Μια θάλασσα να μας κοιτάζει.
Θυμίαμα η ανάσα της.
Να λαμπυρίζουν δυο ψυχές
ν’ ανηφορίζουν.
Το φεγγάρι μονοκοντυλιά Θεού.
Κάποιοι να τρεκλίζουμε
γυμνοί κι ανέστιοι
ταπεινοί και αποσυνάγωγοι πια.
Σε άδυτο Αγίων.
Σε ραγισμένο εικονοστάσι.
Ας βιαστούμε λοιπόν.
το πρωινό φεγγάρι
με το μεγάλο πρόσωπο.
Κοιτάζει κατάματα την καρδιά μας
μεγαλώνει τις σκιές
γλυκαίνει το κερί στο δωμάτιο
βάφει τη θάλασσα.
ποτάμι περνάει εμπρός μας.
Πόδια δίχως βλέμμα
κάποια στιγμή θα μας πάρουν μαζί τους.
θα βλέπω τα μάτια σου
θα πλέκουμε τα δάκτυλα
θα ερωτευόμαστε.
κόσμος είμαστε εμείς.
αχλύ κι αχός,
γαρυφαλλάκι άρωμα,
σπουργίτι ζητιανάκι,
γουλιά κι απομεσήμερο,
μισή φτερούγα φως,
άλλη μισή φεγγάρι.
Παράθυρο που κλείνει.
Βήμα το βήμα μ’ ένα λυχνάρι
γυρεύει ανάσα μισό φεγγάρι.
Βγες απ’ το κάδρο κι αφουγκράσου.
Μια λιτανεία κεντημένη στη σιωπή.
Στ’ ακροθαλάσσι τρεμοπαίζει μια κλωστή.
Ένα τσιγάρο δρόμος η καρδιά σου.
Άνθρωποι μονάχοι τραγουδάνε.
Στήνουν γιορτή στο πέρασμά σου.
Κι αν θα χαθεί για πάντα η σειρά σου
Αυλή με γιασεμί κληρονομιά σου
Συμφιλεῖν ἔφυν
Ήταν ωραίο το καλοκαίρι στον κήπο
με αιθέριες να κυματίζουν στην ίριδα κερασιές
με την αγάπη σελάγισμα στα κλαριά τουςμε αιθέριες να κυματίζουν στην ίριδα κερασιές
με το φιλί σταγόνα στη θηλή των καρπών
και το μαϊστράλι
τη θάλασσα να φέρνει στα πόδια μας
βότσαλο βότσαλο
Κι ύστερα: «Σαν τον μαΐστρο θα χυθώ κι εγώ στις λέξεις».
στην πόλη των Θηβών:
Τον Κρέοντα να παύει τον αντίλογο
τα μάγουλα να γδέρνει η Ισμήνη
να σκέπει του Οιδίποδα η σκιά
το παν.
το ανάγνωσμα και η σύζευξη βραχεία.
«Δύσκολοι ο καιροί για ποιητές», απελπίστηκες.
σε πήρε απ’ το χέρι:
Έργο εξωφύλλου: Δημήτρης Πετρόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου