Μια φαντασμαγορία λαμπρή που έχει ξετυλίξει
στα μάτια του, λήθης καπνός όπου ζητάει να πνίξει
το φοβερό το αντίκρυσμα του ίδιου του εαυτού.
στην ερημιά, τ’ άμετρα αστέρια μάτια τ’ ουρανού
Μες στην απύθμενη άβυσσο, στη φρίκη του κενού
κάποιου θεού μάς γέννησεν η απελπισμένη πλήξη
σχημάτων σκιές − του είναι μας την γύρη αποτρυγά
κρυφό σκουλήκι μέσα μας ενός Θεού η ανία
κι ιδρώνει ιδέες −σε κουρνιαχτό τριγύρω του σηκώνει
τα όνειρά μας, σύννεφο, της φαντασίας σκόνη−
κραυγές, ουρλιάσματα, Άδη αναβρασμός
−νύχια ή φτερά, τις φλέβες μου σπαθίζουν
Στοιχειά ή Θεοί που θεν να βγουν στο φως−
σκάβουν οι οπλές στα σπλάχνα, ανταριασμός
στα δώματα του απείρου ως ατενίζουν
άνεμος να λυθούν δαιμονικός
Ψυχή μου, ανίερη φλόγα κι ιερή
σε βλέπω ως λυτρωμό ή καταστροφή
μια λάμια είσαι που σκούζεις βλαστημώντας
Κύκνος που αργοπεθαίνεις τραγουδώντας…
υπνοβάτης του βαθιού μεσονυχτιού
Παίρνει τα στοιχειωμένα μονοπάτια
βασιλοπούλα του παραμυθιού
και μπρος σ κάστρα του παλιού καιρού
Τα ολόχρυσα ανεβαίνει σκαλοπάτια
με βήματα, έτσι ανάλαφρα, χορού
− της Χαλιμάς τα πλούτη είναι μπροστά της
Και ξάφνου, εκεί, ξεχνάει γιατί έχει ερθεί
Μα το ρηγόπουλο την καρτερεί
χρόνους τώρα, στο μαγεμένο του ύπνο.
Πηγή:
«Μελισσάνθη, Οδοιπορικό [Ποιήματα 1930-1984]», β΄ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, 2000.
Πηγή για την εικόνα: Πανδέκτης: Θησαυρός Ελληνικής
Ιστορίας & Πολιτισμού - Νεοελληνική Εικονιστική Προσωπογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου