Στη Σμύρνη ώρα τρεις
Εδώ μπροστά στον σχεδόν άδειο δρόμο
δυο ζητιάνοι, ο ένας χωρίς πόδια –
τον κουβαλούσε στην πλάτη του ο άλλος.
Στάθηκαν – όπως στέκεται ένα ζώο σε μεσονύχτιο
δρόμο,
κοιτάζοντας τυφλωμένο τους προβολείς του
αυτοκινήτου –
για λίγο και μετά συνέχισαν την πορεία τους
και με σβελτάδα αγοριών σε αυλή σχολείου
διέσχισαν τον δρόμο, ενώ στον αέρα ακούγονταν το
τικτάκ
από τ’ αναρίθμητα ρολόγια του μεσημεριάτικου καύσωνα.
Ένα γαλάζιο πέρασε πάνω απ’ το αραξοβόλι,
τρεμοσβήνοντας.
Ένα μαύρο σύρθηκε και ζάρωσε, κοίταζε επίμονα
μεσ’ απ’ την πέτρα.
Ένα λευκό αγρίεψε κι έγινε θύελλα στα μάτια.
Όταν η ώρα έγινε τρείς και πατήθηκε από οπλές
και το σκοτάδι βαρούσε στον τοίχο του φωτός
η πόλη σέρνονταν στην πόρτα της θάλασσας
κι έλαμπε στου γύπα το τηλεσκοπικό στόχαστρο.
Μυστικά καθ’ οδόν, 1958
Σύρος
Στο λιμάνι της Σύρου παρατημένα εμπορικά πλοία
σε αναμονή.
Οι πλώρες δίπλα δίπλα. Αραγμένα εδώ και χρόνια:
CAPE RION,
Μονρόβια.
KRITOS, Άνδρος.
SCOTIA, Παναμάς.
Σκοτεινοί πίνακες πάνω στο νερό, κρεμασμένοι
απόμερα.
Σαν παιδικά παιχνίδια που γιγαντώθηκαν
και μας κατηγορούν
για ό,τι δεν γίναμε.
XELATROS, Πειραιάς
CASSIOPEJA, Μονρόβια.
Η θάλασσα σταμάτησε να τα διαβάζει.
Όταν όμως ήρθαμε για πρώτη φορά στη Σύρο, νύχτα ήταν,
είδαμε τις πλώρες δίπλα δίπλα στο φως της σελήνης
και σκεφτήκαμε:
τι πανίσχυρος στόλος, υπέροχα ενωμένος!
Ο μισοτελειωμένος ουρανός, 1962
Ανάπαυλα τον Ιούλιο
Αυτός που είναι ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από τα
ψηλά δέντρα
είναι επίσης πάνω τους. Διαχέεται σε χιλιάδες
κλωνάρια,
κουνιέται πέρα δώθε,
κάθεται σ’ εκτινασσόμενο κάθισμα που εκτοξεύεται
σε αργή κίνηση.
Αυτός που στέκει πέρα στην αποβάθρα ατενίζει το
νερό.
Οι αποβάθρες γερνάνε πιο γρήγορα απ’ τους
ανθρώπους.
Έχουν αργυρότεφρες σανίδες και πέτρες στο
στομάχι.
Το εκτυφλωτικό φως φτάνει ως εκεί μέσα.
Αυτός που ταξιδεύει όλη μέρα πάνω σε πλοίο
ανοιχτό
σε πέλαγος αστραφτερό
θα κοιμηθεί τελικά μέσα σε μια γαλάζια λάμπα,
ενώ τα νησιά θα έρπουν σαν μεγάλες
νυχτοπεταλούδες πάνω στο γυαλί.
Βλέποντας στο σκοτάδι, 1970
Κατακλείδα
Σέρνομαι σαν άγκυρα στον πυθμένα της θάλασσας.
Και τι δεν πιάνω που δεν το χρειάζομαι.
Κουρασμένη αγανάκτηση, πυρωμένη αυτοεγκατάλειψη.
Οι δήμιοι φέρνουν πέτρες, ο Θεός γράφει στην
άμμο.
Σιωπηλά δωμάτια.
Τα έπιπλα στο φως του φεγγαριού, έτοιμα να
πετάξουν.
Εισέρχομαι αργά στον εαυτό μου
μέσ’ από ένα δάσος από άδειες πανοπλίες.
Η άγρια πλατεία, 1983
Απρίλιος και σιωπή
Η άνοιξη έρημη.
Το χαντάκι, γεμάτο βελούδινο σκοτάδι,
σέρνεται δίπλα μου
δίχως κατοπτρισμούς.
Το μόνο που φέγγει
είναι τα κίτρινα λουλούδια.
Με κουβαλά η σκιά μου,
όπως μια μαύρη θήκη
κουβαλά το βιολί της.
Το μόνο που θέλω να πω
αστράφτει απρόσιτο
σαν τ’ ασημικά
στο ενεχυροδανειστήριο.
Η πένθιμη γόνδολα, 1996
Πηγή: «Tomas Tranströmer,
Τα ποιήματα», εκδόσεις Printa / Ποίηση για πάντα, 2004, Εισαγωγή - μετάφραση: Βασίλης
Παπαγεωργίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου