Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020
Έκτωρ Κακναβάτος, "Διήγηση"
Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020
Σταύρος Βαβούρης, "Ορφέας κατερχόμενος"
Μ’ ατέλειωτες βουβές παλίρροιες,
όσο βαθιά κι αν μετοικήσεις στα μεσόγεια,
εισχωρεί στις ημέρες,
στις ώρες σου,
ανοίγοντας στον ύπνο σου ρωγμές τις νύχτες
όσο στη λησμονιά βαθιά κι αν έχεις ταξιδέψει
όσα κι αν έχτισες ψηλά και στέρεα φράγματα,
η θάλασσα τα υπερπηδά και τα σαρώνει.
Όσες προσχώσεις κι αν παρεμβληθούνε −Θε μου!−
στο κουρασμένο σώμα σου
και στ’ ακοίμητο δικό της, ανάμεσα.
Η θάλασσα χρόνια μετά, σε φτάνει μια νύχτα.
Ανοίγει τα παράθυρα και σπάζει τις πόρτες
σε κατακλύζει με τυφώνες απρόβλεπτους
ή ανεπαίσθητα σε κατατρώει σε βράχο.
να κοιμάμαι ακόμα.
Ίσως ονειρεύομαι και πάλι
ακριβώς όπως και τότε που με ξύπνησαν
λέγοντάς μου
πως δεν είχα να κερδίσω τίποτ’ απ’ τα όνειρα.
Κι εν τούτοις ό,τι έζησα
κι εν τούτοις ό,τι κέρδισα
ήταν μέσα στα όνειρά μου μοναχά.
που περνούσε κάθε βράδυ κρατώντας
ένα κοντάρι με λαχεία απούλητα
ή μισοπουλημένα
ή έστω κι όλα πουλημένα σχεδόν
πως ήτανε περισσότερο ένα μάθημα
μία επίπληξη αυστηρή,
μία προειδοποίηση απ’ τη Μοίρα
και διόλου μα διόλου
ένα πέρασμα τυχαίο
κάτω απ’ τ’ ανοιχτό
μ’ απόγνωση στους Έρωτες
παράθυρό μου.
Παρωχημένα ανέκαθεν
και τότε ακόμη που τα ενόμιζα, ενεστώτα.
δεν σ’ είχα βρει,
αν κι ισχυρίζεσαι πως πιο πολύ
μ’ είχες εσύ αναζητήσει,
γράφοντας γράμματα αναρίθμητα
θαμμένα τώρα
κάτω από την κάθετη ψυχρή βροχή της Δοτικής:
Εν Αθήναις −θυμόσαστε−
τη δωδεκάτη πρώτου, έτους
έτους… ποίου;
Δεν είναι δυνατό να ξέρω πια,
παρωχημένα αισθήματα και πρόσωπα
σε χρόνο πάντα υπερσυντέλικο
κι όταν ακόμη τα επίστευα ενεστώτα.
Γι’ αυτό και σου ’χαν άλλωστε συστήσει:
Να μην στρέψεις.
δε θα ’φτανα ποτέ στο φως μαζί σου
δυο κόγχες δίχως μάτια
δόντια δίχως χείλη
ήταν ό,τι έσφιγγες στο χέρι σου ανεβαίνοντας,
όπως ήτανε στημένη επίσης κι η παγίδα
απ’ τη στιγμή που σου ’χαν επιτρέψει να διαβείς
την πόρτα που κανείς δεν πέρασε βαδίζοντας.
εξατμίστηκα.
Τώρα όμως να το μάθεις.
απ’ την αρχή μαζί σου
κι ήταν απόφαση παρμένη τελεσίδικα:
Ήθελες δεν ήθελες:
Να στρέψεις.
Τα νέα ρεύματα ανεβαίνουν
Τα νέα πρόσωπα ανεβαίνουν
μ’ αυτός κατεβαίνει
με κάτι σαν προαίσθημα θριάμβου
που επίκειται αντιθέτως από στιγμή σε στιγμή.
γιατί
στο πρόσωπό του δίχως να φυσάει κάτι χτυπάει.
Περνάει ένα φρίκιασμα στο δέρμα του:
Είναι του παραληρούντος όχλου οι επευφημίες
είν’ οι χλευασμοί που θα ξεσπάσουν;
Γύρω του μια κίτρινη στεγνή πραγματικότης
στοιχειώνει σε παράθυρα που κλείνουν
πρόσωπα που κλείνουν
Μισογελούν, μορφάζουν:
Κύκλος που κλείνει και στενεύει σα θηλιά.
Πίσω του ένας κόσμος μάτια στο σκοτάδι,
αναβοσβήνουν σα πυγολαμπίδες.
Σαρκάζουν, κλαιν, εκλιπαρούν
μέσα σε μια σιωπή που ξεκουφαίνει.
Τέλος τον αποχαιρετούν.
Αποχαιρετάει κι αυτός και κατεβαίνει.
σάλπιγγες, φωνές:
μια μουσική εμβατήρια βουλιάζει
και πάλι έπειτα στεντόρεια ανεβαίνει.
Τ’ είναι επί τέλους; Τι συμβαίνει;
Είν’ η λαιμητόμος σε μια από τις
επόμενες στροφές.
Είν’ οι μαινάδες γυναίκες της Θράκης.
Είν’ η στερνή του μεταμόρφωση σε φλόγα
σε μια μικρή κόκκινη φλόγα
που θα καίει και θα ρωτάει μες στις καρδιές μας
Πηγή: «Σταύρος Βαβούρης, Πού πήγε, ώς πού πήγε αυτό το ποίημα [1940-1993]», εκδ. Ερμής 1998.
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020
Γιώργος Ν. Σιώμος, "Τρία ποιήματα"
Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020
Διονύσης Καψάλης, "Δίγαμα"
I.
Ακόμη κατεβάζει λύματα ο αιθέρας:
στο επουράνιο πλυσταριό πλένουν τη σκάφη
τόσων εξαγνισμών· οι φίλοι μου, σινάφι
σκεπτικών ανθρώπων στο ξάκρισμα της μέρας,
μεταποιούν τα περσινά τους πάθη, βγαίνουν
στους πλειστηριασμούς της νύχτας φωτισμένοι
με μιαν αδιάκριτη φροντίδα κι ομορφαίνουν,
στ’ αγγελικά κατάστιχα ισολογισμένοι.
Κι ό,τι ξεκίνησα να πω να περισσεύει:
με σκοτεινά ανταλλάγματα, με προσποιήσεις,
τα φέρνω παίζοντας στα λόγια μου, ξεφεύγει
όταν πληθαίνουνε του πόνου οι συναρτήσεις,
πονάει στις πλάτες των αγγέλων που ανά ζεύγη
διαπραγματεύονται τις μέλλουσες βαπτίσεις.
V.
Έζησα χρόνια ξεχασμένος στις στοές σου,
στον πυρετό της ύλης σου σαν χρυσοθήρας·
και παθιασμένος με το πάθος σου μνηστήρας,
δούλεψα χρόνια θαμβωρύχος στις σπηλιές σου.
Έζησα χρόνια καλλιεργώντας στις σιωπές σου
κήπους μιας πάθησης κρυφής, αφροδισίας,
υγρά φυλλώματα ατέλειωτης λαγνείας,
σάλιο οι λέξεις να κολλούν στις παρυφές σου.
Έζησα χρόνια απερίσπαστος στο βάθος,
πλαστογραφώντας το συνάλλαγμα του μύθου,
σαν τοκογλύφος θησαυρίζοντας το λάθος.
Τώρα οι μύθοι στα φυλλώματα σωπαίνουν
κι οι νύχτες φέγγουν με φαντάσματα ληκύθου:
της μέρας μου οι πρώτες ύλες ακριβαίνουν.
VII.
Στην άδεια πόλη συναυλία φαντασμάτων,
στην επαρχία περιοδεύει η προδοσία·
και του προσώπου σου οι τροπές ασυδοσία
μιας ανωνύμου εταιρείας των πραγμάτων,
που εκποιεί τα πάθη μας, παλιές συμπτώσεις,
να καταβάλουμε το τέλος των θαυμάτων,
κάτι να λάμψει, να προκύψει, σαν διάττων,
ν’ ανέβουμε στους ουρανούς με τις εκπτώσεις.
Πώς ξεφτιλίζονται τα πάθη μας κι ανοίγουν
στο θάλαμο του χωρισμού οι αρμοί του κόσμου·
αγέλη θάμβους που λυμαίνεται το φως μου
οι νύχτες που επανέρχονται του έρωτά σου,
ήχοι σαν από μετακόμιση θιάσου,
γδούποι, τριγμοί, βρισιές, καταστροφές που επείγουν.
XIII.
Προβάλλεις μέσ’ απ’ τη σιωπή του μέλλοντός μου,
μια τρυφερή περίπτωση ασυδοσίας,
σαρκαστικό υπόλοιπο της νοσταλγίας,
κι ό,τι δεν ζήσαμε μαζί αίτημα κόσμου.
Δώσε μου μια μικρή παράταση θριάμβου,
κάτι σαν πίστωση του άγνωστου, περισσεία,
ν’ ασκούν τα μάτια σου κρυφή λεηλασία,
κι ό,τι φτωχαίνει να παιχτεί, ρυθμός ιάμβου.
«Μου λείπεις» έγραφες, «νιώθω μισή, σα λάθος»:
λέξεις φωνής υποτελείς σε κάποιο βάθος
ανεξαργύρωτο, έντοκη συνουσία·
χρεοκοπήσαμε και πρέπει να εξοφλήσω
το άλλο μισό σε τρέχουσα μυθολογία,
ιδίοις αναλώμασιν να σ’ αγαπήσω.
Από τη συλλογή «Δίγαμα» (1988).
Πηγή: «Διονύσης Καψάλης, Τετραλογία», εκδ. Άγρα, 1997.
Στην εικόνα: Frank Reynolds, «Uriah Heep, a character in Charles Dickens' David Copperfield».
Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020
Τάσος Λειβαδίτης, "Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα"
(αποσπάσματα)
1
Σελήνη 20 ημερών
Γεγονότα
και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,
που δεν
την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους.
…
Λοιπόν, τι
κάνουμε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως όλοι μας
έζησα κι
εγώ αφηρημένα – βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα
πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν’ ανεβάσουμε έν’ άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις
νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν
ή
ονειρεύομαι να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες
και
στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι νεκροί
έτσι έμαθα
τι θα πει αιωνιότητα.
…
Α, έχασα
τις μέρες μου
αναζητώντας
τη ζωή μου.
Ώσπου σιγά
σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα
τρίζει
δυσοίωνα – συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που φύγαν τα χρόνια
τα θρανία
να σαπίζουν κάτω απ’ τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι πάνω στον κομό
χτυπούσε
σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα που τα ’χουμε ξεχάσει
ενώ τα
βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ’ τα σύννεφα
φωτίζοντας
τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο και τα όνειρα των τρελών
που είναι
ίσως αθάνατοι – στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να λύνεις ένα αίνιγμα
ή κλείνεις
μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.
…
Κι αλήθεια
πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε κανείς
και
κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά μου χρόνια
ή τα
βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν πάντα
πόσο
εφήμεροι είμαστε… Κι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα
για να
κόψεις ένα ρόδο αληθινό.
4
Ίνα πληρωθή το ρηθέν…
…
Θυμάσαι
που περιμέναμε με αγωνία την επιστροφή της μητέρας από κάποια επίσκεψη
κι
αργότερα περιμέναμε στη στροφή της σκάλας τη Μαρία του πάνω πατώματος
ύστερα,
άντρες, περιμέναμε ένα μήνυμα, δεν ήρθε ή ίσως ήρθε παραποιημένο, πού να καταλάβεις
μέσα σε τόσα ψεύτικα πράγματα μια τόσο απλή αλήθεια −
δεν
υπάρχει λοιπόν κανείς άλλος μέσα στη ζωή μας, γιατί τόση μοναξιά;
αλλά,
ευτυχώς, μόλις βρεθώ στην κάμαρά μου έχω φαεινές ιδέες: φορώ το σακάκι του
πατέρα κι έτσι είμαστε δυο
ανοίγω την
ομπρέλα μου και είμαι σ’ ένα ωραίο πάρκο, βράδυ, ενώ βρέχει και τα πουλιά
τρέχουν να κρυφτούν
μέσα στον
ύπνο των παιδιών. Τ’ αγάλματα μιλούν τη νύχτα. Κι ας λένε οι άλλοι ότι
παραμιλώ.
…
Ήμουν
τόσο λυπημένος,
που οι
άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα τότε να τραγουδάω κι εγώ
για να μην
καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη φήμη ξένοιαστου ανθρώπου
εξάλλου ο
ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό το ηλίθιο φάντασμα
μιας
παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με ρωτούσε δακρυσμένη «γιατί σ’ αρέσει
να ταπεινώνεσαι;» «θέλω να καταλάβω, μητέρα».
Και κάθε
τόσο απ’ το μεγάλο ρολόι του τοίχου ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων
στο ίδιο
σπίτι μέναμε πολλοί:
ο
γέρος με το φλάουτο
ένας
τρελός χωρίς ηλικία
ένα
φάντασμα απ’ την Οδησσό
εγώ με τα
χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον ουρανό −
τ’
απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω ν’ ανάβουν ένα ένα τ’ άστρα
έτσι έμαθα
την πικρή μοίρα των θνητών.
Μεγάλα
όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ
όμως εσείς
είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα, ενώ η μητέρα
κλειδωνόταν
στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά − νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ
ήξερα ότι είχαν περάσει τα χρόνια
κι έπρεπε
τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ
κι ίσως
αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.
Αλλά κι
όταν τελειώνει η μέρα, γίνεται άξαφνα μια παράξενη ησυχία από πολλά πράγματα
που ξεχάσαμε,
ο αέρας
μυρίζει παλιούς μενεξέδες − το γέρικο νοσοκομείο με τα μικρά κίτρινα φώτα του
τη νύχτα μοιάζει σα να ’ναι
από μιαν
άλλη εξωπραγματική ζωή − εκεί έζησα, άρρωστος από χαμένες ευκαιρίες αιώνων,
όταν γύρισα
σπίτι δεν ακούγονταν πια τ’ ανάλαφρα βήματα των κοριτσιών
ή των
επισκεπτών το βράδυ. Και κάθε φορά που έβαζα ένα δίσκο στο γραμμόφωνο, καταλάβαινα
ότι δεν ξαναρχίζει ποτέ κανείς δυο φορές
και μόνον
ο χρόνος είναι γενναιόδωρος μοιράζοντας σε όλους τη σκοτεινή λησμοσύνη του −
λοιπόν
ποια πράξη μας βαρύνει την ημέρα της Κρίσεως; Ποιος θα σηκωθεί να μας
υπερασπιστεί ή έστω να κάνει μια μικρή αναφορά στ’ όνομά μας;
Έρημα
βράδια και νυχτερινοί δρόμοι που συναντήσαμε τις σκιές εκείνων που τόσο θέλαμε
να ξεχάσουμε!
Ώσπου στο
τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει: πανάρχαιη, ανεξήγητη ανταμοιβή.
9
Ενθύμημα
Μέσ’ από
έρημους δρόμους βρέθηκα κάποτε στην γκρίζα συνοικία των χαμένων καιρών, στάθηκα
σ’ ένα καφενείο, ήπια κονιάκ, απ’ τη μεριά του ήλιου κάθονταν δυο γέροι, δε με
θυμήθηκαν, τα χείλη τους τρεμόπαιζαν σα να μουρμούριζαν κάποιο μυστικό που
μόλις είχαν μάθει και που θα το ξεχνούσαν σε λίγο για πάντα κι αυτό
εδώ
γεννήθηκα, ανάμεσα σε πολύτεκνες οικογένειες που κοιμόντουσαν όλοι στο πάτωμα,
τα χέρια των αγοριών ψαχούλευαν τα κορίτσια σα να ξεφύλλιζαν το πρώτο τους
αναγνωστικό −
συνοικία
των μικρών διαβόλων που πέθαιναν αναμάρτητοι στα 5 ή στα 17 τους χρόνια
σκοτεινά
μικρομάγαζα όπου γυναίκες αγόραζαν φουρκέτες, οι άντρες καπνό και τα παιδιά
όνειρο σε χρωματιστά χαρτάκια
στο δρόμο
προς το σταθμό ύποπτα ξενοδοχεία, όπου οι καμαριέρες άκουγαν τόσους ερωτικούς
στεναγμούς που ξεχνούσαν να γεράσουν
τ’ αγόρια
τραγουδούσαν στις γωνιές − λαρυγγισμοί παιδιών που δε θα υπήρχαν του χρόνου
οι
γυναίκες τ’ απογέματα έβγαιναν στις ξώπορτες κι άκουγαν τη ρομβία ή μιλούσαν
για κάποιο ταξίδι τους, νιόνυφες, στην Τήνο
θυμάμαι τα
βράδια που γυρίζοντας από μια σταυροφορία στο άγνωστο προφταίναμε πάντα το
τέλος του δείπνου: φακές ή τηγανητά αυγά − σα δυο μικρά ηλιοτρόπια
κι ύστερα
ο θόρυβος απ’ το πλύσιμο των πιάτων έφτανε σβησμένος μες στον ύπνο μας σαν ένα
σύντομο χαίρε της ατέλειωτης μέρας
θυμάμαι τα
χειμωνιάτικα απογέματα μ’ ένα χιόνι από παλιά παραμύθια
θυμάμαι τ'
ανοιξιάτικα πρωινά που οι ραπτομηχανές κελάρυζαν σα ρυάκια
κι
αργότερα, έφηβος, χορεύαμε στις αυλές, φωνογράφος με χερούλι, γρατζουνισμένα
ταγκό, κι όπως σφίγγαμε πάνω μας τα κορίτσια, εκείνα κοίταζαν σα μαρμαρωμένα το
κενό ή μας έσπρωχναν κι έφευγαν πανικόβλητα −
αμέτρητες
σελίδες που δε γράφτηκαν ποτέ − ποιος ποιητής θα σε τραγουδήσει, φτωχή λυπημένη
συνοικία, ή ποιος θα μιλήσει για κείνα τ’ άλλα που συμβαίνουν λίγο πιο εκεί απ’
την πραγματική ζωή
ω, αν
μπορούσα να ξαναρχίσω απ’ την οδό Κεραμέων, τότε που περιδιάβαζα κάτω απ’ τις
πιπεριές μ’ έναν Σοπενάουερ στην τσέπη
σ’ εκείνον
το ρομαντικό ρόλο που «έπαιζα» τότε, ανακαλύπτω τώρα ότι υπήρξε ο πιο αληθινός
εαυτός μου
απ’ το
λόφο φυσούσε έν’ απαλό αεράκι που σου ’φερνε δάκρυα κι ουρανός την άνοιξη ήταν
τόσο γαλάζιος, που ήθελες να πεθάνεις
γιατί ο
θάνατος είναι πάντα συνέχεια ενός μεγάλου ονείρου −
συνοικία
με τις παιδικές ψείρες που δε μας ταπείνωναν γιατί μας θύμιζαν τις ωραίες
διηγήσεις του θείου που είχε κάνει αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία
με τα «Μικρά
Μυστικά» των κοριτσιών, που εξαφανίζονταν μυστηριωδώς μόλις γίνονταν γυναίκες
ή τον
Ιούλιο Καίσαρα που διάβαινε καμιά φορά στο βάθος, ξεφεύγοντας το ανιαρό μάθημα
της Ιστορίας
και τ’
ωραίο κορίτσι της οδού Νηλέως που πλάγιαζα μαζί της έφηβος, όταν έμεινε έγκυος
τη χτύπησα, εκείνη απελπισμένη πήγε σ’ ένα σκιτζή γιατρό και πέθανε από
αιμορραγία. Αλλά τώρα έρχεται κάθε νύχτα φέρνοντας μαζί της μια ολόκληρη
χορωδία αγγέλων − ίσως γι’ αυτό δεν μπορώ τις νύχτες να κοιμηθώ.
Συνοικία,
που απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα των καπηλειών ερχόταν η μυρουδιά του κρασιού σαν
θεία συγχώρεση.
Όμως,
ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
γιατί
δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.
13
Περιπλανήσεις
…
Αλλά
τι σημασία έχει;
αφού μόνο
το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη μαγεία ενός χαμένου δειλινού,
ώρες
νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ’ ένα μοναχικό απόγευμα
και συχνά
στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν
γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα, πότε τα ξαναζήσαμε; πού;
Ίσως
για αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ω ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ αφήνεις έξω από την
πόρτα μας
ένα μικρό γιασεμί.
…
Ανείπωτη
στιγμή του κόσμου που δε θα τη ζήσουμε ποτέ εδώ στη γη και τρέμει στον ουρανό
με κάθε αστέρι
κι οι
ερωτευμένοι τα βράδια παίρνουν καθένας ένα μονοπάτι έξω απ’ το χρόνο, μα ώσπου
να γυρίσουν έχει περάσει ο καιρός κι έχουν ξεχάσει ο ένας τον άλλον…
15
Ιστορίες για το χειμώνα
…
Κανείς δε
μιλούσε στη μεγάλη σάλα. Είχαμε μαζευτεί λίγοι παλιοί φίλοι.
Άξαφνα η
πόρτα άνοιξε και κάποιος μπήκε. «Είμαι ο Νικόδημος, είπε. Έρχομαι απ’ το Ευαγγέλιο.
Σύντομα θα με χρειαστείτε.» Και τότε για πρώτη φορά ένιωσα ένοχος
σα να ’ταν
δικό μου σφάλμα η θνητότητά μας. Και μην ξέροντας τι να πω, έκανα πως κοιτάζω τους
τοίχους με τις πεθαμένες μύγες του φθινοπώρου
σαν τις σελίδες
που διαβάζουμε τα σκοτεινά ρήματα του Θεού…
…
Τώρα τα
βράδια κάθομαι σε μισοσκότεινα καφενεία και πίνω με πεθαμένους φίλους
αλλά κι
όταν έφυγα απ’ τα παιδικά μου χρόνια κρατούσα ένα γράμμα που δεν έμαθα ακόμα
πού πρέπει να το πάω
και για
κακή μου τύχη οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν κι αυτοί θνητοί.
Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, (1987).
Πηγή: «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, (Τόμος τρίτος, 1979 - 1990)», εκδ. Κέδρος 2003, 6η έκδοση.
Στην εικόνα: Ο Τάσος Λειβαδίτης εξόριστος στον Άη Στράτη, 1951.
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020
Franz Kafka, "Η πληγή και η λέξη"
8 Νοεμβρίου 1903
Παγωμένα τα σύννεφα.
Οι άνεμοι σέρνουν το κρύο.
Παγωμένοι κι οι άνθρωποι.
Τα βήματα ηχούν σα μέταλλο
Πάνω σε χάλκινες πλάκες,
Και τα μάτια ατενίζουν
Λίμνες λευκές.
Χριστουγεννιάτικα σπιτάκια με φώτα
Και πολύχρωμα παράθυρα που κοιτούν
Στη μικρή χιονισμένη πλατεία.
Ένας άντρας βαδίζει σιωπηλά
Στη φεγγαρόφωτη πλατεία μες το χιόνι,
Και τη μεγάλη του σκιά φυσά
Ο άνεμος πάνω στα σπιτάκια.
Βιαστικά στη Λειτουργία πηγαίνουν
Με θαμπά φωτάκια στο χέρι.
Στο γκρίζο ουρανό σύννεφα περνούν
Πάνω από εκκλησίες
Με μισοσκότεινα καμπαναριά.
Κάποιος που σε αντηρίδα εκκλησίας ακουμπά
Το νερό της νύχτας κοιτά,
Με τα χέρια σε πέτρες αρχαίες.
29 Αυγούστου 1907
με γερμένη την πλάτη μες το πράσινο
σε παγκάκια καθόμαστε.
Τα χέρια μας κρέμονται κάτω,
θλιμμένα ανοιγοκλείνουν τα μάτια μας.
με βήμα τρικλιστό πάνω σε χαλίκια
κάτω απ’ αυτόν τον τεράστιο ουρανό
που απλώνεται μακριά απ’ τους λόφους
ως τους λόφους πέρα μακριά.
τα δυο δέντρα
η ανεξήγητη απαγόρευση
η τιμωρία όλων (φιδιού γυναίκας άντρα)
η εύνοια για τον Κάιν
που τον εξοργίζει με τον λόγο του
οι άνθρωποι αρνούνται πια να τιμωρηθούν
από το πνεύμα μου
τον δρόμο δε βρίσκεις, τον έχασες
Αλίμονο! είναι το χαίρε σου το βράδυ, αλίμονο!
το πρωί
Άλλο τίποτα δε θέλω παρά να μ’ αρπάξουν
χέρια που απλώνονται απ’ την άβυσσο
και λιπόθυμο να με σύρουν κάτω.
Βαρύς πέφτω στα πρόθυμα χέρια.
αργή ομιλία. Εμείς ακούγαμε.
καλυμμένοι μορφασμοί σφιχτά κρατούσαν πάνω
τους το σώμα.
Πόρτες και παράθυρα ανοιχτά
Δρόμοι μακρινοί και άδειοι
Ξαπόστασαν τα φτερά των πουλιών.
Τις κρύες νύχτες ξεγυμνώθηκε το φεγγάρι
Η μυγδαλιά και η ελιά ωρίμασαν κιόλας
τα λυμένα απ’ τη χαρά μέλη,
τα χαλαρά γόνατα,
στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ το μπαλκόνι.
Στο βάθος φύλλα λιγοστά,
σκουρόχρωμα σα μαλλιά.
λαχτάρα μου ήταν το παρόν
λαχτάρα μου ήταν το μέλλον
και μ’ όλα αυτά πεθαίνω σ’ ένα μικρό φυλάκειο
στην άκρη του δρόμου
σ’ ένα παντοτινά όρθιο φέρετρο
σ’ ένα δημόσιο κτήμα
τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.
Τη ζωή μου ξόδεψα πολεμώντας τον πόθο μου
να την τελειώσω.