ΥΠΕΡ ΑΝΘΕΩΝ, ΣΕΛΗΝΗΣ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΩΝ
Δεν είμ’ εδώ που ψάχνεις.
Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.
Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.
Τι γυρεύω.
Πάνος Θασίτης, «Ο νεκρός ποιητής»
Νομίζω πως αδικείς τα λουλούδια,αδικείς και το φεγγάρι.Άλλωστε ποτέ δεν τα ρωτήσαμε.Αδιάφοροι πάντα για τις προτιμήσεις τους.
Ποτέ δεν ντράπηκα για το λευκό διατσέντοή το γεράνι στον κήπο μου ποτέδεν κουράστηκα να γράφω γι’ αυτά,να τους μιλώ και ν’ αλαφρώνωκάθε που τα κρίματα κατάτρωγαν το στήθος μου.Πάντα μικρόςστης δικής τους ταπεινότητας το ύψος.
Δεν θρηνούν τα λουλούδια, δεν οιμώζουν τα
μπάρσαμα.Ξένο στο κάλλος τους το μάλαμα, κι η δάφνημυριστικό του δείπνου φυλλαράκι − όχι νίκη.
Κι αν αρνήθηκα τις ανθοδέσμεςήταν για τα χέρια που τις πρόσφεραν, όχιγια τα άνθη. Τούτα τα λυπόμουν, έτσι δεμένα,τόσο μακρινά, τόσο ξέναστα δάχτυλα που τα προσφέρουν...
Ναι, και το φεγγάρι ποτέ δεν ήταν εύκολο.Όχι το ζαχαρένιο εκείνο το γλυκό σαν μάντολασε βλέμμα μέσα μελωμένο,παρά το άλλο, μοναχικό και πράο,που η Σιωπή με ήχους το τυλίγει,ώσπου εναγώνια ν’ αναδώσειτης ψυχής μας τη φωνή.Σκληρό, πολύ σκληρό κάποτεσαν κοφτερή κάτω απ’ τον ήλιο μάκελλα τις ώρες του σκάλου.(Εκεί,στης σιωπηλής μου φίλης το κηπάκι,έρχονταν συχνά οι θυγατέρες του Πανδίωνακάτω απ’ το δέντρο να σκάψουν το μεγάλο,όχι της λησμονιάς το μπάρσαμο για νά ’βρουν
πάρεξτης ψυχής τους το χαμένον’ ανασύρουν
τζοβαΐρι).
Στάθηκε ποτέ κοινότοπη η φύση; ανάξιασπηλιά για τους κατατρεγμένους, ήτους άλλους,τους τρελούς που με φτερά πετούνε
κέρινα;Υπάρχει πάντα ένα φεγγάριαπό χίλια μάτια σπαραγμένο.Μα τούτο δεν το λες αβάσταχτο.
Όσο για τους ρήτορες,με τόσες εταιρίες πια ποιητικές και συντεχνίες,με τόσα συμπόσια κι επιτροπέςκαι φεστιβάλδικαίως να μπερδεύτηκαν,κι αναζητούνε σίγουροι το φάσμα σουσε τόσα φόρα και ιδρύματααντί για τα νησιά της εξορίας σου, ας πούμε.
(Άλλωστεαδιάφορος δεν ήσουν σ’ όλ’ αυτά.Μετείχες).
Μην απορείς λοιπόν.Είναι πολύ δύσκολο (σχεδόν ακατόρθωτο)να μας βρουν κάπου αλλού.
(Εμένα πάντως αν με γύρευαν,ε κ ε ί α
κ ρ ι β ώ ςθα ήθελα να ψάξουν: μες στα λουλούδια,στο αβάσταχτο φως του φεγγαριού).
10.12.2020
ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΜΥΡΙΝΗ
Και
μέσα σε δάσος από μάσκες,
ζήτησε
να ζήσεις.
Κώστας Καρυωτάκης
Θα κατέβουμε πάλι στο λιμάνιτο πλοίο να υποδεχτούμε του νέου χρόνουπου σε λίγο καταφτάνει.
Εορταστές ξανάμ’ ευχές
βεγγαλικά και κρότουςτην τελευταία τούτη νύχτα του παλαιού ενιαυτούξεπροβοδίζονταςδίχως τίποτε ν’ αλλάζει(ανεπίδεκτοι
κουφοί σε όσα πέρασαν,σε όσα θά ’ρθουν). Κι ωστόσοΑΠΑΝΤΟΧΗ βαφτίζουμε το πλοίο− σαν να μπορεί να σβήσειό,τι γράφτηκε ή ν’ αλλάξειτο αίμα των ανθρώπων έν’ ακόμη σκαλίσε τούτη τη φθαρμένη κλίμακα της μέρας και της νύχτας.
Λευκόαπέραντο σεντόνι μας σκεπάζει.
Δεν είναι χιόνι.Είναι η χαμένη ανάσα μας τ’ αστέριαπου ξέμειναν να φέγγουνμ’ ένα φως χλωμόδίχως τον χτύπο της καρδίας μας.Κι οι δρόμοιπουθενά δεν οδηγούν. Σειρήνες μόνοπεριπολικών κι ασθενοφόρων.
Είναι η ελπίδαπου έγινε ανάθεμα δέντραπου τα φύλλα τους πέφτουν,όταν ο φόβος απλώνεται.
Τώρα ξέρεις.
Όλα μπορούν ν’ ανατραπούν.Κόρη ερατή και πολυθάλμιος να σε ξεκάνει,όπως τον άρρωστο η αρρώστια ήνα σε πάρει βλάμη τουο Χάρος στις μαδάρες,αντί στους κάμπους της ζωής
νεκρός κολλήγας να
δουλεύεις.
Θυμάσαι πώς αρχίζουν και πώς τελειώνουν όλα;Πώς μεγαλώνεις ένα πρόβατο για να το σφάξεις;Πώς ξαποστέλνεις σαν τραγί το πρωτινό σου
ίνδαλμα;
Κάθε χρόνοςένας έρωτας που γρήγορα ξεφτίζει.Πέτρα που ανεβάζεις στην κορφή κι αυτήκατρακυλά με φόρα πίσω στο γουβιασμένο χώμα,
στη νομοτέλεια του μαγνήτη.
Κύκλοςτης ελπίδας και της διάψευσης.
Κάθε χρόνος και μια ρυτίδαστο σακούλι των γηρατειών. Αυτά με τρομάζουν.Ο ξεπεσμός της σάρκας η στέγνιατου μυαλού
η δυσφορία των άλλωνσαν πέσεις και πρέπει να σε
σηκώσουν.Ο κόπος που νικά την αγάπη.Αυτά με τρομάζουν − όχι ο θάνατος.
Ρωτάς: Πότε θα
πετάξουμε τις μάσκες;
Ποιες απ’ όλες;Τις φανερές ή τις ύπουλες;Τις πρώτες εύκολα κανείς τις ξεφορτώνεται.Μα τις άλλες,που κατάφαγαν το πρόσωπό μας, άντενα τις βγάλεις! Κόλλησαν στο πετσί,έγιναν δέρμα μας, δεν βγαίνουν.Μην περιμένεις.Άλλος λοιμός αυτός. Άλλο τροπάρι.Κανένα εμβόλιο δεν μας σώζει.
Πανσέληνος απόψε. Η τελευταίατου έτους που φεύγει.Παγωμένο φεγγάρι το λένε.
Γιατί τάχα;Νά ’ναι πιο κρύο απ’ τα χέρια μας,απ’ τα ντουβάρια που κλειδώνουν τη ζωή μας;(Βγήκαν οι μπάτσοι με μεγάφωνακαι σαλαγούντα πρόβατα στη στρούγγα).Κανείς δεν πιστεύει στον θάνατο,σ’ αυτούς που κάθε μέρα μάς μετρούνκαι λένε θα
πεθάνετε.
Μα
πιστεύουμεστον θάνατο που γεννιέταικαι πεθαίνει μαζί μας. Που πιστόςμας συντροφεύει πάντα− πιο ταπεινός από μάς,λιγότερο επίμονος ή ξένος.
Φεγγάρι.Το μόνο φωτεινό σ’ αυτή την έρημηεπίπλαστη Πρωτοχρονιά.Το μόνο γεμάτοτώρα που άδεια η πλατεία ξεπαγιάζειμες στους χτύπους ενός αόρατου εκκρεμούς.
Πρωτοχρονιά 2021
Πρώτη
δημοσίευση
Στην
εικόνα:
Albert Pinkham Ryder, «The Lovers' Boat» (1881).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Ο Ιωάννης Σεβαστιανός
Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες.
Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή
του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις
"κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα
λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ,
ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί
στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ
στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν
ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.