοοοχ.
Όταν η μαμά τραγουδούσε
τραγούδια του Αττίκ, η γιαγιά την κορόιδευε, αυτά είναι πιο νερόβραστα κι απ’
τις σούπες μου, έλεγε…
Τα μάτια της γιαγιάς τώρα
που είχε γεράσει ήταν σαν δυο πρασινόμαυρες κουτσουλιές, όμως όταν σπάνια
γελούσε έβγαζαν χρυσοπράσινες φλογίτσες που απλώνονταν στο πρόσωπό της και το
γλύκαιναν. Το αντίθετο γινόταν με το στόμα της. Είχε ξεχειλωμένα παχιά χείλη και,
όταν χαμογελούσε, το στόμα της μεγάλωνε υπέρμετρα κι αυτά τα χείλη πλάταιναν κι
έμοιαζαν σαν πιάτα που πάνω τους τα ξεδοντιασμένα ούλα της ήταν σαν φτυσμένα
κουκούτσια. Ένα χάλι μαύρο. Κι επιπλέον η μύτη της έσκυβε και μύριζε αυτά τα βρωμοκούκουτσα.
Ρωτούσα τη μαμά γιατί η
γιαγιά ήταν τόσο άσχημη. Πώς σου ήρθε; έλεγε ξαφνιασμένη. Η γιαγιά ήταν όμορφη
στα νιάτα της παρ’ όλο το μεγάλο στόμα της. Μη βλέπεις τώρα που σούφρωσε, είναι
απ’ τα γεράματα.
Ο παππούς ήταν όμορφος
μαμά;
Σα να ήταν και σα να μην
ήταν. Πάντως ήταν μεγαλόσωμος, λεβέντης, η γιαγιά ανέκαθεν ήταν σαμιαμίδι,
μπορούσε ο παππούς να τη σηκώσει με το ένα του δαχτυλάκι. Όμως τον έκαμε ό,τι
ήθελε, τον τρέλαινε με τη βρωμιά και τα πλυσίματα της, αλλά τον φρόντιζε σαν
μικρό παιδί. Μόλις γύριζε από το σιδεράδικο, του είχε έτοιμο ζεστό νερό −το
ζέσταινε πάνω στην γκαζιέρα− και του έπλενε τα πόδια. Να δεις αυτή η βρωμιάρα
με τι προσοχή, τι αγάπη, τι τρυφερά, έπιανε τα δάχτυλα και τη φτέρνα και τα
καθάριζε χαϊδολογώντας τα κι ύστερα τα σφούγγιζε απαλά όπως σφουγγίζεις το
γεννησούδι. Του περνούσε ακόμα και τις κάλτσες. Και κάθε τρεις μέρες τον
μπανιάριζε ολόκληρο. Έβαζε τη σκάφη στην κουζίνα, μας απαγόρευε να πατήσουμε
μέσα ώσπου να βγουν κι εμείς βλέπαμε το τζάμι της πόρτας να ιδρώνει απ’ τους
αχνούς.
Γιαγιά, πώς γνωρίστηκες με
τον παππού; Άμα ήταν στα καλά της, μου έλεγε. Α… ο παππούς σου είχε ωραία φωνή,
τι λέω, όλοι οι άγγελοι τ’ ουρανού ήταν μέσα στο λαρύγγι του. Ο κόσμος τον
τσιγκλούσε να γίνει τραγουδιστής, αλλά
εγώ θύμωνα, πανηγυρτζή δεν σε θέλω του ’λεγα.
Ήταν κι οι δυο αγράμματοι,
δεν υπήρχε ίχνος βιβλίου ή περιοδικού στο σπίτι, εμένα όταν μ’ έβλεπε να
διαβάζω ξίνιζε τα μούτρα της: Τα γράμματα χάλασαν τον κόσμο, τον έμαθαν να λέει
ψέματα, χάθηκε το φιλότιμο.
Δεν τολμούσα να ρωτήσω τη
γιαγιά πώς πέθανε ο παππούς, γιατί θα με κυνηγούσε με την παντόφλα. Έτσι ρώτησα
την μαμά.
Ποιος θα το πίστευε, μου
είπε, δυο μέτρα άντρας και τον έπιασε για τα καλά η φθίση, κι η γιαγιά σου, μια
φουσκίτσα που άμα τη φυσούσες θα έσκαγε, δεν κόλλησε τίποτα και ποτέ. Δεν
αρρώστησε ποτέ της. Έλεγε πως τη φύλαγε ο χυμός της πικραγγουριάς, με το
παραμικρό ρουφούσε κι από μια σταγόνα. Εδώ που τα λέμε, τον παππού μπορεί να
τον ξέκανε άθελά της η ίδια η γιαγιά. Τον πότιζε κι αυτόν πικραγγουριά ώσπου
τον έσκασε. Νομίζω. Δεν πρόκειται φυσικά να το παραδεχτεί στον αιώνα τον
άπαντα.
Μια Παρασκευή που φτάσαμε
κι η μαμά ήταν πολύ κουρασμένη, η γιαγιά τής είπε ν’ αφήσει την κούραση για
άλλη φορά και να στρωθεί να καθαρίσει το σπίτι. Αύριο, είπε η μάνα μου.
Δεν έχει αύριο, είπε
απότομα η γιαγιά, και στραβοπατώντας ξάπλωσε στο κρεβάτι. Τότε είδαμε πως ήταν κατάχλομη,
μούσκεμα στον ιδρώτα και βαριανάσαινε. Θες να πάμε στο γιατρό; είπε ανήσυχη η
μαμά. Δεν θα ’σαι στα καλά σου, είπε η γιαγιά, εγώ πεθαίνω κι εσύ πας να με
χαντακώσεις; Άρχισε την πάστρα μη μας βρουν οι φίλοι σου σαν να ’μαστε τίποτις
ακαμάτισσες και προσβαλθείς, άντε, κουνήσου. Παρ’ όλα αυτά, ρούφηξε δυο σταγόνες
πικραγγουριάς. Κόντεψε να μείνει απ’ το βήχα, αλλά τελικά την πήρε ο ύπνος.
Όταν κάποτε η μαμά συμμάζεψε κάπως το σπίτι, έπεσε ψόφια στο ντιβάνι.
Κατά τα ξημερώματα, εγώ
και η μαμά κοιμόμασταν του καλού καιρού όταν η γιαγιά έβγαλε μια φωνή. Κοιμάστε
μωρέ, ξυπνήστε, για ζώο με περάσατε, μη μ’ αφήνετε μόνη όπως τον Χριστό στο
όρος. Η μαμά σηκώθηκε και πλάγιασε πλάι της αλλά η γιαγιά την έσπρωξε. Κάθισε
στην καρέκλα, της είπε. Δεν άφησε ούτε να της πιάσει το χέρι. Τα ματάκια της
την κοίταζαν και δεν την κοίταζαν. Εγώ ξανακοιμήθηκα. Και μόλις χάραξε, η γιαγιά
έφυγε ν’ ανταμώσει τον παππού. Ένα γλυκό χαμόγελο ήταν απλωμένο στο πρόσωπό
της.
Από τη συλλογή διηγημάτων «Όλα μπορούν να συμβούν
μ’ ένα άγγιγμα». Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου