απάνου στο καμάκι ο Προφήτης
μες στην αρπάγη του αγγέλου
σπαρταρούσε
το στήθος του επίεζεν ο άγγελος
που λες
και θα ’λιωνε η καρδιά
καθώς
αναμεσός στα μυλολίθαρα
του μαλαμάτου ο καρπός
μια σκόνη γίνεται λευκή
και πάναγνη
−μέσα στον τρόμο και τα ρίγη−
από το σπήλιο
έξω εσύρθη
ο Προφήτης
ώς τη ζεστή
της εύμορφης Χαντίτζα
την αγκάλη
εστάθη
− Μέγα του Θεού
Σιγίλλιον
δεν εσίμωνε
κει
οπού δυο ρόδα ολάνοιχτα
εξάνοιγε τα στήθη
της Χαντίτζα
απ’ το μπουγάζι των μαστών
την ευωδιάν εξέχυνε
στη νύχτα
καθώς
στα μέρη των Γραικών
την άνοιξη
τα κίτρα
ο Γαβριήλ
σαν μπόρα ξαφνική
που πια
αχός ανάκουστος
στα χείλη του Προφήτη
εθρόιζε
το Λαμ
το Μιμ
το Σαδ
το Άλεφ
όλα βολεύτηκαν
(δέντρα, πρόσωπα, λιθάρια, καρδιές).
Παρά την σθεναράν αντίστασιν, την τόσην
αυταπάρνησιν
υπό το άτεγκτον φως,
στο τέλος
όλα βολεύτηκαν, Ποιητή,
εδώ
μέσα στο γκέτο των Ελλήνων
κάτω απ’ τον αθόρυβο τροχό
τον παντοδύναμο
της μέρας.
που αντάλλαξαν τον ουρανό
μ’ ένα κλουβί
άλλοι λακέδες των δομέστικων
κι άλλοι
πιστοί
στο μόλεμα του κέρδους.
Αδιάφορο. Αρκεί
που τόσο αίμα πέρασε,
κουράστηκε.
Κι ωστόσο
βουίζει κάποτε καθώς
η μύγα πάνω στο πτώμα που σκουλήκιασε.
Κι ο μικρός τυμπανιστής
−ο άλλοτε πλάνης− μεγάλωσε πια,
αράδιασε κουτσούβελα, έκαμε λεφτά και πίνει
τον καφέ του στο Φίλιον.
(Εισάκουσε
την υλακήν των σκύλων σου,
κι ευλόγησε το επιούσιο κόκκαλο
στα κοφτερά τους δόντια,
Κύριε).
(να γείρει πια σαν νοικοκύρης
στο πλευρό της το ξεφτέρι).
Κι ο ρέμπελος
ν’ αρπάξει χύνεται το στέμμα
του Θεού που καρατόμησε.
Ύποπτος
όχι γι’ αυτό που ανατρέπει
αλλά γι’ αυτό που υποσχέθηκε.
Κάθε που μιλούν για λευτεριά
η Προδοσία χαίρεται.
βροντάουν εις τα μνήματα
κυρ Αλέξανδρο απόψε
και σε σκέφτομαι.
δεν υπάρχουν
το λέει και το τραγούδι
κάτω
στον μικρό καφενέ του Δημητρού.
ίδιες κι απαράλλαχτες σαν το γαζί
της ραπτομηχανής μας
Ευρυδίκη.
για δέκα μέρες
σ’ ένα μικρό
γαλάζιο
ακρογιάλι.
η λίγη άνεση που λαχταρούσες
εδώ κάτω
αδελφούλα;
καταπώς
κι ο κυρ Αλέξανδρος ικέτευε
έτσι
καθώς διαβάζω απόψε
στην κόχη ετούτη τη λιγόζωη
μες στην καρδιά
του θέρους;
στ’ ακροθαλάσσι.
Έχω ξεχάσει τη φλόγα πού καίει
δίχως ν’ αφανίζει,
τον άνθρωπο που ζει δίχως ν’ αρπάζει….
τη σπίθα της ακόμη τα λιθάρια;
ανάβουν τη φωτιά σαν άλλοτε
οι άνθρωποι;
που γύρω της η αγάπη
μεγαλώνει,
ξένοιαστα τα δέντρα πλάι της
θροούν,
τα ζώα την αγγίζουν;
σαν κάτι να φτερούγισε στη λάμψη της.
φεγγαρόπετρα το πέλαγος
χιλιάκριβο
πελώριο
τάμα.
_________
Ο στίχος Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν, ανήκει στον Δημήτρη Παπαδίτσα.
από φεγγάρι.
Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα
στρογγυλό ταψί
γεμάτο παντεσπάνι.
μάς τελείωσαν, Ραμόν.
Δυο κρίνα του γιαλού
Τον γλάρο που πάντα θα με κυνηγά
και τη μικρή φωτιά, μια νύχτα, στ’ ακρογιάλι
Τις γαλάζιες πεταλούδες του Αχέροντα
Τον άγνωστο αυλητή
σ’ ένα ξωκλήσι της Συκής
αόρατον να παίζει μες στη νύχτα
που δεν θα λησμονούσα)
Το μωβ των λουλουδιών το μεσημέρι
Ένα ξημέρωμα στο Πήλιο
Μια κύρτη
Ένα γυαλάκι αγιόνερο,
ένα κλωνάρι βάγιο
Κι ένα κοράσι ολόγδυμνο
με τα μαλλιά του ξέπλεκα πεσκίρι για το αίμα
Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης
Πρώτη δημοσίευση
Στην εικόνα:
«Parsifal vor der Gralsburg», painted by Hans Werner Schmidt, Weimar, 1928.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον
Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως
διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει
εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή, Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις
"κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα
λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ,
ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί
στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ
στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν
ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου