o ποιητής
με το κιβώτιο του μαρτυρίου παραμάσχαλα.
Το όνομα είχε Καντριγιέ,
μάτια κρυφά πίσω από γρίλιες.
Σε αεροδρόμια πολύβουα
σε ματωμένα δευτερόλεπτα
τα ίχνη της έχω χάσει.
Στοιχίζω τους αιώνες στη σειρά,
εδώ π’ ανέτειλε το ήθος της θνητότητας
κι έλαβαν σώμα γυναίκας φυλαχτό
η αθωότητα κι η ενοχή
η θηριωδία κι η επιείκεια.
Σε μια ακτίνα φως
θα γράψω τ’ όνομά της.
Στον σκοτεινό δρυμό θα επιστρέψω
σα να ’μαι ο τελευταίος ποταμός.
τα δόντια μου παράθυρο δαγκώνουν
κοιλιά κρεβάτι
ράχη ουρανός.
Να κατεβείς σύννεφο-σύννεφο,
στην άκρη να φυτέψεις μία νύχτα
και με βελόνα και κλωστή
να ράψεις έναν φράχτη.
Γρήγορα σαν ξυπνήσεις,
απ’ την κοιλιά να πεταχτείς,
φωνή π’ ακούν οι πεθαμένοι.
χάιδεψε
με όλα τα δάχτυλα,
μ’ όλους τους ήχους
λάτρεψε.
Σπόνδυλο-σπόνδυλο να ανεβείς,
ράχη κυρτή απ’ όνειρα,
μικρά φτερά να ράψεις.
Μέσα στα δόντια κράτησε
το σάρκινο παράθυρο,
κράτα το μες στα δόντια
για όταν θα σου λείπω.
Το χέρι στον λαιμό
χίλιες φορές το χέρι σου
χίλιες φορές λαιμός μου.
Σώμα να κατοικήσεις.
αιώνιο καθαρτήριο μόνο
ούτε ουλή
φυγή
να το λερώσει
Αόρατη γραφή
ούτε γεύση
αφή
να το καλεί
Άφατη φωνή
Τριστάνος, Αίμων και Ρωμαίος −
μα πιο πολύ εγώ
που λείπω απ’ το κορμί μου.
στις άκοπες του σώματος σελίδες
και μια περίεργη στο πρόσωπο έκφραση
− Ήσυχα μαύρο σύννεφο
πώς το φεγγάρι καταπίνει!
Η υγρασία το δέρμα γδέρνει −
Μόνη και αβοήθητη
από την παραλία με μάζεψε
σε μια ξεβρασμένη λέμβο δίπλα.
Μες στην αντάρα άραγε
ποιος θα ζητούσε τον λογαριασμό
για δυο ροζ παπούτσια που κρύβονταν
κάτω απ’ την κουμπωμένη καμπαρντίνα;
επάρατα παρατημένη,
ζητώ να μου δοθεί η βασιλεία
να πάρω υπό την προστασία μου
τη γυμνή απ’ το Πρόγευμα στη χλόη
τα σφραγισμένα χείλη
τη λάθος κόλαση
το στήθος που θηλάζει ορφανά
τη γητειά της ηδονής
τα ξοδεμένα κατ’ επιλογήν ωάρια
το Γόνατο της Κλαίρης
τη βία της φτώχειας
τη Προέλευση του κόσμου
τη μοναξιά των μεγάλων μυστικών
τα όνειρα με μέτρο
το Λουλούδι της ερήμου
την Παναγία και τη Μαγδαληνή,
αυτές τις δυο σε ένα
το πείσμα της ανάγκης
το αγορασμένο σώμα
τον αποδιοπομπαίο κρίνο
την αμίλητη μηλιά
τις σκιές που πια δεν έχουν πού να γείρουν
το πρώτο μας φιλί μαζί και τελευταίο
το «ότι ηγάπησαν πολύ»
νυχτερίδα που τρέφεται με νέκταρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου