Γκιουνέ
«Γιατρέ», είπε με απόγνωση η μάνα
μου, «το παιδί θα μιλήσει;».
«Ακούει,
αντιδράει… Κάτι άλλο θα συμβαίνει», είπε ο γιατρός.
Ήμουν τεσσάρων
χρονών και όλα τα πράγματα γύρω μου είχαν άλλον ήχο από αυτόν που μιλούσαν οι
μεγάλοι μεταξύ τους. Έλεγαν λέξεις ο ένας στον άλλον, σιωπούσαν, μετά κάτι
ξαναλέγανε, ύστερα γελούσανε.
Δεν
καταλάβαινα την γλώσσα τους.
Δεν είχε έρθει
το νερό στην γειτονιά ακόμη. Η μάνα μου το κουβαλούσε με τους κουβάδες. Πήγαινα
από πάνω του και το κοίταζα. Ένα σκοτεινό βάθος με συνέπαιρνε, καθρεφτιζόμουν
μέσα του, έβλεπα το πρόσωπό μου να κάνει κύκλους, να κυματίζει. Έπαιρνα ένα
μπρίκι, το ανακάτευα, ξανακοίταζα ακουμπισμένος στην άκρη της λαμαρίνας. Ουά! Φώναζα. Ουά, και έδειχνα με το δάχτυλο
τον κουβά. Ναι. Αυτό ήταν. Ουά!
Έσκυβα να πιω
με τα χείλη, έχωνα το κεφάλι και έπινα. Δεν θα μπορούσε να ήταν τίποτε άλλο από «Ουά»…
Αδιαφορούσα
που πάσχιζαν να μου μάθουν να το συλλαβίζω «νε - ρό». Μου ταίριαζε αυτή η κραυγή,
η κραυγή του κλάματος. Ουά!
Και έκλαιγα
τόσο πολύ. Πάντα έκλαιγα. Θυμάμαι πάντα, απαυδημένος από το κλάμα, να κοιτάζω
κολλημένος στο τζάμι και τα δάκρυα να γίνονται παραμορφωτικοί κρύσταλλοι που η
λάμπα του δρόμου τα μετέτρεπε σε ποταμάκια από αστεράκια. Ξεχνιόμουν από τις
ανταύγειές τους, ώσπου με παίρνανε μαζί τους και αποκοιμόμουν κολλημένος στο
τζάμι.
Οι γονείς μου
φωτογραφίζονταν με τον αδελφό μου την ώρα που διάβαζε εγκυκλοπαίδεια. Ποζάρανε
ευχαριστημένοι και εγώ έσκαγα. Πείσμωνα. Δεν θα μιλήσω. Αδιαφορούσα για τις
λέξεις τους. Πάσχιζα να τους δώσω να καταλάβουν πως το ψωμί με τη ζάχαρη που
έβαζε επάνω η μάνα μου να μας ταΐσει το απόγευμα λεγότανε «κούμι τζία». Ή, άλλες
φορές, πάσχιζα με τα χέρια μου ν’ αντικαταστήσω τις λέξεις: ήθελα «σταφύλι» να
είναι κάτι που το πιάνουν με τον αντίχειρα και τον δείχτη και κρέμεται στον
αέρα...
Δεν με
καταλάβαιναν. Ούτε και εγώ αυτούς.
Μαζευτήκανε οι
θείες μου κάποτε, και αποφάσισαν να με πάνε στην «Αγιανάργυρη» στο χωριό Χοροπάνι.
Έτσι λέγανε τους αγίους Αναργύρους. Είναι θαυματουργοί. Μέχρι την εφηβεία μου
πίστευα πως οι άγιοι Ανάργυροι είναι γυναίκα. Άκουγα πως την βλέπανε οι
γριούλες στον ύπνο τους «όμορφη – όμορφη, με ένα άσπρο φουστάνι να κυματίζει
στο περπάτημά της». Θα με πήγαιναν, να με ευλογήσει μια γυναίκα που ήταν δύο
άντρες! Ετοιμάσανε τα πρόσφορα, συνεννοηθήκανε με τον παπά. Θα πηγαίναμε να
ανοίξω την εκκλησία με το κλειδί στο στόμα, να λύσουν οι άγιοι τη γλώσσα μου,
να με πείσουν να μιλήσω, να συζητώ και εγώ με τον πατέρα μου, να λέω την κοιλιά
«κοιλιά» και όχι «μπάρκου». Να μπω στο αλισβερίσι των λέξεων.
Η θεία η
Βενετή, η θεία η Χρυσάνθη, η Νούλιω, η θεία Δέσποινα, ο αδερφός μου, η γιαγιά
μου και η θεία Βαγγελιώ στην πομπή. Εμένα, που, μπροστά – μπροστά στην πομπή,
συνδιαλεγόμουν με ένα σύννεφο πάνω από το μέτωπό μου, μόνο ο ήχος και η γλώσσα
του νερού στον κουβά που κυμάτιζε με ένοιαζαν. Δεκάρα δεν έδινα για τα άλλα.
Φαίνεται όμως πώς ήρθε η ώρα να αρχίσω να ξεφυλλίζω κι εγώ την εγκυκλοπαίδεια «Ο
θησαυρός των γνώσεων», σκεφτόμουν. Και καλά, αναρωτιόμουν, πρέπει να μιλάω τη
γλώσσα τους για να το κάνω αυτό; Για να φωτογραφίζεσαι ξεφυλλίζοντας ένα
βιβλίο, πρέπει να γίνει όλη αυτή η περίεργη τελετή; Τόσο σημαντικό πράγμα
είναι;
Πήραμε το
λεωφορείο για το Χοροπάνι, η γιαγιά μου, η Παρασκευή, τελευταία, με το πανέρι
με τις προσφορές στους αγίους. Εγώ για πρώτη φορά επικεφαλής μιας πομπής.
Φαντάσου μια τελετή για μένα. Μία περίεργη σκηνοθεσία, όπου όλοι παίζανε ένα
ρόλο και εγώ, επιτέλους, θα ήμουν ο πρωταγωνιστής. Καθαρός, χτενισμένος, με
σιδερωμένο παντελονάκι και το κλειδί της εκκλησίας στο στόμα μου. Μία μέρα δική
μου, ίσως η μοναδική μέχρι τότε. Θα ήμουν ο εκλεκτός τους για μία μέρα.
Φαντάσου, για μια ολόκληρη μέρα! Τόσο ήθελα για να πειστώ, μάλλον, μία μέρα που
θα με πρόσεχαν, επιτέλους, και ας μην ξεφύλλιζα με ενδιαφέρον τον καταραμένο
«θησαυρό των γνώσεων». Μία μέρα που οι κρυμμένες μου φωνές, οι άναρθρες
κραυγές, το υπόκωφο σούρσιμο που κάνουν τα σπλάχνα, πριν φτάσουν στα χείλη
παρακάμπτοντας τον νου, θα γινότανε πρωταγωνιστής και όλοι εμείς κοινωνοί αυτού
του μυστηρίου. Μία δέηση της ενσάρκωσης του λόγου. Μία μέρα που αυτή η παράξενη
ποιητική πομπή ήταν η τελευταία τους ελπίδα να ενταχθώ στο συρφετό των λέξεων
και της ομιλίας.
Πέρασαν τα
χρόνια και πάντα η μάνα μου επαναλάμβανε με θαυμασμό: «Βρε, πώς από κείνη τη
μέρα που το παιδί άνοιξε την εκκλησία, πώς τα είπε όλα;».
Όμως, όχι, δεν
τα είπα όλα, τα μισά έλεγα. Τα άλλα μισά ήταν φυλαγμένα στις άκρες του σώματός
μου, κρυμμένα ανάμεσα στους ιστούς και το αίμα, στα κύτταρα που δουλεύουν αέναα
και αγωνιούν για το πώς θα μιλήσουν για το μέγα μυστήριο της ζωής. Γιατί
οι λέξεις, πριν γίνουν λέξεις, είναι κύματα και πριν από αυτά σάρκα και πρέπει
να έχει κάτι από την καταγωγή της ο ήχος για να τιμηθεί σε λέξη, να απηχεί κάτι
από την αιμάτινή της κληρονομιά.
Πέρασαν τα
χρόνια και μόνο κάπου-κάπου ανάμεσα ύπνου και ξύπνου με επισκέπτονται, πια,
εκείνες οι φωνές. Με εγκατέλειψαν. Έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου και αυτές σε
μένα. Μόνο κατά τα χαράματα πότε-πότε ακούω τη φωνή τους, κάτι σαν «γκιουνέ» να
φωνάζουν… «Γκιουνέ».
Μα τι θα πει
«Γκιουνέ»; Τίποτε. Μάλλον θα είναι το φτεροκόπημα της ψυχής μου, που το εγκατέλειψα
εκείνη τη μέρα, όταν ακούμπησα τα χείλη μου στην κλειδαριά της εκκλησίας. Τότε
που σταμάτησα να δίνω τις δικές μου λέξεις στο άγνωστο και δανείστηκα υποχρεωτικά
τις λέξεις των άλλων. Μάλλον το άγνωστο θα είναι αυτό που φτεροκοπάει ακόμη και
σήμερα, κάπου – κάπου, τα χαράματα, ανάμεσα αθωότητος και λογικής, ίσως για να
μου θυμίσει τις λέξεις μου τις ξεχασμένες, που μου χτυπούν την πόρτα, για να
πάρουν μια ανάσα από το ταξίδι τους στα βάθη της ψυχής μου, να απλώσουν για
λίγο το αλλόκοτο κορμί τους στα χείλη μου, να γίνουν στιχάκια, να τις δει το
φως, και ξανά να συνεχίσουν το μακρινό τους ταξίδι πίσω στο άγνωστο, και ξανά
πάλι να με επισκέπτονται απρόσμενα, σαν αγαθοί άγγελοι, δίνοντάς μου την ευχή
τους στην ακαταλαβίστικη γλώσσα τους,
…έϊ νουνέ νε νουνέ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου