Τι ονειρεύεται το διάφανο νερό,
αν όχι ομορφιά που δεν του ανήκει;
δέντρα καταμεσής χειμώνα να ανθίζουν,
πως κάτι θα υπάρχουμε μετά το σήμερα.
Από μιαν αχαριστία κρέμεται ο άνθρωπος.
Αυτό φοβάμαι;
Πως ελπίζω να ξαναγυρίσω;
Πως ελπίζω;
ανάμεσό τους σφηνώνεται η πρόοδος.
για τον δίπλα μοχλό. Γύρνα δωρεάν
λίγη αν σου μένει αξιοπρέπεια.
φαγωμένα δόντια, βόλτες στραβές, γυρίζει
αρκεί να πειστεί πως κάποτε θα γενεί πουλί.
η σιωπή πότε, θυμό που σε αρματώνει
για το δικαίωμα, το ήθος
να αξιώνεται ένα εξάρτημα να επαναστατεί.
κι ο άνθρωπος ρέπει προς την αμαρτία
ως ο φυλακισμένος σε πόρτα ανοιχτή:
πιθανή διαφυγή του να ξορκίζει.1
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΣΕ ΔΩΔΕΚΑ ΜΕΡΗ», μέρος δεύτερο, 2004.
ΠΛΑΤΟΣ
Πόσο μάς σπάζεις λαίμαργα ζωή
μόλις εμείς, ο κουμπαράς, φανεί
ένα τι γεμάτος.
Χύνονται, βροχή, οι επιλογές
απρόσεχτος διαθλάται ο θάνατος
μέσ’ από τις σταγόνες
κι η στερνή στιγμή μάς πλημμυρίζει χρώματα.
Ουράνιο τόξο,
χαμόγελο θλιμμένο τ’ ουρανού.
Ανάποδα,
αρχίζω να περπατώ και πάλι με τα χείλη.
Το χαμόγελο τώρα μοιάζει χαρωπό,
χώμα απέραντο ουρανός
κι αστέρια ανθισμένα του Απρίλη.
Όχι το ύψος, πλάτος της πρέπει της ζωής.
Από τη συλλογή «των αστέγων ανθόκηπος»,
εκδ. Κουκκίδα, 2022.
μόλις εμείς, ο κουμπαράς, φανεί
ένα τι γεμάτος.
απρόσεχτος διαθλάται ο θάνατος
μέσ’ από τις σταγόνες
κι η στερνή στιγμή μάς πλημμυρίζει χρώματα.
Ουράνιο τόξο,
χαμόγελο θλιμμένο τ’ ουρανού.
αρχίζω να περπατώ και πάλι με τα χείλη.
Το χαμόγελο τώρα μοιάζει χαρωπό,
χώμα απέραντο ουρανός
κι αστέρια ανθισμένα του Απρίλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου