Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Γιώργος Θέμελης, "Ο γυρισμός"




Ο γυρισμός
(Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα)
 
Πόντον π’ τρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
Οδύσσεια Ε 84


Δεύτερη ραψωδία

Η νήσος των ναυαγών


Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κ’ η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που σε πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας





Τρίτη ραψωδία

Κίρκη


Δεν ήξερε να μιλήσει
Όπως μιλάει η γυμνή γυναίκα κρύβοντας το χέρι σου μέσα στον κόρφο της
Για να σου πει την αγάπη και να σου καρφώσει έναν ήλιο
Που μαραίνεται

Γίνοταν μαύρη θλίψη και σε σκέπαζε σαν την ομίχλη που τρυπάει το πρόσωπο
Κι έριχνε στο ποτήρι σου πικρή αψιθιά φουχτιές μαράζι
Για να σου βγάλει την αρματωσιά στο στόμα της σπηλιάς
Για να κατέβει αργά συρτά τα σκαλοπάτια σου μες στην ψυχή σαν το χτικιό που μπαίνει και γεννάει τ’ αυγά του

Ένιωθες να σε σφάζει μια γλυκιά μαχαιριά
Σφάχτης ανήλεος μες στη γραμμή της πίκρας
Να σου λιανίζει τους αρμούς, να ξεκλειδώνει την απελπισιά
Για να σε κάμει ένα ήμερο ζώο
Ένα
Θλιμμένο
Άγαλμα

***

Ω πώς έσκουζαν γύρω τα ζώα οι φυλακισμένες ψυχές μέσα στους βράχους
Πώς κοίταζαν ανάβοντας τα θολά τους μάτια που δεν μπορούσαν πια να κλάψουν
Μήτε να κεντήσουν άστρα και ψάρια στα δίχτυα της βροχής
Μήτε ν’ αρματώσουν μονόξυλα κι όνειρα στις όχθες του ήλιου
Μήτε να χαράξουν κάποια τολύπα που ανεβαίνει και χάνεται
Και πάλι ξαναγίνεται κι ανεβαίνει και χάνεται πικραίνοντας τον ουρανό μαύρος καημός
Μήτε να θυμηθούν
Μήτε να ελπίσουν

***

Μαχαίρι μαυρομάνικο
Μαχαίρι μου που σε φορώ και σ’ έχω απάνω μου
Λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά
Λίγο πιο μέσα απ’ την αγάπη
Για να σταυρώνω το ψωμί που τρώω
Για να σφραγίζω το νερό που πίνω
Για να κόβω τη γλυκιά ζωή
Απ’ το θάνατο

***

Παιδιά σύντροφοι αδέρφια μου απ’ την ίδια σάρκα
Τί το κάματε το ψωμί που σας μοίρασα
Το δυνατό κρασί που σας πότισα
Σαν την πονετική αυγή που μοιράζει το σώμα της στα πουλιά της

Ανοίξτε την κοιλιά του λύκου που σας χωνεύει
Τρυπήστε το χοντρό δέρμα που σας κλέβει τον ήλιο
Τη μαύρη μέρα που σας βουλιάζει μέσα στο χώμα

***

Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καιρό
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καπνό που βγάζει η θύμηση

Τις χρυσές αρκούδες στα δάση τ’ ουρανού





Τέταρτη ραψωδία

Νέκυια


(Κοιτάζει σε μάκρος χωνεύοντας την πείνα του
Πλάι σε νεκρά πλεούμενα και βράχια που σαπίζουν
Ένας νεκρός από καιρό που τρώει την ύπαρξή του)

Μας κυνηγούσαν όλο μας κυνηγούσαν
Μοιραίες γυναίκες ζώα και δυνατοί βοριάδες
Και κάτι επικίνδυνα ηχηρά νησιά

Μας κέρδιζε πάντα η παρθενιά της θάλασσας

Μας κυνηγούσαν

Κάποια αμαρτία
Ή κάποια κρυφή αρρώστια
Δεν ξέρω

Μα θα τους συναντήσω
Στην άλλη όχθη
Πέρα απ’ το σκιερό μπουγάζι των Σκυλοκέφαλων

Θα μαζευτούνε γύρω μου
Σαν τ’ άσπρο τούτο κοπάδι που πνίγεται
Σαν τα πυκνά μαυράδια των δέντρων
Όταν τα κοσκινίζει από ψηλά του φεγγαριού η οργή
Γυρεύοντας να πιουν λίγο κρασί ή λίγο ζεστό αίμα

Τους καίει η δίψα εκεί που βρίσκονται τους καίει
Ένας μεγάλος ήλιος τού γυρισμού ο χαμένος ήλιος
Που τριγυρνάει σαν τ’ άπιαστο πουλί επάνω απ’ τα κεφάλια
Και πιο πολύ και πιο πικρά ’κείνους που πήγαν μεθυσμένοι
Πέφτοντας την τελευταία στιγμή επάνω στους τοίχους
Κι όλο γυρεύουν ένα φτωχό μνημούρι να πλαγιάσουν

Τους καίει…

Θυμούνται και περιμένουν
Θυμούνται και περιμένουν
Ένα θαύμα

Κάποια αμαρτία…

Σκιές
Σκιές που θέλουν να φαν

Πώς να τους κάμω να σαρκωθούν και να μιλήσουν





Έκτη ραψωδία

Ο γυρισμός


Κάβοι και κόλποι
Της πρωινής χαράς που ακούω να με καλωσορίζουν και να με φωνάζουν με τ’ όνομά μου
Που βλέπω τον εαυτό μου να σηκώνεται και να περπατεί
Μαζί με τα δέντρα, μαζί με τους γλάρους που φωνάζουν ψαρεύοντας με ανεμότρατα

Το πατρογονικό μου σπίτι είναι γυρτό και σκύβει τρίζοντας σαν ένας γέροντας
Φορτωμένος χρόνια, γεμάτος γενιές και πεθαμένους που κάθονται και πίνουν τα τσιμπούκια τους
Και σιγοκουβεντιάζουνε για τη ζωή που πάει και πάει και δεν τελειώνει

Μαζί γεννηθήκαμε μαζί μεγαλώναμε
Κάτω απ’ τους ίδιους αστερισμούς Ιχθύς και Παρθένο
Γράφοντας μες στη μεγάλη κάμαρα της φωτιάς μια γραφή και μια τοιχογραφία
Με ψηλά φορέματα, γαλήνια πρόσωπα πεζούς και καβαλάρηδες
Να πορεύονται
Και κάτι καράβια με πλώρες όρθιες κατά τα μάτια της αυγής
Και γυναίκες, κοπέλες με γοφούς σαν κύκνους και σαν κύματα
Όταν τα πλάθει ο άνεμος και τα κυλάει να παν’ να βρουν τους βράχους
Να σηκώνουν σταμνιά και να κεντούν τα χίλια ψάρια κοιτάζοντας μες σε βαθιούς καθρέφτες
Ανάβοντας το πάθος της ομορφιάς μες σε μεγάλα τζάκια

***

Πρόσωπά μου αμέτρητα
Παιδιά και κορίτσια κορίτσια και παιδιά που δε σας ξέρω και που σας βλέπω
Να κατεβαίνετε τα σκαλοπάτια των σπιτιών που έρχονται
Καπνίζοντας από μακριά σαν τα μεγάλα καράβια που τ’ ανάβει ο ήλιος
Σαν τα πουλιά των νησιών που κατεβαίνουν το ρέμα του καιρού
Για να κουβαλήσουν τις ψυχές που χάσαμε
Τις φωνές που περιμένουμε

***

Μακριά
Εκεί που πέφτει η συγνεφιά της σκόνης
Ακούω τον καβαλάρη να καλπάζει
Τον άσπρο μανδύα που διαπληκτίζεται με τον άνεμο μέσα στη νύχτα

Προς τις ακραίες φωτιές





Από τη συλλογή «Ο γυρισμός» (1948).

Πηγή: «Γιώργος Θέμελης - Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα», [(Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975). Εισαγωγή, επιλογή, επιμέλεια: Πέτρος Γκολίτσης. Επίμετρο: Χρήστος Μαλεβίτσης.]
Εκδόσεις Ρώμη, 2019.

Στην εικόνα: Arnold Böcklin, «Odysseus and Polyphemus» (1896).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου