Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου, "Φώτα στη διαπασών"




Διανομή ρόλων με σειρά εμφάνισης


Πρώτα το κλάμα
Καμία από τις γνώριμες αισθήσεις στην υποδοχή
Η χαρά με όλες τις ευθείες της αμηχανίας
κυλάει ξεκούρδιστη
μέχρι να βρει τον χρόνο της
Μετά μια σιωπή πρωτόγονη
σαν αποτύπωμα σε μέτωπο προϊστορικό
Ήχος τρομαγμένου ζώου σε δάσος δίχως ξέφωτο
Άναρθρες μέρες που λιώνουν σαν παγάκια σε ανάμνηση
Ένα αίσθημα μόνο από κρύο
καθώς μεγαλώνει η λάβα από ηφαίστεια
που δεν υπήρχαν σε κανένα χάρτη
Λέξεις που μαστιγώνουν και δεν ερμηνεύονται
Νηστεύεις τη θέληση για αμαρτίες που θα έρθουν
Μια εφηβεία σαν ταραγμένη διδαχή
Κανείς δεν αποφαίνεται για το ηθικό δίδαγμα
Και κάπως έτσι σιγοσβήνει στη φωτιά του ο μύθος
Αντίθετα με το ρεύμα
σαν χέλι φτάνεις τελικά σε αναβάσεις
Αν έχεις τα κατάλληλα πόδια επιβιώνεις
Αλλιώς βουλιάζεις μια εποχή νωρίτερα στο χώμα

Ένα κορμί ψηλώνει και θέλει υποστήριγμα
για να κοιτάζει το δικό του άστρο
Σώμα που διαπερνά ο πόθος από μύλο

Το κόκαλο με το κόκκινο μεδούλι
Το ρουφάς αλλά η πείνα απαιτητικός γραφέας
χαράζει μέσα σου συνέχεια επιλόγους
που προσπαθείς σε όλη την έκθεσή σου να αποφύγεις
Δρόμος με ανθισμένες μυγδαλιές
Και τ’ άνθη σε λανθάνουσα ηλικία
Το δέρμα μια συστάδα από καμένα σπίρτα
Μια φλόγα όμως πάντα αναμένεται
Κάτω από τη σάρκα το αίμα μαυρίζει
Φουσκώνει και ορμά
Σπαρτιάτης που τον έθρεψε ο μέλανας θυμός
Τόσο λιτά εκρήγνυται
Και έτσι μπορεί
σαν αυτοδίδακτη τέχνη
να ζωγραφίζει το σκηνικό της επόμενης λήθης





Αρχαίο θέατρο Σαλαμίνας


Κάποιος προσπαθεί να σώσει τον χρόνο και τους θεούς
Κάτω από τα μάρμαρα ξεψυχάει ακόμα ο Οιδίπους τύραννος
Η Θήβα ανακύπτει μετά τις ανασκαφές
Ο Αίαντας κουβαλάει τραγουδώντας την ασπίδα του
Ο Αισχύλος γράφει ξανά τον Αγαμέμνονα
Ο από μηχανής Θεός κατεβαίνει από κόκκινο ουρανό
Έχει τα μάτια του κλειστά
Μέσα στο φως μάς ψηλαφεί και ανακαλύπτει πόσο σκοτάδι ακόμα
πρέπει να σβήσει
για να γραφτεί σωστά η ευτυχία

Εκείνον τον Αύγουστο του ’
73, θυμάσαι;
Η Αγία Τηλλυρία περιφερόταν σαν σκήνωμα Αγίου
Φιλούσαν με τα μάτια και τα αυτιά οι ακόλουθοι
ένα σκήνωμα που κρυφά προετοιμαζόταν για το πένθος
ενώ κάπου πιο πέρα ένα θαλάσσιο κήτος
μετρούσε χρόνους που απόμεναν να μας καταβροχθίσει
Οι τουρίστες κρατούσαν λιπόθυμο το καλοκαίρι
Το έσερναν πάνω στο χώμα μέχρι να αναστηθεί στη θάλασσα
Βγαίνει πρώτος ο σκηνοθέτης
υποκλίνεται σε παρατεταμένο χειροκρότημα
Πώς να σου ζωγραφίσω τη μορφή
Μέσα στη νύχτα
μετά το χειροκρότημα
κανένας δεν θα αντιληφθεί το σύρσιμο φιδιού
Ένα γινάτι από παλιό καιρό και νέα Ιστορία

Μείνε όσο επιτρέπουν οι προβολείς
Και χειροκρότησε μία παράσταση
που πρωταγωνιστεί η έριδα θεών
η άγνοια θνητών
η απραξία ημίθεων
Αγία μου πατρίδα
πώς να σκηνοθετήσω τη μορφή σου
πάνω σε κίονα χλομό
κι αγάλματα με ραγισμένες τις πτυχές της Ιστορίας
Και πού τα εφέ και η ανάλογη υπόκρουση

Η μουσική θρήνος θαλάσσης





Θέατρο σκιών


Θα κρυώσεις νύχτα
έτσι καθώς κυκλοφορείς
δίχως ένα άστρο
και το φεγγάρι στη χάση του
Σου δίνω το στερνό λευκό σεντόνι μου
Ανέγγιχτο
από της νιότης μου την προίκα
Παιδί στεκόμουν δίπλα σου
με το σεντόνι να φωτίζει τις σκιές
Εγώ συνέχεια γίνομαι σκιά
γι’ αυτούς που ψάχνουν λαϊκές μορφές
στ’ άσπρα σεντόνια
Απέναντι μου πάντοτε παλάτια
Οι δοξασίες των κρατούντων
Παρήγορες οι διακηρύξεις
Όλοι με τις καλές προθέσεις
Γι’ αυτό απέμεινα με ρήματα
στην παθητική σιωπή τους
Άνοιξε νύχτα το στερνό σεντόνι
Έχω ένα τραγούδι ακόμα
Μέσα στη νύχτα φωτίστε με τα λόγια σας
μία σκιά που απέμεινε απ’ το δικό μου σώμα
Κατανοήστε πως δεν ήμουνα εγώ
Το χέρι μόνο με κινούσε
Τώρα μπορείτε να αποσυνδέσετε
τα μέλη μου ένα προς ένα
για να με ρίξετε στα δάκρυα
Μια χάρτινη φιγούρα είμαι
που κλαίγοντας διαλύεται
και αναχωρεί





Ο μονόλογος του φεγγαριού


Όχι, δεν είμαι το φεγγάρι
Μην ψάχνετε κύκνο στρογγυλό μες στο ποτάμι
Ούτε και μάτι είμαι
στα ψηλά καμπαναριά, στις φυλλωσιές
να βγαίνω σαν πλάνη από φως της χαραυγής
Κι ο Λόρκα με έχει απαρνηθεί

Αυτό που βλέπετε είναι μια σφαίρα
Σημάδεψα κάποτε τον ουρανό και αστόχησα
Από τότε αιωρούμαι
Φωταψία προς αποφυγήν
Λάμπω σαν φόβος που ανάβει
μες στη ματιά ένα καμένο σπίρτο
Περιφέρομαι γύρω από τη γη σας
Ρίχνω μέσα της τον σπόρο της αμφιβολίας
Αν με αντικρίσετε με την ψυχή ανάποδα τα βράδια
Θα δείτε όσα κρύβετε από το πρόσωπό σας

Αθέατη η άλλη όψη της ανάγκης




Finale


Μαλακώνει η υγρασία των ματιών
ένα ψωμί αφημένο χρόνους στο τραπέζι
Κι οι λέξεις βελούδο από παλαιό καθεστώς βασιλείας
πέφτουν ψιλόβροχο στα πέτρινα χέρια
Ένα πηλίκο βροχής
είναι υπόλοιπο υδάτινου φιλιού
Ο μεγαλειότατος καιρός μας στη σκηνή
Υποκλίνομαι
κι απέρχεται





Από τη συλλογή «Φώτα στη διαπασών», εκδ. Μανδραγόρας, 2022.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου