Α, ο κοκκινολαίμης, Θε μου, πάλι μέσα
στην ξεχασμένη βάτο! Παίρνει το σκουλικάκι κι
απ' αγκάθι σε φύλλο με σοφήν γευματίζει ευφροσύνη. Τι θείο
σάλεμα μέσα στη φύση που αγνοεί
την ομορφιά και την παρουσία του.
Τίποτα δε ρωτά, δε λέει "Είμαι εδώ", σαν ψυχή
αποκομμένη από κάθε ταραχή. Πώς φέγγει
μες στη σιωπή του, τι αχειροποίητα φτερά.
Με τους ίδιους τρόπους μπαινοβγαίνει εδώ και
αιώνες στα κλαδιά, το ίδιο αυτό προγονικό
πουλί. Λέω
να 'χτιζε τη φωλιά του μες στη μνήμη μου
να μου γυρίσει μυρωμένο θυμάρι
ο θυμός.
Πώς σκύβεις φλόγα δροσερή και πίνεις τις δροσιές!
Πώς ανεπαίσθητα θροΐζεις και μου ανοίγεται
για μια στιγμούλα πάλι
δάσος παρθένο η συνείδηση.
Λέω να 'χτιζε τη φωλιά του στο χαμόκλαδο του
στήθους μου, να μου γινόταν δέντρο αληθινό.
Πουλί, πουλάκι, να 'τανε στον πικρό μου θώρακα
να φτερουγίσεις. Πώς ήθελα
να σε ονομάσω καρδιά μου.
Από τη συλλογή "Οντοφάνεια", Ρόπτρον 1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου