Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Ορέστης Αλεξάκης, "Μου γνέφουν"




ΕΞΑΡΧΕΙΑ


Κοιτώ μέσα στα μάτια σου βροχές
Διακρίνω φώτα και σκιές να τρέχουν
Υπνοβατώ χωρίς να με προσέχουν
καθώς κυλούν στα βάραθρα εποχές

Δεν έμαθε κανείς για τον νεκρό
Βρέθηκαν ίχνη κήπου στ’ όνειρό του
Πυρομανείς διασχίζουν τη Διδότου
Τα παραμύθια γέμισαν νερό

Χάνομαι σ’ ένα βάθος προσμονής
Κρύβομαι σ’ ένα σώμα δανεισμένο
Φέγγει μπροστά μου βλέμμα δακρυσμένο
μα πίσω από το δάκρυ του κανείς

Η πόλη; Σαν σταθμός του Ηλεκτρικού
Μισόφωτη – με μάτια νυσταγμένα
Σ’ αναζητώ σε βήματα σβησμένα
Στα σχήματα ενός άλλου σκηνικού

Ο χρόνος; Κάτι σαν υποτροπή
Σαν μια παλιά θαμπή φωτογραφία
Γράμματα χαραγμένα στα θρανία
Λόγια που τα σταμάτησε η σιωπή

Κι ο ποιητής; Σ’ ένα τοπίο γυμνό
μεταμφιεσμένος σε κρανιοσκόπο
Πάλι ξυπνώ σ’ αυτόν τον ξένο τόπο
ψάχνοντας δρόμο σπίτι κι ουρανό





ΤΑΡΑΤΑΤΑΜ ή ΤΟ ΞΟΡΚΙ

(Ξόρκι κατά της αϋπνίας. Απαγγέλλεται νοερά σε ρυθμό εμβατηρίου.
Επαναλαμβάνεται συνεχώς μέχρι τελικού αποτελέσματος.)


Χρόνια τώρα στο σκοτάδι περιμένω
Και τα μάτια μου γεμίσανε νερό
Περιμένω τον θεράποντα γιατρό
Τον κλειδούχο που τον ρούφηξε το τρένο

Περιμένω τον ασώματο ιερέα
Τον κουτσό μεταφορέα υαλικών
Τον τραυλό καθηγητή των αγγλικών
Το παιδί με το λιοντάρι στη Νεμέα

Το βαρκάρη που ’χει χάσει τ’ όνομά του
Τη μικρή παραδουλεύτρα Πασχαλιά
Τη Λουντμίλα με τα κίτρινα μαλλιά
Τον πλανόδιο βιολιστή με τα φτερά του

Τον καμπούρη δικαστή με την περούκα
Το χειρούργο με το μαύρο φυλαχτό
Την Οντίν που πια δε βγήκε απ’ το κρυφτό
Το κορίτσι που θρηνεί στην Μπάνια Λούκα

Περιμένω το φαντάρο που κρυώνει
Τη γυναίκα που κοιμάται μοναχή
Την τροτέζα που την έλιωσε η βροχή
Το ζητιάνο που τον σκέπασε το χιόνι

Περιμένω τον τυφλό λαχειοπώλη
Περιμένω τον κουλό θεραπευτή
Περιμένω τον φιλάνθρωπο ληστή
και το δήμαρχο που γκρέμισε την πόλη

Περιμένω την κυρτή πεντικιουρίστα
Τη γριά που θα μου ανάψει το κερί
Τη μητέρα που μου μίλησε νεκρή
Τη Μυρτώ που εξαϋλώθηκε στην πίστα

Περιμένω τον επίγειο ταξιδιώτη
Τον προφήτη που ’χει χάσει το κλειδί
Περιμένω το μονόδοντο παιδί
και το δάσκαλο που ξέμεινε στην πρώτη

Περιμένω το μουγκό θαλαμηπόλο
Περιμένω τον κουφό μπαλωματή
Τον νεκρό στους πάγους εξερευνητή
που επιστρέφει μ’ άλλο σώμα από τον Πόλο

Περιμένω το χαμένο χρυσοθήρα
Περιμένω τον πνιγμένο θερμαστή
Περιμένω τον ανύποπτο εραστή
Περιμένω τον πολύπαθο μνηστήρα

Περιμένω την αθέατη χορωδία
Περιμένω σκοτεινούς εξορκιστές
Περιμένω θυσιαστήριες τελετές
και το πτώμα που ’χει αργήσει στην κηδεία

Περιμένω το Βαρδή και τον Αντώνη
Τη Μαρίνα την Αλκμήνη την Αυγή
Τον Ερμόλαο που αναδύθηκε απ’ τη γη
Τον Νικήτα που βυθίστηκε στη σκόνη

Περιμένω να ’ρθει κάποιος να με σώσει
να μου δώσει κάποιο στίγμα στο κενό
για ν’ αντέξω τον αντίπαλο ουρανό
και τη γυάλινη σιωπή που μ’ έχει ζώσει

Ταρατάμ ταρατατάμ ταράτα τάμταμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταρατατάμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταρατατάμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταράτα τάμταμ
κ. ο. κ.





Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΣ


Ο ποιητής υποφέρει           Ο ποιητής υποφέρει
γιατί έχει χάσει το δρόμο και πού πηγαίνει δεν ξέρει
και περπατά δίχως μνήμη σ’ αυτή τη χώρα του νότου
ενώ ένα μαύρο ποτάμι μπαίνει συχνά στ’ όνειρό του

Ο ποιητής δε γνωρίζει μόνο αγρυπνά και δακρύζει
σαν να τον κράζουν οι ρίζες υπόγειους κήπους σκαλίζει
και μέρα νύχτα τα ερείπια της ύπαρξής του ανασκάβει
κι ένα σκυλί σκοτωμένο μέσα στα τρόχαλα θάβει

Κι άλλοτε πάλι μονάχος κωπηλατεί σε μια λίμνη
και λυπημένος κοιτάζει την άδεια θέση στην πρύμνη
Κι ενώ απ’ τα βάθη των χρόνων ένα παιδί τον φωνάζει
νιώθει που η βάρκα του γέρνει κι αγάλι αγάλι βουλιάζει

Κι ακούει μια μάνα να λέει την ίδια πάντα ιστορία
Κρυμμένη πίσω από ράφια και σκονισμένα βιβλία
Κι όπως η νύχτα ζυγώνει και το σκοτάδι πυκνώνει
Βλέπει −απ’ αλλού− το κορμί του να το σκεπάζει το χιόνι





ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ


Το σώμα σου είναι από κερί
τα μάτια σου σβηστά καντήλια
φοράς στεφάνι από ασφοδίλια
κι είσαι ανεξήγητα νεκρή

Σ’ αναζητώ στις προσευχές
στα πρόσωπα τα ραγισμένα
Τη νύχτα κάρφωναν κι εμένα
δυο μασκοφόρες μοναχές

Σε σκοτεινές καταπακτές
μάτια πνιγμένων βλεφαρίζουν
ανάπηροι άγγελοι ποτίζουν
περιδεείς προσκυνητές

Κι εγώ σαν να ’χω προδοθεί
γυμνός σε πέτρινο κρεβάτι
και με φωτίζει το άδειο μάτι
που από παιδί με ακολουθεί





NOTTURNO


Κάποιος έχει φύγει από το σπίτι
Κάποιος άλλος περπατάει στο δώμα
Νύχτα και δεν φάνηκεν ακόμα
το παιδί που μπαίνει απ’ το φεγγίτη

Εμπνοές σαλεύουν τις κουρτίνες
Όνειρα κι αράχνες με μουδιάζουν
Τα φεγγάρια ασίγαστα κοάζουν
Γέμισε το δέρμα μου λειχήνες

Ίσκιοι του ανυπόστατου επιστρέφουν
Κύλησαν νομίσματα στο χώμα
Νούφαρα σου σκέπασαν το σώμα
Δυο τρελοί απ’ το ξέφωτο μου γνέφουν

Σαν να ψάχνω κάποιο μονοπάτι
Σαν ν’ αναγνωρίζω τα σημάδια
Προχωρώ στ’ αδιάλυτα σκοτάδια
μ’ ανοιχτό το μέσα μόνο μάτι





Από τη συλλογή «Μου γνέφουν» (2000).
Πηγή: «Ορέστης Αλεξάκης - Ποίηση [1960 - 2009]», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.

Στην εικόνα: Georges de La Tour: «Joseph the Carpenter».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Η σοφίτα"




Η σοφίτα


Ο κύριος Μενέλαος είναι ο πατέρας της φίλης μου, της Άννας. Η ανάσα βγαίνει και σκαμπιλίζει τα μούτρα του, ακούει μόνο αναμνήσεις, είναι ένας εξόριστος της αγάπης, γιατί η αγάπη μεταμορφώνεται, γίνεται μίσος, τιμωρεί με δηλητήριο, ήθελε κάποτε το καλό του, τώρα ορκίζεται στο κακό του. Είναι ψηλός, αρχοντικός, γερό σκαρί, με περιττά κιλά. Γερνάει μόνος, χωρίς κουβέντες παρηγοριάς, χωρίς ένα χέρι να τον αγγίξει. Όσο μεγαλώνει νυστάζει, κοιμάται σε ανύποπτο χρόνο στις καρέκλες και στον καναπέ, λυπάται που δεν τα κατάφερε, νιώθει έναν οίκτο για τον εαυτό του και βαθιά μέσα του παρακαλά για μια ελάχιστη συγχώρεση. Ο πατέρας της φίλης μου ζει σε μια μικρή σοφίτα, που μοιάζει με αποθήκη και είναι παντελώς βρώμικη. Δεν έχει μάθει ποτέ του να είναι νοικοκύρης. Δε θα ακούσει ποτέ του ότι κάτι πρόσφερε κι αυτός. «Δεν μπορεί να τα έκανα όλα λάθος», παραμιλάει. Κάποιες φορές από το τηλέφωνο ξεφεύγει ένας λυγμός, όταν μιλάει με τις κόρες του. Η σοφίτα που μένει έχει μια μυστική συγγένεια στο μυαλό του με το κιβούρι. Εκεί χώμα, εδώ ουρανός, αλλά κατά βάθος το ίδιο. Το βλέμμα της γυναίκας του, που δεν τον συγχώρεσε για τις απιστίες του, θα τον συνοδεύει μέχρι το τελευταίο του βήμα, πριν καταρρεύσει. Μετά δε θα είναι ο ίδιος, το μυαλό του θα έχει διαλείψεις, θα προκαλεί αμήχανα μειδιάματα στις νοσοκόμες, με τα αλλοπρόσαλλα λόγια του. Είναι απίθανο πόσες εικόνες έρχονται στη μνήμη του από την παιδική ηλικία ανάμεικτες με τη δουλειά του στο εμπόριο, με φίλους, με μαγαζιά που επισκεπτόταν. «Δεν έχει κάποιον δικό του;» θα αναρωτιούνται οι ασθενείς στον ίδιο θάλαμο. Οι δείκτες κρεατινίνης αυξάνονται. Εκείνο το μεσημέρι η αναπνοή του ήταν βαριά, με δυσκολία έβγαινε. Μια έντονη δύσπνοια. Εκείνο το απόγευμα η μία κόρη, η αδελφή της Άννας, τον επισκέφτηκε, στάθηκε δίπλα του και του είπε πως τον συγχωρεί. Αναρωτιέμαι αν την άκουσε. Κι αν την άκουσε πώς να αισθάνθηκε. Τα μεσάνυχτα πέθανε. Ένα χέρι τον μετέφερε, δεν ήταν των παιδιών του, ήταν το δικό μου. Τότε δεν υποψιαζόμουν ότι το σώμα το άψυχο που έσερνα θα μπορούσε να γίνει η παραβολή του δικού μου σώματος, της δικής μου τύχης. Τον κύριο Μενέλαο δεν τον αποχαιρέτησε η αγάπη. Ήταν ένα απλό τελετουργικό, ένα λιτό ξόδι.



Ιγνάτης Χουβαρδάς



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Michiel Sweerts, «Visiting the Sick» (detail).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

καρυοθραύστις. Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης. Τεύχος 4, Απρίλιος 2020



καρυοθραύστις
Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης
Τεύχος 4
Απρίλιος 2020

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: Όταν η αξιοπρέπεια βοά

    7   Βασίλης Ιωαννίδης: Πεδίο θραύσεως
  11   Durs Grünbein: Παραλλαγή επί κανενός θέματος (Μετάφραση - επίμετρο: Συμεών
         Γρ. Σταμπουλού)

ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ
ΟΤΑΝ Η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΒΟΑ
επιμέλεια αφιερώματος: Κ.Θ. Ριζάκης - Γ. Δελιόπουλος
  33   Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: Τρία ποιήματα
  37   Δημήτρης Κόκορης: Μικρή εισαγωγή στο έργο του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου
  47   Γιώργος Γώτης: Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: ο χώρος και ο χρόνος
  53   Τάσος Καλούτσας: Πάθη σωμάτων και πάθη ψυχών
  59   Δήμητρα Μήττα: Διαβάζοντας κείμενα του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου: σχόλια,
         σημειώσεις, αναρωτήσεις
  71   Δημήτρης Ι. Καραμβάλης: Μικρό οδοιπορικό στην ποίηση του Πρόδρομου Χ.
         Μάρκογλου
  77   Σωτήρης Σαράκης: Από το όνειρο της κοινοκτημοσύνης στην κοινοκτημοσύνη των
         ονείρων
  87   Μαρία Ζαγκλαρά: Οι λέξεις, Έσχατη υπόσχεση, στην ποιητική γεωγραφία του
         Μάρκογλου
  95   Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου: Η αγρύπνια του ποιητή
103   Γιώργος Βέης: Για τον Πρόδρομο Χ. Μάρκογλου
109   Άννα Γρίβα: Ελεγεία ματαιωμένων ονείρων: μια περιδιάβαση στη συλλογή
         διηγημάτων του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, Τα σύννεφα ταξιδεύουν τη νύχτα
113   Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: Μέσα απ’ τα μάτια των άλλων: σκέψεις πάνω στο
         έργο του ποιητή Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου
124   Έλενα Πολυγένη: Τα μάτια ενός ερειπωμένου κόσμου
130   Ελένη Σιγαλού: «Σπαρακτική ενδοχώρα»
134   Γεωργία Κολοβελώνη: Των λέξεων ακέραιος
135   Κ.Θ. Ριζάκης: στη δικαιοδοσία της γραφής
137   Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: Αυτοπαρουσίαση

ΠΟΙΗΣΗ
139   Χαρά Πρεβεδώρου: Τέσσερα ποιήματα
143   Γιώργος Χ. Θεοχάρης: Ο γέρος και το κορίτσι
145   Άντζελα Γεωργοτά: Τρία ποιήματα
147   Έλσα Κορνέτη: Πέντε ποιήματα
155   Διώνη Δημητριάδου: Λύκος και δαίμονας μαζί
157   Ξανθίππη Ζαχοπούλου: Δύο ποιήματα
159   Victor Hugo: Το παιδί (Εισαγωγή - μετάφραση: Νεφέλη Γκάτσου)
163   Leconte de Lisle: Θεοφάνεια (Εισαγωγή - μετάφραση: Νεφέλη Γκάτσου)
165   Charles Bernstein: Πέντε ποιήματα (Εισαγωγή - μετάφραση: Κώστας Λιννός)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
169   Όλγα Πατσούρα-Λένη: Τρία διηγήματα
173   Joseph Kessel: Ο κομισάριος του θανάτου (Εισαγωγή - μετάφραση:
         Φοίβος Ι. Πιομπίνος)

ΑΥΤΟΣΧΟΛΙΟ
179   Ειρήνη Μαργαρίτη: Για το γιατί: αυτοσχόλιο για την ποιητική συλλογή φλοῦ
183   Νεκταρία Μενδρινού: Από την έμπνευση στο τυπωθήτω: αυτοσχόλιο για την
         ποιητική συλλογή Σύννεφα στο νερό
187   Διονύσης Στεργιούλας: Η σκιά του μοναχικού δέντρου: αυτοσχόλιο για την
         ποιητική συλλογή Καθόλου ποιήματα

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
191   Ο σκηνοθέτης Παύλος Δανελάτος συνομιλεί ανακρινόμενος διακριτικά με τη
         Δήμητρα Μήττα
199   Η Γλύκα Διονυσοπούλου συνομιλεί με τον εικαστικό Χάρη Κοντοσφύρη

ΒΙΒΛΙΟΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
207   Παναγιώτης Βούζης: Παρακειμένων εκείνων (Χριστίνα Καραντώνη, Παρακειμένων
         Εκείνων, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2019)
211   Πέτρος Γκολίτσης: Από την ώριμη τρέλα σε μια ανανεωμένη αναγεννησιακή
         λεπτότητα (Άννα Γρίβα, Σκοτεινή κλωστή δεμένη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2017)
220   Αλέξης Ζήρας: Αποκρύψεις, ενοχές και βία στα χρόνια του ’40 (Δημήτρης
         Πετσετίδης, Επί τέσσερα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014)
226   Κατερίνα Κουλουκάτση: Το τανγκό των λέξεων:
         παράσταση σε τρεις πράξεις - διπλή διανομή
         (Χρήστος Τουμανίδης - Γιώργος Δελιόπουλος, Εορδαία Γη, εκδ. Ρώμη, 2019)

ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑΣ
235   Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου
         Εισαγωγικό σημείωμα: Χριστίνα Καραντώνη
         Ερανισμός ανέκδοτων ποιημάτων: Κ.Θ.Ρ.
         Κριτική παρουσίαση: Λίλια Τσούβα


Το παρόν τεύχος κοσμούν έργα του εικαστικού Χάρη Κοντοσφύρη
Οι φωτογραφίες στο αφιέρωμα για το έργο του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του ποιητή

---

Διεύθυνση: Κώστας Θ. Ριζάκης
Σύμβουλοι έκδοσης: Γιώργος Δελιόπουλος, Βάσω Οικονομοπούλου
Συντακτική επιτροπή: Άννα Αφεντουλίδου, Ούρσουλα Φωσκόλου, Παναγιώτης Βούζης,
         Μαρία Ζαγκλαρά, Νεφέλη Γκάτσου
Ειδικοί Συνεργάτες: Αλέξης Ζήρας, Βασίλης Ιωαννίδης, Διώνη Δημητριάδου
Εικαστική επιμέλεια: Γλύκα Διονυσοπούλου



Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη, "Τέσσερα χαϊκού"




                                                    1.

                                                    διάφανη νύχτα
                                                          στο κορμί σου υφαίνω
                                                                        πνίγηκα στ’ άστρα




                                                    2.

                                                    στα σώματά μας
                                                          χώρες απέραντες
                                                                        εξερευνήσαμε




                                                    3.

                                                    σε παράθυρα
                                                          μυστικά των βλεφάρων
                                                                        σώνονται ίσκιοι




                                                    4.

                                                    σε άνθη ροδιάς
                                                          γύμνωσες πεταλούδα
                                                                        φτερά ανέμου



Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Francesca Woodman, «Self-deceit, 1», Rome Italy, 1978 (detail).

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Αλέξης Τραϊανός, "Το σύνδρομο του Ελπήνορα"




Σύνδρομο του Ελπήνορα ή Έτοιμος


Ντυμένος
Περιμένοντας να ξημερώσει
Πολιορκημένος από μέθη
Ξυπνούσα
Κοιτούσα
Γεμάτο σάπια αβγά το κρεβάτι μου

Ξαπλωμένος
Απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα
Του δωματίου μου
Βλέπω πάντα το ίδιο τοπίο

Τη μισάνοιχτη πόρτα του αποχωρητηρίου
Μισή άσπρη λεκάνη
Μισό μαύρο καπάκι
Το σφουγγαρόπανο για τα δάκρυα
Καμένα μάτια φαντασμάτων
Στο λεπρό καθρέφτη

Ντυμένος
Ξαπλωμένος
Βλέπω την επανάσταση
Περιμένω το χρόνο
Έτοιμος να πετάξω
Μ’ αυτήν εδώ την πτήση της τρέλας
Για τα ξημερώματα
Μ’ αυτήν εδώ τη βαλίτσα γεμάτη
Σκέψεις παρανοϊκών
Αποφύσεις κτηνών
Μ’ αυτήν εδώ τη βαλίτσα
Γεμάτη τα σάπια αβγά του εδώ κόσμου
Ακουμπισμένη στα πόδια μου

Σ’ αυτήν εδώ τη βαλίτσα
Βρίσκεται το πτώμα μου

Ο νυχτωμένος κόκορας ο δολοφονημένος

Κι εγώ μέσα στα χειρουργεία της ποίησης
Σπαραγμένος
Κι εγώ μέσα στα χειρουργεία της ποίησης
Ξαγρυπνώντας

Για ποιόν γράφω
Ποια είναι η χώρα μου

Θηρία και λοβοτομημένα ζώα





Νύχτα στρυχνίνης


Ο σταλαγμίτης λόγος
Και ποιος
Από εστιατορίων κρεματόρια
Και σακακιού πέτα
Απών ποιητής βγαίνοντας
Αυτή τη νύχτα
Στρυχνίνης και καταστροφής

Φόδρα του δέρματος
Γάτα με τις εννιά ουρές
Γέλια γύρω από αλατιέρες
Χείμαρρος από χίμαιρα

Φουσκώνοντας
Και του διαβόλου ακόμα το σοκάκι
Περισσότερη νύχτα
Και περισσότερες νυχτερίδες

Ο υδράργυρος να πέφτει να πέφτει
Μεσάνυχτα να στάζουν
Σ’ ένα τελείως άσπρο δωμάτιο

Δε θα μπορέσεις να φύγεις από τους τοίχους
Τώρα που το ταβάνι συνέχεια κατεβαίνει

Στίχοι τερμίτες φάγαν τις σελίδες

Ύστερα άρχισαν να περπατάν
Μες στο κεφάλι σου

Δεν επαρκείς Δεν επαρκείς
Δεν έχεις λόγο να αρκείσαι
Μέσα σ’ αυτό το πράμα

Στις οχτώμιση πόλη
Τα μεσάνυχτα τάφος
Υπόνομοι λέξεων
Και ποιητές εγγαστρίμυθοι





Φύλακας ερειπίων


Μέρες σέρνοντας πίσω τους
άδεια περίεργα αντικείμενα

Ώστε να ζεις πάλι τα πράγματα
Απ’ όπου κάποτε αναχωρήσεις για πάντα

Βρώμικα παγωμένα νερά
Σκόνη νεκρών αετών βαθιά
Σε τεράστια κοιμισμένα κτίρια
Το απαγχονισμένο τοπίο κι η φρίκη του
Με τους τέσσερις τοίχους του ορίζοντα
Να κλείνει το πρωινό
Γκρίζα κηλίδα μέσα στο μάτι σου

Ν’ ανοίγει το καφενείο πληγή
Για να μοιράσεις ξανά τα χαρτιά σου
Στο τίποτα
Αδόλφε παλιέ αδελφέ του Θανάτου
Σε μαγαζί στη στοά
Στο πάτωμα πριονίδια
Και μια μαύρη γριά
Μ’ έναν αργό μπόγο μοναξιάς
Σε μια δίχως τέλος κι αρχή
Τρίτης Κατηγορίας ιστορία
Όπου εσύ πεθαμένος θαμώνας
Ξύνεις τα μολύβια σου
Ξύνεις τα χρόνια σου
Ξύνεις τον εγκέφαλο
Όλων αυτών των τρελών
Να δεις αν μπορούν να ξεχωρίσουν
Μερικά βασικά χρώματα

Ίσως να γράψεις το αριστούργημά σου
Σ’ ένα κοσμικό ψυχιατρείο
Να κοιτάς συνέχεια το χειμώνα

Βέβαια καθόλου παράξενο
Αφού σε τόσες περιπτώσεις
Μ’ αυτό το αφηνιασμένο
Απ’ την αιμορραγία αίμα σου
Κατορθώνεις την πτώση
Έτσι
Που με τα μάτια σου της νυχτερίδας
Ακουμπάς το σκοτάδι
Και με τα δάχτυλά σου της νυχτερίδας
Περπατάς πετάς
Μέσα στις φέτες του καλοριφέρ
Που τόσα καλοκαίρια έχεις φωλιάσει

Νιώθεις έτσι το κρότο τις νύχτας
Ήσυχη μες στα έπιπλα πλήξη
Εσύ που θα φύγεις
Με τα πρώτα σκουπίδια
Τα αποτσίγαρα τα άδεια μπουκάλια
Τα ξεραμένα λουλούδια
Φύλακας ερειπίων
Βαλμένος κι εσύ σε μια νάιλον σακούλα
Με μια υποψία πως κλέφτες θα έρθουν
Για αυτά τα λείψανα έστω
Κι αυτό το μακρύ
Κίτρινο
Χαλασμένο
Δόντι του ήλιου





Από την συλλογή «Το σύνδρομο του Ελπήνορα» (1984).
Πηγή: «Αλέξης Τραϊανός, Φύλακας ερειπίων - Τα ποιήματα», εκδ. Πλέθρον, 1991.

Στην εικόνα: Marc Chagall, "The Soul of Elpenor" (detail).

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Ηβάν Μπόλαντ, "Καραντίνα", (μετάφραση - επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)




Καραντίνα

Ηβάν Μπόλαντ, 1944-2020


Στης χειρότερης εποχής τη χειρότερη ώρα
          στο χειρότερο χρόνο ενός ολόκληρου λαού
έφυγ’ ένας άντρας απ’ το φτωχοκομείο μαζί με τη γυναίκα του.
Πήγαινε —πήγαιναν και οι δυο μαζί— στα βόρεια.

Εκείνη είχε πυρετό απ’ τον λοιμό και δεν μπορούσε άλλο.
          Τη σήκωσε εκείνος και την έβαλε στην πλάτη του.
Προχώρησ’ έτσι δυτικά και δυτικά και βόρεια.
Ώσπου έφτασαν το απόβραδο κάτω απ τα παγωμένα άστρα.

Το πρωινό τούς βρήκαν και τους δύο πεθαμένους.
          Απ’ το κρύο. Απ’ την πείνα. Απ’ τις τοξίνες γενικά της ιστορίας.
Κρατούσε όμως τα πόδια της σφιχτά στο στέρνο του.
Της σάρκας η στερνή του φλόγα ήταν το ύστατο δώρο του σε ’κείνη.

Κανένα ποίημα αγάπης στο κατώφλι αυτό ποτέ μην πλησιάσει.
          Κανένας χώρος δεν υπάρχει εδώ γι’ ανακριβή
εγκώμια στα νάζια και στον αισθησιασμό του σώματος
Υπάρχει μόνο χρόνος για ’κείνη την ανηλεή καταγραφή:

Τον θάνατο των δυο τους το χειμώνα του 1847.
          Κι ακόμα το τι πέρασαν. Πώς έζησαν.
Και τι υπάρχει μεταξύ μίας γυναίκας κι ενός άντρα.
Και σε ποιον ζόφο αυτό μπορεί κάλλιστα να φανερωθεί.



Μετάφραση: Σοφία Γιοβάνογλου

---


Quarantine (1)

Eavan Boland, 1944-2020


In the worst hour of the worst season
          of the worst year of a whole people
a man set out from the workhouse with his wife.
He was walking — they were both walking — north.

She was sick with famine fever and could not keep up.
          He lifted her and put her on his back.
He walked like that west and west and north.
Until at nightfall under freezing stars they arrived.

In the morning they were both found dead.
          Of cold. Of hunger. Of the toxins of a whole history.
But her feet were held against his breastbone.
The last heat of his flesh was his last gift to her.

Let no love poem ever come to this threshold.
          There is no place here for the inexact
praise of the easy graces and sensuality of the body.
There is only time for this merciless inventory:

Their death together in the winter of 1847.
          Also what they suffered. How they lived.
And what there is between a man and woman.
And in which darkness it can best be proved.


---


Ηβάν Μπόλαντ (Eavan Boland): Ιρλανδή ποιήτρια, γεννημένη στο Δουβλίνο το 1944. Πέρασε την παιδική της ηλικία στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και επέστρεψε στην Ιρλανδία στην εφηβεία της. Φοίτησε στο Κολλέγιο Τρίνιτυ και, φοιτήτρια ακόμη, εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, “23 Poems(2).
Ακολούθησαν πολλές άλλες, μεταξύ των οποίων οι συλλογές: “A Poets Dublin” (Carcanet Press, 2014), “A Woman Without a Country” (W. W. Norton, 2014), “New Collected Poems” (W. W. Norton, 2008), απ’ όπου και το μεταφρασμένο ποίημα (3) —αν και για πρώτη φορά συμπεριλήφθηκε στη συλλογή “Against Love Poetry” (W. W. Norton, 2001)—, “Domestic Violence” (W. W. Norton, 2007), “The Lost Land” (W. W. Norton, 1998).
Στο επίκεντρο του έργου της βρίσκονται ζητήματα που αφορούν στη γυναικεία φύση και στις παραδοσιακές “κατασκευές” της, τις οποίες η ίδια υπονομεύει. Σημαντική επίδραση στη γραφή της ασκούν, επίσης, η ιστορία και η μυθολογία της Ιρλανδίας που τις προσεγγίζει με έναν δικό της νέο τρόπο.
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ της Καλιφόρνιας. Διακρίθηκε και βραβεύθηκε για το έργο της. Πέθανε στις 27 Απριλίου του 2020.


Σχετικά με το ποίημα
Το ποίημα αναφέρεται στον καταστροφικό Μεγάλο Λοιμό που έπληξε την Ιρλανδία  τη δεκαετία του 1840, εξ αιτίας του οποίου και των ασθενειών που έφερε μαζί του πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες Ιρλανδοί και Ιρλανδές. Η καταστροφή αυτή σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία της χώρας.


Αναφορές
(1) Για το ποίημα στην αγγλική γλώσσα, βλ. σε: Poets.org (χ.χ.), Poems, Quarantine. Στον ιστότοπο: https://poets.org/poem/quarantine (προσφάτως: 02-05-2020).

(2) Poetry Foundation (2020), Eavan Boland 1944-2020. Στον ιστότοπο: https://www.poetryfoundation.org/poets/eavan-boland (προσφάτως: 02-05-2020).

(3) Poets.org (χ.χ.), Poets, Eavan Boland. Στον ιστότοπο: https://poets.org/poet/eavan-boland (προσφάτως: 02-05-2020).


Πηγές για την εικόνα: Twitter & Publishing Women.

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Ειρήνη Μπόμπολη, "Με την αφή"




ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗ


Έτσι θυμάμαι τα πράγματα.
Με την αφή.
Του μυαλού, της γλώσσας, των ματιών.
Και με την αφή του χεριού, δε λέω-
Άδειες -γεμάτες αγκαλιές έχουν κοινό
παρονομαστή: Ως πότε;
Είναι η αφή ωδίνουσα μνήμη.
Ένα βιβλίο, ένα μάγουλο…
Ένα φιλί σε ιδρωμένο σώμα…
Έχει και ο πόθος την αφή
πικρής λάβας.

Έτσι θυμάμαι και έτσι προσδοκώ.
Με την αφή.
Έτσι θυμάμαι τον τραχύ ήχο της άρνησης
Έτσι προσδοκώ το αλμυρό κάλεσμα
ενός καινούργιου σφάχτη.

Ανθρώπινη υπόθεση η αφή.
Είναι η χωμάτινη αλήθεια του χρόνου
Είναι ο δρόμος της Ποίησης!





ΘΕΩΡΗΜΑ


Η τετραγωνική ρίζα του πόθου
ισούται
με το άθροισμα των οξειών γωνιών
της πιθανής χαράς
δια
το περίσσευμα της οδύνης
μείον:
Η απώλεια του Εγώ.





ΘΛΙΨΗ


Ούτε η θάλασσα, ούτε η βροχή
Δεν έχουν τόπο αρκετό
Να σε φωλιάσουν.

Ούτε τα άστρα ούτε η αυγή
Δεν έχουν λίκνο τρυφερό
Να σε αγκαλιάσουν.

Ούτε η κόλαση ούτε η άλαλη ακτή
ξέρουν από τέτοιο μακελειό
να σε δικάσουν.

Κι είσαι δέντρο, είσαι γη
είσαι ανάγκης ριζικό,

έγινες πέλαγος πληγή
σαράκι αποδημητικό.

Και πώς να φτάσω;

                                                        21-05-2017





Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Το ταξίδι αυτό έχει προορισμόν, Εσένα!
Και σε θέλω
Χωρίς λέξεις, φράσεις συλλαβές
Χωρίς ομοιοκαταληξίες και κρότους ήχων
Χωρίς μια στάλα ύλη στο σώμα σου

Θα σε συναντήσω
Κάποτε

Θα σε αναγνωρίσω από την αύρα της θάλασσας
που σε γέννησε
Από την αίσθηση κάθετης γραμμής
Στο «έτσι είναι η Ποίηση», κατάστηθα!
Θα σε αναγνωρίσω από το φως το αγίνωτο
Και απ’ το ηδονικό σου χαμόγελο
Έλξη ακατανίκητη!

Θα σε αναγνωρίσω Ποίημα που δε γράφτηκες
Και δε θα γραφείς
Παρά θα ίπτασαι
Αγγελιαφόρος Διόνυσος





ΤΟ ΖΥΓΙ


Τι παραπάνω μπορείς να είσαι
πέρα από δύο τρία πράγματα
που σε σημάδεψαν.
Ένα παιχνίδι επιρρημάτων ο χρόνος:
Τώρα.
Έως εδώ.
Ποτέ!

(Στο ζύγι πάντα βαραίνει το Ποτέ!)






Από τη συλλογή «Με την αφή», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2020.