Το παράπονο του Εμμανουήλ Παπά
Κάθε τόσο, μέρα ή νύχτα, ο Εμμανουήλ Παπάς
βγαίνει από τις πινακίδες της οδού που του έχουν αφιερώσει. Τινάζει τη σκόνη
από πάνω του. Τεντώνει τα χέρια, τα πόδια, ισιώνει το κορμί του. Περπατάει στο
πεζοδρόμιο πέρα δώθε να ξανακυλήσει το αίμα στις φλέβες του, όπως τότε στο
καΐκι που τον πήγαινε στην Ύδρα. Σταμάτησε η καρδιά του στη μέση του πελάγους.
Έμεινε με την απορία. Τι δεν έκανε σωστά, τότε, με τον σηκωμό στη Χαλκιδική;
Σφάχτηκαν πολλοί στη Σαλονίκη. Τύψεις τον βασανίζουν.
Τελείωσε το λάδι στο
καντήλι του ή δεν άντεξε την πίκρα από την αιφνίδια εξέλιξη των γεγονότων;
Αυτοί που μέχρι χτες τον είχαν αρχηγό, ετοίμαζαν τη σύλληψη και την παράδοσή
του στον πασά. Θεωρεί τον εαυτό του άτυχο που πέθανε νωρίς.
Βάζει ένα μικρό σπαθί
στο ζωνάρι του. Στρίβει το παχύ μουστάκι και παίρνει το δρόμο που φέρει το
όνομά του. Βλέπει τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους που
πηγαινοέρχονται ή κάθονται στις ταβέρνες και στις καφετέριες. Πάει τότε να
συναντήσει τον Τάσο Καρατάσο που χόρτασε μπαρούτι κι επανάσταση, για να ακούσει
ιστορίες που δεν πρόλαβε να ζήσει.
Απέναντι από την
εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, στο μικρό πάρκο, είναι ο ανδριάντας του
Καρατάσου. Μουντζουρωμένα συνθήματα ασχημίζουν το μνημείο. Χαρτιά, κουτιά
αναψυκτικών, πλαστικά μπουκάλια του νερού, είναι πεταμένα πάνω στα σκαλιά του
ανδριάντα και στο αρρωστιάρικο γρασίδι του πάρκου.
Είχε κατέβει από το
βάθρο του ο Καρατάσος. Κρατούσε στο δεξί του μια μακριά χατζάρα και την
κουνούσε απειλητικά στον αέρα.
– Ποιον φοβερίζεις Καρατάσιο;
– Τα κοπρόσκυλα διώχνω, που μαγαρίζουν την αυλή
μου. Πώς από δω Παπά;
– Ήρθα να μου τα διηγηθείς.
– Εκατό φορές στα έχω πει.
– Αφού ξέρεις, άμα πεθάνεις δεν θυμάσαι τίποτα,
παρά μόνον εκείνα που ο ίδιος έζησες. Εκατό φορές τα είπες, εκατό φορές τα
άκουσα, εκατό φορές τα ξέχασα. Ξαναπέστα Καπετάνιο…
Κι άρχισε ο Καρατάσος να εξιστορεί με λόγια που
λεν οι πεθαμένοι μεταξύ τους.
– Αϊρεθύελε… αϊρεθύελε...αμία... ύλοπ
αμία...ύλοπ αμία...αϊμάτοπ αμία...αϊμάτοπ αμία…
Αστράφτουν τα σκαλιά της
εκκλησιάς απέναντι, ο τρούλος, τα πεντακάθαρα τζάμια. Κόσμος πολύς πάει να
λειτουργηθεί. Ο ήλιος λάμπει. Περαστικοί ανάβουν το κερί στο μικρό παρεκκλήσι,
μπροστά από τον ναό, στο ύψος της λεωφόρου Ανοίξεως. Αφήνουν τον οβολό τους
στον κερματοδέκτη και συνεχίζουν τον περίπατό τους.
– Πάμε να ανάψουμε κι εμείς κάνα κερί καπετάν
Τάσο;
– Πάμε.
Ανέβηκαν, οι
ελευθερωτές, πέντε έξι σκαλοπάτια, έκαναν το σταυρό τους, άναψαν το κερί τους,
πέρασαν ανάμεσα από τον κόσμο και στάθηκαν ευθυτενείς μπρος στην ωραία πύλη.
Ένα αεράκι φύσηξε απαλά στο πέρασμά τους, σαν χάδι πατρικού χεριού στο κεφαλάκι
ενός μωρού. Έστρεψαν τα πρόσωπά τους οι εκκλησιαζόμενοι, δεν είδαν τίποτα, κι
αρκέστηκαν, το βάρος τους να ρίξουν στο άλλο πόδι. Άκουσαν τα λόγια του παπά
για λίγο οι καπετάνιοι και αποχώρησαν.
Κάθισαν σε ένα παγκάκι
του πλαϊνού πάρκου, απέναντι από την προτομή του Μανώλη Ανδρόνικου. Περνούσαν
ανέμελοι, ανυποψίαστοι οι άνθρωποι από μπροστά τους, όμορφοι, καλοντυμένοι,
καθαροί. Νέες γυναίκες έσπρωχναν τα καρότσια των μωρών τους, κορίτσια δροσερά
γελούσαν χαρούμενα.
– Τάσο… σκέφτεται ο
Ανδρόνικος…
– Θα βρήκε πάλι κανέναν βασιλικό τάφο…
Η προτομή του Ανδρόνικου
στηρίζεται σε μια στήλη λευκού μαρμάρου με μια βίδα. Φτιάχτηκε για να κοιτάζει
προς το πάρκο. Να τον βλέπουν οι διερχόμενοι και να τον θυμούνται, καθώς τους
έδωσε καθρέφτη να κοιτούν το πρόσωπό τους. Πίσω του είναι ο κάμπος, δεξιά του η
εκκλησία. Τη μία μέρα κοιτάζει στο πάρκο – χαμηλά σαν να σκέφτεται – την άλλη
στον κάμπο, την παράλλη στην εκκλησία. Άλλες πάλι φορές λείπει εντελώς από το
βάθρο του, σαν κάποιος να πέρασε το βράδυ, ξεβίδωσε την προτομή, την πήρε
παραμάσχαλα κι εχάθη.
– Γραμματικέ τι σκέφτεσαι;
– Ετοιμάζομαι για διεθνές συνέδριο.
Κατέβηκε από τη μαρμάρινη στήλη του ο Ανδρόνικος
και στάθηκε μπροστά τους με σεβασμό και συστολή σαν μαθητούδι.
– Κάτσε…
– Επιτρέψατέ μου στρατηγοί να σταθώ ορθός να σας
θαυμάζω. Γνωρίζω τα κατορθώματα του καθενός σας χαρτί και καλαμάρι. Θα πω όμως
αυτά που ίσως δεν γνωρίζετε. Αυτό που επιχείρησε ο Εμμανουήλ Παπάς το ’21 στη
Χαλκιδική το επανέλαβε τριάντα τρία χρόνια αργότερα, ο γιος σου Καρατάσο, ο
Τσάμης. Ίδιο το αποτέλεσμα. Να μην στενοχωριέσαι καπετάν Εμμανουήλ, φάνηκε
αργότερα πως ήταν πολύ νωρίς για να χτυπήσουμε τη Χαλκιδική.
– Πέστα δάσκαλε γιατί με ζάλισε.
– Όσο για σένα καπετάν Καρατάσο να τι έγραψε ο
Κεραμόπουλος:
«Γνωρίζετε άλλους αρχηγούς του αγώνος, οίτινες
επραγματοποίησαν τοιούτους πολεμικούς περιπάτους από των εκβολών του Αλιάκμονος
μέχρι Σουλίου και από Ναούσης μέχρι Ματαπά, αγωνιζομένους ως ο Καρατάσος και οι
συν αυτώ όχι εκ στενού τοπικού ενδιαφέροντος ή εξ ανάγκης, αλλά μόνον δια την
πατρίδα, την ιδέαν αυτής και της ελευθερίας;»
Είπαν ακόμα κάνα δυο και
σαν βεγγαλικά, αόρατα κι αθόρυβα σκορπίσαν.
Κάτι σαν απώλεια
αισθάνθηκαν οι παρευρισκόμενοι στο πάρκο. Μια μικρή μαύρη τρύπα στο μέρος της
ψυχής.
Ο Παπάς τράβηξε για τις
Σέρρες. Ο Καρατάσος ανέβηκε να απλώσει τον προστατευτικό του μανδύα στην
επικράτεια του Βερμίου, κι ο Ανδρόνικος ταξίδεψε για τα συνέδρια του κόσμου.
23/4/2012 Γιώργος Σιώμος
Το διήγημα του Γιώργου Σιώμου: «Το παράπονο του
Εμμανουήλ Παπά» δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου