Aνεπαρκής αφήγηση σε μέρη δύο
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Στο καφενείο οι άνδρες κάπνιζαν κι έπιναν τσικουδιά σιωπηλοί. Είχαν γυρίσει
απ’ την κηδεία του Πατερογιάννη.
Ούτε στην εκκλησία ούτε στο νεκροταφείο είχε ακουστεί μιλιά. Ούτε
μοιρολόγια ούτε θρήνοι. Μόνο το σιγανό αναφιλητό της χήρας άκουσαν όσοι
στάθηκαν δίπλα της. Ήρεμο, χωρίς αυξομειούμενες εντάσεις ή ξεσπάσματα, χωρίς
κατάρες ή όρκους για εκδίκηση.
Τον είχε μαχαιρώσει ο Γιώργης. Παιδί σχεδόν ακόμα, στα δεκατέσσερα, το πιο
ήμερο αγόρι του χωριού. Βάδιζε δύο ώρες κάθε μέρα για το Γυμνάσιο στο κοντινό
μεγαλοχώρι.
Τον έβλεπαν να φεύγει αξημέρωτα και να γυρίζει κουρασμένος το απόγευμα. Τον
φώναζαν να μπει στο καφενείο πριν πάει στα χωράφια ή στα πρόβατα. Δεν άφηνε τη
μάνα του να καταγίνεται με αυτά.
Κάποιοι τον καμαρώνανε κι έλεγαν πως αυτός απ’ το χωριό τους σίγουρα θα
γινότανε μεγάλος και τρανός· άλλοι πάλι ζηλεύανε, άλλοι απλά ειρωνεύονταν, όπως
σε κάθε εκκλησία του δήμου, έστω και σε μικρογραφία.
Του έδιναν και οδηγίες για τα ζώα, τις ελιές, τα αμπέλια. Και, ανάμεσα στις
συμβουλές, όλο και ανακάτευαν, δήθεν αστεία, λόγια φαρμακερά, γεμάτα δόλο.
Οι ίδιοι άντρες τού μιλούσαν για τιμή, πατροπαράδοτες αξίες, για ιστορίες
παλιές μα ζωντανές ακόμα.
Δεν άργησαν να κάνουν το παιδί να το πιστέψει πως ο Πατερογιάννης καλόβλεπε
τη μάνα του. Και πως τη νύχτα έμπαινε κρυφά στην κάμαρά της. Ο Γιάννης δεν
ανήκε στην παρέα τους. Με ένα σαράβαλο φορτηγό, το κατράκι, εκτελούσε δρομολόγια κάθε μέρα απ’ το χωριό στη Χώρα.
Έλεγαν πως αυτό ήτανε μεγάλη προσβολή στη μνήμη του πατέρα του, αυτού του
αξέχαστου, σεβάσμιου προεστού. Κάθε φορά άναβαν και μια σπίθα παραπάνω στο
παιδί, που, αφοσιωμένο ώς εκείνη την στιγμή στα γράμματα και στις δουλειές,
πήρε να τους πιστεύει. Άγραφοι νόμοι όριζαν πως η ντροπή έπρεπε να ξεπλυθεί με
αίμα. Κάτι σαν μύηση στον κόσμο των ανδρών.
Νύχτα παραφύλαξε τον Γιάννη ο Γιώργης. Έγινε χωρίς λέξεις. Μάτια πολλά
παρακολουθούσαν στο σκοτάδι. Δεν ήτανε οι γάτες.
Τον εφυγάδεψαν οι ίδιοι με ένα καΐκι από το Πάνορμο. Μαζί του η μάνα και ο
μικρότερος Μιχάλης.
Στο καφενείο σώπαιναν πλέον. Ήξεραν ποιος είχε δώσει στον Γιώργη το
μαχαίρι. Δεν είπαν λέξη στους χωροφύλακες που ήρθαν απ’ την πόλη. Κι αυτοί,
σκοντάφτοντας παντού σε μια σιωπή ιδιαζόντως απειλητική, δεν τόλμησαν να ψάξουν
παραπέρα. Φίλεψαν τον επικεφαλής με ένα σφαγμένο ερίφι, μια νταμιτζάνα
τσικουδιά και ένα κεφάλι ώριμη γραβιέρα, και τους συνόδεψαν αποφασιστικά ώς την
άκρη του χωριού.
Έχτισαν ένα εικονοστάσι εκεί που βρέθηκε στα αίματα ο Πατερογιάννης. Η
νεοφώτιστη χήρα του θα γινότανε από εδώ και πέρα το νέο θέμα στις κουβέντες
τους. Εκείνη ευτυχώς δεν είχε γιο. Άλλο παιχνίδι θα άρχιζαν όμως τώρα: Μέτρο το
μέτρο, θα μετακινούσανε τα σύνορα από τα χωράφια της να μεγαλώσουν τα δικά
τους. Στοιχήματα θα βάζανε στο καφενείο, ποιος θα ’μπαινε βαθύτερα. Αφού δεν είχε
άντρα, ξέφραγο ήτανε το αμπέλι.
Ο Γιώργης, η Άννα και ο Μιχάλης έφτασαν κάποτε στον Πειραιά. Με ενδιάμεσες
στάσεις στα Κύθηρα, στη Μήλο και στη Μάνη. Δύσκολα χρόνια. Δουλειά όλη μέρα και
οι τρεις τους. Νυχτερινό σχολειό και ατέλειωτη η φτώχεια.
Είκοσι χρόνια αργότερα ωστόσο, ο Γιώργης είχε δικό του δικηγορικό γραφείο
στο Κολωνάκι. Κρητικοί και Μανιάτες, πολιτικοί κι επιχειρηματίες ήταν οι
σταθεροί πελάτες του. Δεν είχε χάσει δίκη. Το κοφτερό μυαλό του έβρισκε πάντα
τρόπους να μεταστρέφει τα αρνητικά σε θετικά, πάντα για το συμφέρον του πελάτη.
Αυτά είναι τα
βεβαιωμένα γεγονότα. Με πολλά κενά, ομολογουμένως.
Ο αφηγητής οφείλει να παραδεχτεί πως αρκετά σημεία τού διαφεύγουν, πως δεν
τα ξέρει πια και όλα. Έχει επιπλέον την αναίδεια να διατυπώνει υποθέσεις,
μάλλον για να διασκεδάσει την ανεπάρκειά του.
Τι είχε στην ψυχή
του εκείνο το αγαθό κι ανυποψίαστο αγόρι; Πώς μπόρεσαν οι άρχοντες του κόσμου,
οι εκπρόσωποί τους δηλαδή, οι κατοικοεδρεύοντες σε καφενέ ορεινού πολίσματος
της Κρήτης, να μετατρέψουν τόσο εύκολα ένα αγνό παιδί σε υπερασπιστή της
ανδρικής τιμής, σε εκδικητή μιας μνήμης πατρικής; Δεν είχανε μερίδιο στις τύψεις;
Ο αφηγητής τολμά να ισχυριστεί πως ενοχές δεν εντοπίστηκαν διόλου εντός
τους. Συνέχισαν να πίνουν τσικουδιά και αρειμανίως να φουμάρουν, χωρίς ν’
αλλάξει τίποτα στην καθημερινότητά τους.
Δεν αποκλείεται και να καμάρωναν ακόμα, πως μέσω του Γιώργη υπεραμύνθηκαν
των ιερών και αρσενικών οσίων, δίδαξαν μάλιστα αξίες και παραδόσεις στην
επόμενη γενιά. Βέβαιο είναι πάντως πως με τον Γιώργη δεν ασχολήθηκαν ξανά. Δεν
τον επισκεφτήκανε ποτέ εις τας Αθήνας,
ούτε για την ελάχιστη διευκόλυνση.
Επιβεβαιωμένο είναι επίσης ότι ο Γιώργης, Γεώργιος πλέον, ήλθεν εις γάμου
κοινωνίαν με θυγατέρα υπουργού, κοινώς καλοπαντρεύτηκε. Ξέρουμε ακόμα πως είχε
πάντα τη μητέρα του μαζί του. Τα πρωινά, πριν φύγει, εκείνη του έφτιαχνε καφέ.
Κι αυτός, όταν επέστρεφε αργά στο σπίτι, πρώτη εκείνην καλησπέριζε, που τον
περίμενε άγρυπνη στην κάμαρά της.
Κάποιοι αφηγούνται πως ήτανε το φως του, η ψυχή του. Πως δεν ξεστόμισε ποτέ
πικρή κουβέντα στη μητέρα για όσα είχαν συμβεί· πικρή κουβέντα ή το όνομα του
Γιάννη. Ούτε εκείνη, όσο ζούσε, τον ρώτησε ποτέ γιατί. Κι έζησε αλήθεια ώς τα
βαθιά γεράματα.
Εδώ ο αφηγητής δεν απορεί, έτσι ήτανε το πρέπον κι έτσι έγινε.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Την έκπληξη την
έκανε ο Μιχάλης, ο μικρός. Δεν έπαιρνε τα γράμματα, αλλού έπαιρνε στροφές, στις
μηχανές, τα αυτοκίνητα και τις γυναίκες, κάθε είδους. Έγινε ταξιτζής στην
πιάτσα του λιμανιού.
Από νωρίς αντικατέστησε το όνομα του φρόνιμου αδελφού με την προσφώνηση μαμάκια, στη δε μητέρα απαξιούσε να
απαντήσει τις λιγοστές φορές που αποτολμούσε να τον ρωτήσει κάτι. Γύριζε το
βλέμμα του αλλού, κάπου στο άπειρο, έχωνε το χέρι του στην τσέπη και χάιδευε τα
STOP που είχε πάντα
εκεί, διά πάσαν ευκαιρίαν, όπως
έλεγε. Ένιωθε μιαν υπεροχή βεβαίως, εκεί ανάμεσα στα σκέλια· την ένιωθε συχνά
να διογκούται.
Ήτανε Αύγουστος
τότε που ο Μιχάλης ξαναπήγε στο χωριό. Μπορεί να είχαν περάσει και τριάντα
χρόνια. Έξι Αυγούστου μάλιστα, του Σωτήρα Χριστού, με μεγάλο πανηγύρι στο
χωριό. Μπήκε στην εκκλησία, λειτουργήθηκε και, αφού πήρε άρτο και αντίδωρο,
άρχισε να περιδιαβαίνει τα σοκάκια του χωριού.
Πολλά είχαν αλλάξει από τότε. Είχε μεσολαβήσει, βλέπετε, και ένας πόλεμος,
μια Κατοχή, μια Απελευθέρωση. Ερχόταν τώρα λεωφορείο της γραμμής. Στα πανηγύρια
έπιναν μπύρες και ουίσκια, μικρόφωνα είχανε τώρα στο λαούτο και στη λύρα,
γεμάτη η πλατεία από Ντάτσουν. Αγροτικά
τα λέγανε και είχανε γίνει, παρότι ακόμη με συμβατική εξάτμιση, οι καταλύτες
για τα νέα ήθη.
Είχε προηγηθεί και η επέλαση ξανθόμαλλων καλλονών απ’ τον Βορρά. Τα
Ντάτσουν έγιναν άδυτα ερωτικής μυήσεως, ναοί εκτόνωσης των κακοτράχαλων ανδρών.
Βέβαια, ξεχώριζαν ακόμα τις γυναίκες σε αγίες, μητέρες που αναμάρτητα τους
έφερναν στον κόσμο, και σε πρόθυμες θεραπαινίδες που με άλλους τρόπους άνοιγαν
τα σκέλη. Σταμάτησαν ωστόσο να τελούν αιματηρές θυσίες στον βωμό της
πατριαρχικής θρησκείας τους. Ευτυχώς.
Η ανδρική τιμή
υπολογιζόταν τώρα σε άλλη μονάδα μέτρησης: πόσες τουρίστριες, πόσες φορές.
Κάποιες αξίες όμως έμεναν απαράλλαχτες, μόνο που αναβαθμίστηκαν
τεχνολογικά. Ας πούμε, οι ζωοκλοπές τώρα επιταχύνθηκαν, όντας μηχανοκίνητες ―
λόγω των Ντάτσουν, βλέπετε. Αλλά και τα δενδρύλλια της κάνναβης έχαιραν
εξαιρετικής περιποιήσεως, έχοντας αποκτήσει υπεραυτόματο μηχανισμό ποτίσματος,
με συνεχή φροντίδα εξ αποστάσεως. Τα φονικά γίνονταν πλέον για άλλους λόγους.
Τριγύριζε ο
Μιχάλης στο χωριό λοιπόν. Δεν γνώριζε κανέναν και, μετά από τόσα χρόνια, ούτε
τον αναγνώριζε κανείς. Δεχόταν τα συνεχή κεράσματα σε κάθε πόρτα, ήξερε πως θα
ήταν προσβολή να αρνηθεί, ευχόταν Χρόνια
πολλά, έλεγε Στην υγειά του! και
προχωρούσε. Δεν έδινε συστάσεις για τον εαυτό του, κι όταν ρωτούσαν, ξενομπάτης μόνο έλεγε πως είναι. Τους
φαινόταν κάπως γνωστός μα σίγουροι δεν ήταν, ποιον τους θύμιζε... Ούτε ήξεραν
σε ποιανού την υγεία σήκωνε το ποτήρι κι έπινε. Ε, στην υγειά του νοικοκύρη, υπέθεταν εντέλει.
Στην αυλή του
σχολείου είχαν αρχίσει κιόλας τα όργανα να παίζουν, από παντού μοσχοβολούσανε
ψητά, μύριζε φαγοπότι και γιορτή. Έπινε και χόρευε όλη νύχτα.
Κατά τα ξημερώματα, ακόμα μεθυσμένος, βρέθηκε να στέκεται μπροστά στο
εικονοστάσι του Πατερογιάννη. Στηρίχτηκε με κόπο να μην πέσει, ύψωσε το ποτήρι
του και είπε Στην υγειά σου, ρε μπαγάσα!
Μεγάλη χάρη σου χρωστώ! Ξεστόμισε τα λόγια αυτά και ευθύς όλο το οινόπνευμα
εξατμίστηκε από μέσα του. Και τώρα, περπατώντας σε ευθεία, νηφάλιος και στητός,
πήρε τον δρόμο για τη Χώρα.
Δεν πέρασε πολύς
καιρός και στο χωριό κατέφτασε μεγάλο δέμα. Μια μεγαλόπρεπη εικόνα του Χριστού
Σωτήρα Παντοκράτορα, περίτεχνα αγιογραφημένη, με χρυσαφένιο φόντο και επίχρυση
κορνίζα, δωριζόταν στην εκκλησία του χωριού. Εις μνήμην Ιωάννου αφιερωνόταν εις
Κύριον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, η εικόνα ετούτη από τον δούλο του Θεού
Μιχαήλ, ευγνωμονούντα διά την σωτηρίαν του. Στην κάτω δεξιά γωνία
απεικονιζόταν ο δωρητής να δέεται γονατιστός μπροστά στον Παντοκράτορα και πίσω
του να λαμπυρίζει ένα κίτρινο ταξί.
Στις έξι Αυγούστου κάθε χρόνο ο Μιχαήλ κατέβαινε στο πανηγύρι του Σωτήρα.
Τα πρώτα χρόνια μοναχός, μετά με τις γυναίκες του τις τρεις και τα παιδιά μαζί
τα έξι, αργότερα και με τα εγγόνια του, πάνω από δέκα, και τα δισέγγονα, δεν
ξέρω πόσα. Όλες και όλοι τον ελάτρευαν, κορώνα στο κεφάλι τους τον είχαν.
Έφτασε και ξεπέρασε τα ενενήντα.
Αυτά με
βεβαιότητα τα ξέρει ο αφηγητής. Ήταν παρών συχνά και ο ίδιος, κι ωστόσο ακόμα
αναρωτιέται:
Ποια χάρη χρώσταγε ο Μιχαήλ στον Γιάννη και αφιέρωσε στη μνήμη του τέτοια
ξεχωριστή εικόνα; Και ο Σωτήρας Χριστός πότε και πώς και από τι έσωσε άραγε τον
δούλο Μιχαήλ;
Δεν δύναται
κανείς να δώσει απαντήσεις. Οι
απορίες μένουν.
Από τη συλλογή διηγημάτων "Όζα ροζ", Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015
Βιογραφικό
(Φωτογραφία: Σάκης Καρακασίδης)
Καίτη Στεφανάκη (Ρέθυμνο 1951)
Ιστορικός της τέχνης, καθηγήτρια
της γερμανικής γλώσσας, μεταφράστρια.
Σπούδασε ιστορία της ευρωπαϊκής
τέχνης στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, με διδακτορική διατριβή στη βυζαντινή
εικονογραφία. Επιμελήθηκε εκθέσεις Ελλήνων και Γερμανών καλλιτεχνών σε Γερμανία
και Ελλάδα, καθώς και τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της γερμανικής συμμετοχής
στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα «Θεσσαλονίκη 1997». Δίδαξε τη γερμανική γλώσσα στο
Ινστιτούτο Goethe
Θεσσαλονίκης [1989-2010]. Έχει μεταφράσει κυρίως καταλόγους εικαστικών εκθέσεων
και άρθρα περί διδακτικής ξένων γλωσσών.
Πεζά και ποιήματά της έχουν
δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Εντευκτήριο
και Θεσσαλονικέων Πόλις, καθώς και στο διαδίκτυο:
www.eyelands.gr,
http://entefktirio.blogspot.gr,
http://ppirinas.blogspot.gr,
http://yannisvaitsaras.blogspot.gr.
Διακρίθηκε σε λογοτεχνικούς
διαγωνισμούς της ιστοσελίδας Eyelands
[Ιστορίες για την Ελλάδα, 2012, Ποιητικό Ημερολόγιο, 2013, Έρως και κρίση,
2014].
Πήρε μέρος στη Λογοτεχνική Σκηνή
2014, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του «Παρά θιν’ αλός» του Δήμου Καλαμαριάς, με
υπεύθυνο τον Γιώργο Κορδομενίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου