Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

Γιώργος Δελιόπουλος, "Αλιρρόη"




προσευχή


Πάτερ μν, πώς με γκρέμισες κάτω
κι απ’ τη γλώσσα μαζεύω συντρίμμια

σκέπασε γύρω τούς τοίχους με σύμβολα
μήπως κοιτώντας τρομάζω λιγότερο

δὸς μν σήμερον ένα σημείο φυγής
λίγο ψωμί παραπάνω στα όνειρα

φες μν αμαρτίες που σάπισαν
ῥῦσαι μς από σκέψεις που κάρφωσες

Πάτερ μν, λιτανείες τα χρόνια μου πέρασαν
στα κηρύγματα βράδιασα κι έμεινα βρέφος

μα προσεύχομαι τώρα, λθέτω ξοδος
κι ένα μόνο ζητώ, γενηθήτω τ νν θέλημά

Μου.


από την ενότητα:
η εποχή της άρνησης





Στον ναό του Ανθρώπου


μην τολμήσουν προφήτες
να αφήσουν βιβλία στην πόρτα
σαν αυτά που σκονίζονται χρόνια
ξεχασμένα ψηλά στο πατάρι
στην ίδια σελίδα το ίδιο αμήν

Στον δικό μου ναό, και απόψε πεινώντας
θα πετάξω τα θαύματα έξω
δεν υπάρχουν σοφοί, κολασμένοι και άγιοι
ίδια όλοι θηρία σπαράζουν ο ένας το άλλον
και αλλάζουν κλουβί.


από την ενότητα:
η εποχή της οργής





φάρσα


Η βάρδια τέλειωσε
πλένουν τα χέρια τους οι δεσμοφύλακες
μια δεύτερη ζωή φορούν
χωρίς λεκέδες, σιδερωμένοι
αλλάζουν προς τα πίσω βήματα
κι από συνήθεια με χαιρετούν

λίγο πιο πέρα οι δικαστές
μικροί αόρατοι θεοί
σημαδεμένα τα χαρτιά τους
εντός ολίγου εκτυπώνουν
σε φύλλα πάγου την ποινή μου

έναν χειμώνα σ’ επανάληψη
με τις παλάμες παραιτημένες
στο χιόνι επάνω παραπάτησα

κι έμεινα τρόφιμος στην ίδια φάρσα.





στο μαύρο παράθυρο τοίχο


Η νύχτα κρατάει μυστικό το χαμένο της στοίχημα
μη βγουν στον πηλό τ’ ανοιχτά εκμαγεία της ήττας
και ψάξουν τη λάσπη για θαύματα

στο μαύρο παράθυρο τοίχο, προτού ανατείλει
η νύχτα κρεμά τα κλειδιά του αιώνα
τον κόσμο σκεπάζει με πρόχειρα ρούχα
μαζεύει τ’ αστέρια, κλείνει διακόπτες
τραβάει τον σύρτη στη σκέψη
το βάρος του πόνου συνθλίβει

κι ακούς ένα κρακ! στα σεντόνια
− τον ήχο γυναίκας που σπάει.


από την ενότητα:
η εποχή του μηδενός





αντιπαροχή


Ανεβαίνω τη σκάλα και πιάνω ψιθύρους
μυστικά που στραγγίζουν τα λούκια
μουσικές απ’ την πόρτα όπως κλείδωσε
− ποια φωνή συλλαβίζει τη σκόνη;
κι ο αντίλαλος μνήμη στον τοίχο
σαν φολίδες υγρή ξεφλουδίζεται

μην ανοίγεις την πόρτα στο βάθος
από πίσω οι σούστες ουρλιάζουν
στο παλιό σκουριασμένο κρεβάτι
δεν υπάρχει το στρώμα, πετάχτηκε
μα ξαπλώνουν ακόμη λαθραία
μια γραβάτα η ψυχή του πατέρα
μια δαντέλα της μάνας τα όνειρα

στον λαιμό δυο θηλιές κουρασμένες
κι εγώ λύκαινα δείχνω τα δόντια
στον καθρέφτη τούς δένω τα μάτια
στα τσιμέντα τους γράφω: ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ

με τη στέπα μου αντάλλαγμα πίσω.


από την ενότητα:
η εποχή στον καθρέφτη





Δεν υπάρχει πιο σκληρή, πιο αδιέξοδη, πιο βασανιστική φυλακή από έναν καθρέφτη. Σε μια τέτοια φυλακή η Αλιρρόη βρίσκεται ξαφνικά αιχμάλωτη και καλείται να ζήσει όλες τις εποχές του εαυτού της. Μέσα από τους στίχους της ποιητικής σύνθεσης του Γιώργου Δελιόπουλου, η Αλιρρόη, μια μορφή ρευστή σαν τη θάλασσα, αρνείται, θυμώνει, βλασφημεί, αποδέχεται την ήττα, βάζει τα κλάματα, απογοητεύεται, ώσπου τολμάει να κοιτάξει στον καθρέφτη το μηδέν της –το ίδιο μηδέν που φοβόμαστε όλοι μας– κατακόρυφα, σαν να κοιτάζει προς τα κάτω το κενό.

Από την έκδοση




Από την ποιητική σύνθεση «Αλιρρόη (το μηδέν στον καθρέφτη)», ΑΩ Εκδόσεις, 2023.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου