Μισή άνοιξη
Ανάμνηση
είναι το σχήμα του
σώματος
δίχως το σώμα
Ο
χρόνος αποσύρεται
και
μένεις στο δωμάτιο γυμνός
να
κοιτάζεις τα έπιπλα
λιγοστά
δίπλα
στον τοίχο
η
ντουλάπα
το
μαύρο ραδιόφωνο
σαν
τα ρούχα
που
περιμένουν αφόρετα
τόσον
καιρό
το
σώμα να επιστρέψει
κι
εσύ απόλυτη
να
συντηρείς
πάνω
στο στήθος σου
ρυθμικά
της
ζωής τ’ απαραίτητα
αναδιπλώνοντας
μια
καρέκλα, το τραπεζάκι
και
λίγο νερό
λέξεις
ιδιώνυμες
ό,τι
απόμεινε στην αγάπη
για
να μιλήσει
Εύθραυστο
Τα
παλιά σπίτια μας κοιτάνε στα μάτια
Δεν
αγγίζονται
Μονάχα
αγγίζουν εύθραυστες μνήμες
βγάζοντας
κάτι σπασμένα φτερά
αποδημούνε
πάντα την άνοιξη
επιστρέφοντας
τον χειμώνα
σαν
άρρωστα παιδιά
στο
κρεβάτι του νόστου
Καμαραϊκό
Μυρίζοντας
θάλασσα
ξύπνησα
πάλι
κάτω
απ’ το χώμα
της
Ίδης
με
χέρια σπασμένα
που
κρατούσαν
ακόμα
την αίσθηση
ενός
χαμένου
πολιτισμού
*
Μήπως
τ’ αστέρια
είναι
τα δάκρυα του ήλιου
που
πέφτουν στη νύχτα;
*
Κλεισμένο
στο φως
ένα
μικρό έντομο
διαγράφοντας
κύκλους
επαναλαμβάνει
το
τέλος μια ιστορίας
που
μόλις άρχισε να δραπετεύει
στον
θάνατο
*
Τι
να μας δένει
άραγε
κι
ανεβαίνουμε
πάλι
ψηλά
σαν
παιδικά μπαλόνια
σ’
αυτές τις εφήμερες
γιορτές
του
θανάτου
*
Μόλις
που πρόλαβε
τ’
άγριο θυμάρι
ν’
αδράξει τον άνεμο
που
σηκώθηκε
εξημερώνοντας
το
πέρασμα της στιγμής
Δημήτρης Καπετανάκης
Από
την ανέκδοτη συλλογή «Μισή άνοιξη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου