ΠΡΑΞΗ
ΔΕΥΤΕΡΗ
τη φοβούνται·
λαχανιασμένοι πέτρες τής πετάνε μα
αυτή στα μάτια τούς κοιτά
σωσίβιο ψάχνει
παρακαλεί να την αφήσουν μέχρι που
ένα χέρι απ’ το μαρτύριο την τραβά
σαν από θαύμα.
Η Μαγδαληνή με την ψυχή της
πληρώνει·
αφήνει μάλιστα και πουρμπουάρ
λίαν πρωί ελθούσα.
Από την ενότητα
«Μιλάω για
λάφυρα σκληρά»
Γολγοθά περνώ
μια σκέψη κάνω
στάση ν’ αλλάξω κι οπτική στην προδοσία
να πω Ιούδας ήταν
πέρασε
συναίνεση να δείξω στο δράμα
να ξημερώσω βοριάς
ορίζοντες να καθαρίσω.
Βραχύς ο βίος, άλλωστε, κι ωραία τα φιλιά.
Από την ενότητα
«Κάποτε
μεγαλώνεις (ή μήπως όχι;)»
κάτω απ’ την πολυθρόνα
στα σκάλες
στο χαλί
σπάω κομμάτια γίνομαι.
Περνά ο χρόνος με μαζεύει
βάζει μια κόλλα ισχυρή
ρωγμές να κολλήσει
φθαρμένες σχισμές.
Οι κόλλες τρέχουν
στα χέρια στα πόδια παντού
−δεν με πειράζει−
ο χρόνος σίγουρα θα κάνει δουλειά·
εκείνο που με πειράζει είναι
που κόπηκε στα δύο το χαμόγελο.
Το ένα κομμάτι έψαξα μα
δεν το βρήκα.
Ό,τι δεν με σκοτώνει, τελικά, με αφήνει μισό.
Από την ενότητα
«Φωνή έρωτα
αποκάλυψης»
ύστερα κι άλλο
κι άπλωσες φλούδες αραιά στην ξυλόσομπα.
Μύρισε μνήμες το δωμάτιο
θα κρυώσεις·
ξυπόλυτη μην περπατάς·
τα μαθήματα τα ’κανες;
με καταπίνει
κρατώ σφιχτά τη μυρωδιά κι ύστερα
περνώ κλωστή το χαμόγελο
στα έρημά μου χείλη.
Από την ενότητα
«Τι θυμήθηκα
τώρα!»
ΠΡΑΞΗ
ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
με τρεχαλητά·
ξεθωριασμένους ήλιους δεν μπορούν.
Τα καλοκαίρια επιστρέφουν
στο εξοχικό τους
χώνουν τα πόδια σε άμμο καυτή
ατενίζουν πανιά που λεκιάζουν ορίζοντες
θαλασσοπούλια που κρώζουν πάνω σ’ αφρούς.
Τρεις μήνες το νοικιάζουν·
ξεχνιούνται με τα γέλια της θάλασσας
ανοίγουν την πόρτα στη ζωή
ξυπόλυτοι γυρνάνε με μια φέτα καρπούζι στο χέρι
μπαντάρουν έρωτες
σαλιώνουν σελίδες και
συνωμοτικά ίχνη υγρά αφήνουν
στα σανίδια
γυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο
τα βράδια.
Κι όταν ξαπλώσουν στο κρεβάτι
το ασπράδι των ματιών τους παίρνει
το χρώμα του καλοκαιριού·
χρυσό γίνεται.
Φοράνε τότε σκουρόχρωμα γυαλιά
−ακόμη κι οι Θεοί τόσο χρυσό δεν το αντέχουν.
Από τη συλλογή «κουκούτσια από καρπούζι», εκδ.
Μανδραγόρας, 2025.
Έργο εξωφύλλου: Γιάννης Παπαγιάννης.
ξεχνιούνται με τα γέλια της θάλασσας
ανοίγουν την πόρτα στη ζωή
ξυπόλυτοι γυρνάνε με μια φέτα καρπούζι στο χέρι
μπαντάρουν έρωτες
σαλιώνουν σελίδες και
συνωμοτικά ίχνη υγρά αφήνουν
στα σανίδια
γυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο
τα βράδια.
Κι όταν ξαπλώσουν στο κρεβάτι
το ασπράδι των ματιών τους παίρνει
το χρώμα του καλοκαιριού·
χρυσό γίνεται.
Φοράνε τότε σκουρόχρωμα γυαλιά
−ακόμη κι οι Θεοί τόσο χρυσό δεν το αντέχουν.
Έργο εξωφύλλου: Γιάννης Παπαγιάννης.
Η Κλεονίκη Δρούγκα είναι πτυχιούχος Φιλοσοφικής
ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος. Οι καλλιτεχνικοί
προσανατολισμοί της στρέφονται σε σενάριο-κινηματογράφο, ποίηση, πεζογραφία και
εκπαίδευση. Έχει εκδώσει βιβλία επιστημονικού ενδιαφέροντος, τέσσερις ποιητικές
συλλογές [«Οκλαδόν με τον Χρόνο» (2022), «Ξεκάθαρο κρύο» (2023), «Με δανεικό
μολύβι» (2024), «κουκούτσια από καρπούζι» (2025), όλες από τις εκδόσεις
Μανδραγόρας], τη συλλογή διηγημάτων «Η αλήθεια είναι πολλές» (Νίκας, 2024) και
έχει συμμετάσχει σε ποικίλες συλλογικές εκδόσεις. Επιστημονικά άρθρα της έχουν
δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, εισηγήσεις της σε πρακτικά
ελληνικών και διεθνών συνεδρίων, ποιήματα και διηγήματά της σε έντυπα και ηλεκτρονικά
λογοτεχνικά περιοδικά. Συνέγραψε σενάρια μικρού μήκους ταινιών μυθοπλασίας και
συνεργάστηκε σε ταινίες τεκμηρίωσης, με βραβεύσεις σε ελληνικούς και διεθνείς
διαγωνισμούς. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και διδάσκει
Σενάριο στο Τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ, στο Μεταπτυχιακό
Πρόγραμμα Σπουδών «Δημιουργική Γραφή-Σενάριο» (Π.Δ.Μ.) και στο πρόγραμμα
«Συγγραφή, Επεξεργασία και Αξιολόγηση Σεναρίων» ΚΕΔΙΒΙΜ, στο οποίο είναι
Ακαδημαϊκή Υπεύθυνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου