Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2025

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης, "Πέντε ποιήματα"





ΤΟ ΛΑΜ, ΤΟ ΜΙΜ, ΤΟ ΣΑΔ, ΤΟ ΑΛΕΦ
                              ( χαντίθ )

                             Εν Μεδίνη. Εδάφια 10


1.   Σαν τον ορφό
      απάνου στο καμάκι ο Προφήτης
      μες στην αρπάγη του αγγέλου
                   σπαρταρούσε

2.   Τόσο φριχτά
      το στήθος του επίεζεν ο άγγελος
      που λες
      και θα ’λιωνε η καρδιά
      καθώς
                  αναμεσός στα μυλολίθαρα
      του μαλαμάτου ο καρπός
      μια σκόνη γίνεται λευκή
                                            και πάναγνη

3.   Έτσι
      −μέσα στον τρόμο και τα ρίγη−
                          από το σπήλιο
      έξω εσύρθη
                           ο Προφήτης
      ώς τη ζεστή
                           της εύμορφης Χαντίτζα
                                      την αγκάλη

4.   Και είπε − Σκέπασέ με

5.   Κι ο άγγελος ψηλά
      εστάθη
             − Μέγα του Θεού
                                              Σιγίλλιον

6.   Και κάτου
                         δεν εσίμωνε
      κει
             οπού δυο ρόδα ολάνοιχτα
      εξάνοιγε τα στήθη
                                     της Χαντίτζα

7.   Κι ο νάρδος
      απ’ το μπουγάζι των μαστών
      την ευωδιάν εξέχυνε
                                            στη νύχτα
      καθώς
      στα μέρη των Γραικών
      την άνοιξη
                          τα κίτρα

8.  Και πέταξε μακριά
      ο Γαβριήλ
      σαν μπόρα ξαφνική

9.   Κι εχάθη

10. Τώρα
                 που πια
       αχός ανάκουστος
       στα χείλη του Προφήτη
       εθρόιζε
                     το Λαμ
                              το Μιμ
                                       το Σαδ
                                               το Άλεφ


                                                  16.3.2009





SIMPLICISSIMUS

                         Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται...


Εν τέλει
                όλα βολεύτηκαν
(δέντρα, πρόσωπα, λιθάρια, καρδιές).
Παρά την σθεναράν αντίστασιν, την τόσην
                                          αυταπάρνησιν
υπό το άτεγκτον φως,
στο τέλος
                  όλα βολεύτηκαν, Ποιητή,
εδώ
        μέσα στο γκέτο των Ελλήνων
κάτω απ’ τον αθόρυβο τροχό
τον παντοδύναμο
                                της μέρας.

                                                    Πουλιά
που αντάλλαξαν τον ουρανό
μ’ ένα κλουβί
                         άλλοι λακέδες των δομέστικων
κι άλλοι
               πιστοί
                           στο μόλεμα του κέρδους.
Αδιάφορο. Αρκεί
που τόσο αίμα πέρασε,
                                          κουράστηκε.
Κι ωστόσο
βουίζει κάποτε καθώς
η μύγα πάνω στο πτώμα που σκουλήκιασε.
                                              Κι ο μικρός τυμπανιστής
−ο άλλοτε πλάνης− μεγάλωσε πια,
αράδιασε κουτσούβελα, έκαμε λεφτά      και πίνει
                                               τον καφέ του στο Φίλιον.
(Εισάκουσε
                      την υλακήν των σκύλων σου,
κι ευλόγησε το επιούσιο κόκκαλο
στα κοφτερά τους δόντια,
                                                Κύριε).

Η πέρδικα μια βέρα ονειρεύεται
(να γείρει πια σαν νοικοκύρης
στο πλευρό της το ξεφτέρι).
                                                  Κι ο ρέμπελος
ν’ αρπάξει χύνεται το στέμμα
του Θεού που καρατόμησε.
                                                  Ύποπτος
όχι γι’ αυτό που ανατρέπει
                              αλλά γι’ αυτό που υποσχέθηκε.

Θυμήσου.
Κάθε που μιλούν για λευτεριά
                                               η Προδοσία χαίρεται.

Κι οι Άλυσες διψούν
                                      βροντάουν εις τα μνήματα


                                                                      8.6.2009





ΟΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΖΩΗΣ


Διαβάζω
κυρ Αλέξανδρο απόψε
και σε σκέφτομαι.

Ανοιχτά παράθυρα
                                    δεν υπάρχουν
το λέει και το τραγούδι
κάτω
στον μικρό καφενέ του Δημητρού.

Τριακόσιες πενήντα πέντε μέρες
ίδιες κι απαράλλαχτες σαν το γαζί
της ραπτομηχανής μας
Ευρυδίκη.

Ίδιες κι απαράλλαχτες
για δέκα μέρες
σ’ ένα μικρό
                       γαλάζιο
                                      ακρογιάλι.

Ω, να συναίνεσε ψηλά
η λίγη άνεση που λαχταρούσες
                                εδώ κάτω
αδελφούλα;
                      καταπώς
κι ο κυρ Αλέξανδρος ικέτευε
έτσι
        καθώς διαβάζω απόψε
στην κόχη ετούτη τη λιγόζωη
μες στην καρδιά
                               του θέρους;

Κοιτάζω την ήμερη φωτιά
                                    στ’ ακροθαλάσσι.
Έχω ξεχάσει τη φλόγα πού καίει
                            δίχως ν’ αφανίζει,
τον άνθρωπο που ζει δίχως ν’ αρπάζει….

Κρατούν
τη σπίθα της ακόμη τα λιθάρια;

Ξέρουν
              ανάβουν τη φωτιά σαν άλλοτε
                                    οι άνθρωποι;

Τη φωτιά
                  που γύρω της η αγάπη
                                                       μεγαλώνει,
ξένοιαστα τα δέντρα πλάι της
                                                       θροούν,
τα ζώα την αγγίζουν;

Ξαφνιάζομαι
σαν κάτι να φτερούγισε στη λάμψη της.

Και πέρα
φεγγαρόπετρα το πέλαγος
χιλιάκριβο
                    πελώριο
                                     τάμα.


                                            1.8.2009


_________
Σημείωση:
Ο στίχος Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν, ανήκει στον Δημήτρη Παπαδίτσα.






ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΤΟ ΠΑΝΤΕΣΠΑΝΙ

                                    Ο ποιητής τρέφεται με παξιμάδια
                                    από φεγγάρι.
                                         Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα


Απόψε το φεγγάρι

μεγάλο
στρογγυλό ταψί
γεμάτο παντεσπάνι.

Τα παξιμάδια
μάς τελείωσαν, Ραμόν.


                      11.10.2009





ΤΙ ΘΑ ΠΑΡΩ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ


Ένα καλάμι για να ψαρεύω στο γλαυκό
Δυο κρίνα του γιαλού
Τον γλάρο που πάντα θα με κυνηγά
και τη μικρή φωτιά, μια νύχτα, στ’ ακρογιάλι

Το παιδί που υπήρξα
Τις γαλάζιες πεταλούδες του Αχέροντα
Τον άγνωστο αυλητή
σ’ ένα ξωκλήσι της Συκής
αόρατον να παίζει μες στη νύχτα

(Κι ήταν Λαμπρή μυρόβλητη
                 που δεν θα λησμονούσα)

Τη φωνή του κόρακα μέσα στο φως
Το μωβ των λουλουδιών το μεσημέρι
Ένα ξημέρωμα στο Πήλιο
Μια κύρτη

Δυο μήλα στο παράθυρο
Ένα γυαλάκι αγιόνερο,
                                           ένα κλωνάρι βάγιο
Κι ένα κοράσι ολόγδυμνο
με τα μαλλιά του ξέπλεκα πεσκίρι για το αίμα


                                                                   11.5.2011



Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα:
«Parsifal vor der Gralsburg», painted by Hans Werner Schmidt, Weimar, 1928.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή, Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις "κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου