ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ
Στους
μαύρους τοίχους του σπιτιού
ακόμη
αχνοφαίνονται σκιές
ανθρώπων
που αγαπήθηκαν,
που
κοιτάχτηκαν κατάματα
και
είπαν μεταξύ τους κάποιο μυστικό
σαν
λάμψη που τα χείλη τους ενώνει.
Όταν
χορεύει η φλόγα με τα ξύλα,
μοιάζουν
οι ζωές τους
σαν
το θέατρο σκιών της γειτονιάς.
Θαρρείς
πως με τη φλόγα και τη ζέση
παίρνουν
ανάσα στους σοβάδες οι φιγούρες,
βρίσκουν
ξανά το χρώμα των ανθρώπων.
Καίνε
οι καρδιές τους με τα ξύλα.
Πονούν
και ερωτεύονται,
πασχίζοντας
να ξομολογηθούν
τα
μυστικά τους στα ντουβάρια.
Προτού
γκρεμίσουμε το σπίτι τους.
Προτού
αποδημήσουν για τα σύννεφα
κι
αφήσουν πια τον κόσμο μας για πάντα.
Πριν
διαγραφούν απ’ τη φτωχή μας Μνήμη.
ΟΙ ΗΡΩΕΣ
Οι
ήρωες αφήνουν σιωπηλοί
στα
στενοσόκακα
τα
παγωμένα βήματα τους,
μακριά
από του κόσμου τις παρέες
και
τ’ αντιλάμπισμα μιας αναμμένης κάμερας.
Ο
δρόμος τους περνά ευθεία τη ζωή,
Χωρίς
στροφές,
ούτ’
ένα νεύμα, ένα χαίρε,
ενώ
στο νότο τα πουλιά
ραμφολογούνε
καλησπέρες,
έχοντας
χρόνια ν’ απαντήσουνε διαβάτη
απ’
το βορρά.
Οι
ήρωες φορούν προβιές μονάχα,
λέπια
σαρδέλας, πέτρινα παπούτσια
και
καπέλα από χαρτί εφημερίδας.
Είναι θαρρείς βγαλμένοι σαν κομμάτι απ’ το τοπίο
Και
δεν τους ξεχωρίζεις στον ορίζοντα.
Μιλούνε
μεταξύ τους κάποια γλώσσα ξεχασμένη,
ακρυπτογράφητη
σε
πλάκες από χώμα κι ουρανό.
Ακούμ’
εμείς οι άλλοι στα νυχτέρια μας τραγούδια,
τους
μυστικούς θιάσους να περνούν
και
να χορεύουνε ένα σκοπό,
που
δεν είναι τραγούδι
μα
οι ανάσες τους.
Τώρα,
στο
φθινοπώριασμα της ζήσης μας,
τους
ψάχνουμε
σε
πάπυρους ιλουστρασιόν, παλλόμενες εικόνες,
στίχους χαζούς, σε ονειροπολήματα
νεφελοκρέμαστα
και τυμπανοκρουσμένα
Τα
παγωμένα βήματά τους πέρασαν σιμά μας.
Σχεδόν
μας άγγιξε η ανάσα τους.
Κάτι
ψιθύρισε
και
σαν το ψάρι φοβισμένη
επέστρεψε
στα στόματά τους.
Για
μια στιγμή!
Μετά
μας άφησαν και πήγανε αλλού.
Δεν
τους γνωρίσαμε ποτέ
κι
ας θέλαμε. Το θέλαμε;
ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Στη
Γλύκα
Στα
δυο σου μαύρα μάτια
όλες
οι φύσεις μου γελούν.
Ο
βρεφικός μου εαυτός
καθώς
αποζητά το χάδι.
Ο
παιδικός μου εαυτός
να
σε σφιχτοκρατήσει.
Ο
ατίθασος έφηβος
που
πρωτοερωτεύτηκε.
Ο
νέος κύριος
που
αγάπησε παράφορα
και
σκιάχτηκε στο πόσο
του
λείπεις.
Ο
ώριμος μεσήλικας
στο
μεσουράνημα της ζήσης
και
στην αγωνία της
επόμενης
γκρίζας μέρας.
Κι
ο γέροντας
στο
γλυκόπικρο ανακάλημα
μιας
σκουριασμένης μνήμης.
Στα
δυο σου μαύρα μάτια
όλες
οι φύσεις μου γελούν
και
σ’ αγαπάει καθεμιά
με
τη δική της δύναμη.
Εσένα,
που σαν το ξύλινο στημόνι
ανάμεσα
στις ίνες της ψυχής μου
πέρασες
κι ύφανες τη ζωή μου.
Από
τη συλλογή «Ο Μικρός Οδυσσέας», εκδ. Ιωλκός 2009
Το
ποίημα «Οι ήρωες» απέσπασε το 1ο βραβείο στον 1ο Πανελλήνιο
Διαγωνισμό Ποίησης & Διηγήματος, «Δ. Βικέλας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου