κι ό,τι βλέπεις υπάρχει
περίσσευμα στο βλέμμα σου
μετέωρο στην άκρη των βλεφάρων
την υποβρύχια χώρα σου
που ρέει ακίνητος μπροστά σου
θα ναυαγεί.
σε αβυσσαλέο σπήλαιο
η μέσα όραση
μ’ εκείνη των ματιών
που κοιτούν τον κόσμο
να ενωθούνε πάλι
έξω οι οφθαλμοί
στην έσω οπτική σταλάζουν δάκρυ
να υψώνει τον κίονά της.
Αυτόκλητες με τα λούσα τους
στο ξέφωτο
απ’ τις στοές ανεβαίνουν
Κρατάνε ακόμα αναμμένα
φανάρια τα μοιρολόγια μου
Σμίγουν τις φλόγες
και με φοβερίζουν
να γλεντήσω μαζί τους
γύρω από την πυρά
αλλιώς θα με καίνε.
Ιδανικά θα έκλαιγα
όπως όταν πρωτοήρθα στον κόσμο
Όμως συνήθισα μάλλον
είναι αδέρφια
τότε το ανάμεσο
θα ’ναι γονιός τους
Μ’ αυτόν θυμώνω
που επιμένει
πως μοιραζόμαστε την επιμέλεια.
από περιβόλι με λάσπες
ερχόμενη
πολλούς χειμώνες πιωμένη
πλημμυρική με επισκέπτεται
όποτε θέλει
Χιονίζει πορτοκαλένια πάχνη
από τους ήλιους που δεν άναψα
Κυματίζει στις λίμνες μου
μιλητά που δεν άκουσα
Με ψέγει
και φεγγαρόγιομη εξαφανίζεται
Αδειανή πάντα επιστρέφει.
Έργο εξωφύλλου: Νίκος Σκλαβενίτης.
Η Ειρήνη Ανδρεάδη γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1974.
Έχει δημοσιεύσει ξανά το 2017 με τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το βιβλίο ποίησης
«Μυστικά δείπνου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου