γύριζα τα πανηγύρια στα χωριά και μπόλιαζα στο στήθος μου
τραγούδια ραγισμένα.
Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν
που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα
μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα
τα γράμματά σου
για χαιρετίσματά σου.
[από τη συλλογή «Ένα ελάφι
δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου», Πόλις 2015]
αυτό το σκοτεινό πανί
που όλο φουσκώνει και τεντώνεται
και σκίζεται εδώ κι εκεί
κι αστράφτουν τ’ άσπρα ξέφτια του
και
χάνονται.
Κι
ύστερα το νησί.
Βουίζει και τρέμει απαλά
χαρταετός μέσα σε μπλε πυκνό
με όλα του τα κρόσια ν’ ανεμίζουν.
Κι
όπως αργά αργά μας κλείνει
η νύχτα στις κουρτίνες της
κρατάμε την ανάσα μας να μη μας βρουν
κι ακούμε το μοτέρ της φύσης να δουλεύει.
Σοφία Κολοτούρου
ΔΥΟ ΣΤΙΧΟΙ - ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ό,τι
κι αν κάνω, ό,τι έκανα είναι λάθος·
κάθε προσπάθεια καταλήγει στο κενό.
Μετέωρη πάντα, σ’ άγνωστο ουρανό
την μέσα άβυσσο, π’ ανοίγεται, φθονώ –
να την κατρακυλήσω ως το βάθος.
Ό,τι
κι αν είπα ή έγραψα δεν μένει
μήτε κρυφό – ούτε δυο στίχοι-προσευχή.
Στο χώμα φεύγουν και κυλούν με τη βροχή
μες τον αέρα αντιλαλούνε, σαν κραυγή
και με διαλύει πάντα η Ειμαρμένη.
Ό,τι
κι αν σκέφτηκα, κομμάτια έχει γίνει
που διασκορπίστηκαν σ’ εκτάσεις αχανείς
κι όσο κι αν ούρλιαξα δεν μ’ άκουσε κανείς
και συνεχίζω από τότε, ημιθανής
μόλις να σέρνομαι, απ’ το πάτωμα ως την κλίνη.
Ό,τι
κι αν πόθησα, λαχτάρισα, του ανέμου
ύστατο σκόρπισμα στην τελευταία βραδιά.
Ο χρόνος τέλειωσε – σημάδι στην καρδιά.
Οι πόρτες έκλεισαν. Παρέδωσα κλειδιά
κι ας υποθέσουμε δεν έζησα ποτέ μου.
Λένα Παππά
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Άϊ
σκοτεινό φως
τρεμάμενο αίμα του Έρωτα
μες στη γητειά σου απολησμόνησα
τους φονιάδες καιρούς
γέννησα ρόδινα μωρά
σε αστερωμένο μέλλον·
Άϊ
της αγάπης μαχαιριά
στης νιότης το κρουστό κορμί
πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών
και μουσική
ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο.
Απόψε
μέσα στης μνήμης τα βαθιά βελούδα
κυλιέμαι και σε καλώ
με τη φωνή την απερίγραπτη
των απαρηγόρητων
τη γυάλινη, χλωμή φωνή
των διψασμένων που αγαπούν τη δίψα τους
κι ας ξέρουν πως
όλες τις θάλασσες και τα ποτάμια κι αν θα πιουν
ποτέ τους δε θα ξεδιψάσουν.
Εύα Στεφανή
Α4
Πάω
να ξαναδώ το σχολείο μου. Δεν
υπάρχει ψυχή. Κουβαλάω γλυκό αμυ-
γδαλωτό για τη δασκάλα μου κυρία
Ζαχαρίου. Σκοντάφτω στις σκάλες και
το βαζάκι πέφτει από την τσάντα και
σπάει. Ένα τεράστιο ζαχαρί κύμα που
μυρίζει παπαρούνα πλημμυρίζει τις
σκάλες. Κολυμπάω μέσα στο γλυκό
προς την Α4. Η αίθουσα είναι άδεια.
Μόνο μια ξεχασμένη φόρμα γυμναστι-
κής. Απ’ έξω ακούγονται φωνές από
Βουίζει και τρέμει απαλά
χαρταετός μέσα σε μπλε πυκνό
με όλα του τα κρόσια ν’ ανεμίζουν.
η νύχτα στις κουρτίνες της
κρατάμε την ανάσα μας να μη μας βρουν
κι ακούμε το μοτέρ της φύσης να δουλεύει.
[από τη συλλογή «Τα πέρα
μέρη», Μελάνι 2017]
κάθε προσπάθεια καταλήγει στο κενό.
Μετέωρη πάντα, σ’ άγνωστο ουρανό
την μέσα άβυσσο, π’ ανοίγεται, φθονώ –
να την κατρακυλήσω ως το βάθος.
μήτε κρυφό – ούτε δυο στίχοι-προσευχή.
Στο χώμα φεύγουν και κυλούν με τη βροχή
μες τον αέρα αντιλαλούνε, σαν κραυγή
και με διαλύει πάντα η Ειμαρμένη.
που διασκορπίστηκαν σ’ εκτάσεις αχανείς
κι όσο κι αν ούρλιαξα δεν μ’ άκουσε κανείς
και συνεχίζω από τότε, ημιθανής
μόλις να σέρνομαι, απ’ το πάτωμα ως την κλίνη.
ύστατο σκόρπισμα στην τελευταία βραδιά.
Ο χρόνος τέλειωσε – σημάδι στην καρδιά.
Οι πόρτες έκλεισαν. Παρέδωσα κλειδιά
κι ας υποθέσουμε δεν έζησα ποτέ μου.
[από τη συλλογή «Η τρίτη
γενιά», Τυπωθήτω 2015]
τρεμάμενο αίμα του Έρωτα
μες στη γητειά σου απολησμόνησα
τους φονιάδες καιρούς
γέννησα ρόδινα μωρά
σε αστερωμένο μέλλον·
στης νιότης το κρουστό κορμί
πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών
και μουσική
ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο.
μέσα στης μνήμης τα βαθιά βελούδα
κυλιέμαι και σε καλώ
με τη φωνή την απερίγραπτη
των απαρηγόρητων
τη γυάλινη, χλωμή φωνή
των διψασμένων που αγαπούν τη δίψα τους
κι ας ξέρουν πως
όλες τις θάλασσες και τα ποτάμια κι αν θα πιουν
ποτέ τους δε θα ξεδιψάσουν.
[από τη συλλογή «Αρτεσιανά»,
Οι εκδόσεις των φίλων, 1988]
υπάρχει ψυχή. Κουβαλάω γλυκό αμυ-
γδαλωτό για τη δασκάλα μου κυρία
Ζαχαρίου. Σκοντάφτω στις σκάλες και
το βαζάκι πέφτει από την τσάντα και
σπάει. Ένα τεράστιο ζαχαρί κύμα που
μυρίζει παπαρούνα πλημμυρίζει τις
σκάλες. Κολυμπάω μέσα στο γλυκό
προς την Α4. Η αίθουσα είναι άδεια.
Μόνο μια ξεχασμένη φόρμα γυμναστι-
κής. Απ’ έξω ακούγονται φωνές από
το
διάλειμμα.
Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (1930-2017)
Α' ΟΜΗΡΟΥ
Τους
είχαν προσπεράσει τα μεσάνυχτα.
Σώματα γλαφυρά να μη πνιγούν
σε αθανασία εκρατήθηκαν γυμνά.
Φλόγα μυστηρίου εκυμάτιζε πάνω τους
ως οίκτος αψαύστων η γλώσσα
και από το βαθύ των σπλάχνων τους
τάρταρο
ξυπνούσε πόθος αλιεύοντας
αστρώα όνειρα
μες στην υγρότητα των σωμάτων
κραυγάσματα φέροντας
λέξεις θραύσματα θεών νοήσεις.
Έτρεμε η σάρκα τους τρίζοντας
την σκιερή τους ύλη
κι εσπάραζαν τα βλέφαρά τους
να μην δουν
μες στη θυμέλη της κλίνης τους
ιερό τον χρόνο μυθοποιό
θεό μέγα
ποίημα να τεχνουργεί πλοίο
από τις στάχτες τους.
Από
την ανθολογία ποιημάτων «Όσα ο αφρός φλοισβίζει», εκδ. Ρώμη, 2020.
[από το βιβλίο «Τα μαλλιά
του Φιν», Πόλις 2014]
Σώματα γλαφυρά να μη πνιγούν
σε αθανασία εκρατήθηκαν γυμνά.
Φλόγα μυστηρίου εκυμάτιζε πάνω τους
ως οίκτος αψαύστων η γλώσσα
και από το βαθύ των σπλάχνων τους
τάρταρο
ξυπνούσε πόθος αλιεύοντας
αστρώα όνειρα
μες στην υγρότητα των σωμάτων
κραυγάσματα φέροντας
λέξεις θραύσματα θεών νοήσεις.
Έτρεμε η σάρκα τους τρίζοντας
την σκιερή τους ύλη
κι εσπάραζαν τα βλέφαρά τους
να μην δουν
μες στη θυμέλη της κλίνης τους
ιερό τον χρόνο μυθοποιό
θεό μέγα
ποίημα να τεχνουργεί πλοίο
από τις στάχτες τους.
[από τη συλλογή «Μυστήριο»,
Αστρολάβος / Ευθύνη 1988]
Η παρούσα Ανθολογία είναι αποτέλεσμα της
διαδικτυακής επαφής και «φιλίας» κάποιων ανθρώπων που, στην ηλεκτρονική εποχή
του διαδικτύου, επιμένουν να υπερασπίζονται την ποιητική δημιουργία και να
μεταφέρουν ποιήματα από το τυπωμένο χαρτί στην άυλη αυλή των θαυμάτων· στο
διαδίκτυο. Πρόκειται για Ανθολογία Ποιημάτων και όχι ποιητών. Αναντιρρήτως δεν
ανταποκρίνεται καθόλου στη λογική της γραμματολογίας. Θα λέγαμε με παρρησία ότι
δεν είναι καν Ανθολογία, αλλά μία τεράστια ανθοδέσμη φτιαγμένη από εκατοντάδες
ξεχωριστά άνθη που μάζεψε με ευαισθησία ο ανθολόγος για να στολίζει καθημερινά
το βλέμμα του και το βλέμμα των διαδικτυακών του «φίλων». Δεν χωρίζεται σε
θεματικές ενότητες, ούτε σε ποιητικές γενιές. Η έκδοση αφιερώνεται σε όλους
τους δημιουργούς που τα ποιήματά τους την συγκροτούν καθώς και στους αναγνώστες
της ποίησης. Γιατί, θα λέγαμε, παραφράζοντας ένα στίχο του Τάσου Λειβαδίτη, η
ποίηση είναι σαν μια εξομολόγηση, νωρίς το πρωί, σε πρόσωπα που δεν ξέρουμε αν
μας ακούνε − κι εμείς συνεχίζουμε να μιλάμε, γιατί δεν έχουμε άλλον τρόπο να
αναπνέουμε...
(Από την παρουσίαση στο
οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ανθολόγος: Γιώργος Χ. Θεοχάρης.
Σημείωση:
Για την παρούσα ανάρτηση επιλέχθησαν ποιήματα ποιητριών και ποιητών που έως
τώρα δεν είχαμε ανθολογήσει στο ιστολόγιό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου