Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Κώστας Θ. Ριζάκης, "γυμνός επί τα μάτια"





υποθηκαίγων


δεν σίγουρα δεν αιφνίδια φεύγουν
όλα στο καθώς κόμπιασα αληθές το
εύτρομον του ό λ ο ι ξεροσφυρίζει ο
φάρυγγας πώς δά ναν το χωνέψεις ότ’

είθισται πια ο θάνατος ζωές ναν διευθύνεις
ν’ αναστατώνεις στρέμματα του παρελθόντος

νόστου (εις μάτην αυριοποίημα ξεπουπουλίζεις νότες)





η εμπειρομάτα


κλωστούλα τήν μετάξινη κλωστήν στο
υποτυπώδες πλην ατσάλινον βελόνι άρτι
περασμένη συν κ’ η του μέσου δακτυλήθρα
σπρώχνουσα βοηθητικά το όλον σκηνικό
τί έραβες τί ράβεις μήνα μπαλώνεται στα

ύστερα εξήντα χρόνων πλεύσις θαλασσινή ώστε

κάθε στροφή του τιμονιού μιαν αρμαθιά ναυάγια





ανθούσιος


αχνίζει στο τοπίον παλλευκάζον ο ίσκιος
δεν καταδέχεται να επί χωμάτων κ’ ήδη
κατεβεί δεσπόζεις μόνον μέχρις άκρων τ’
άβουλον περιβόλου χιονάκι μα έως γκρέιντερ

η ματιά ξεπουπουλιάζ’ ιδές το ύψος κάθ’ αιώνιου





Από τη συλλογή «γυμνός επί τα μάτια», ΑΩ Εκδόσεις, 2025.
Εικαστικό εξωφύλλου − εικαστική παρέμβαση: Χριστίνα Καραντώνη.




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαοκτώ συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 220 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Δ. Αγγελή, Γ.Χ. Θεοχάρη, Κ.Α. Κρεμμύδα, Σ.Σ. Σταμπόγλη ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη, Δ. Μήττα, Η. Νικοπούλου, Λ. Καλλέργη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή η, γυμνός επί τα μάτια, ΑΩ Εκδόσεις 2025. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης, "Δύο ποιήματα"





ΥΠΕΡ ΑΝΘΕΩΝ, ΣΕΛΗΝΗΣ ΚΑΙ ΡΗΤΟΡΩΝ

                                  Δεν είμ’ εδώ που ψάχνεις.

                                  Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
                                  στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.

                                  Στις αίθουσες που οι ρήτορες
                                  εκπολιτίζουν το κοινό
                                  με τα φαντάσματά μας.

                                  Τι γυρεύω.

                                  Πάνος Θασίτης, «Ο νεκρός ποιητής»



Νομίζω πως αδικείς τα λουλούδια,
αδικείς και το φεγγάρι.
Άλλωστε ποτέ δεν τα ρωτήσαμε.
Αδιάφοροι πάντα για τις προτιμήσεις τους.

Ποτέ δεν ντράπηκα για το λευκό διατσέντο
ή το γεράνι στον κήπο μου      ποτέ
δεν κουράστηκα να γράφω γι’ αυτά,
να τους μιλώ και ν’ αλαφρώνω
κάθε που τα κρίματα κατάτρωγαν
                                                   το στήθος μου.
Πάντα μικρός
στης δικής τους ταπεινότητας το ύψος.
 
Δεν θρηνούν τα λουλούδια, δεν οιμώζουν
                                       τα μπάρσαμα.
Ξένο στο κάλλος τους το μάλαμα, κι η δάφνη
μυριστικό του δείπνου φυλλαράκι − όχι νίκη.

Κι αν αρνήθηκα τις ανθοδέσμες
ήταν για τα χέρια που τις πρόσφεραν, όχι
για τα άνθη. Τούτα τα λυπόμουν, έτσι δεμένα,
τόσο μακρινά, τόσο ξένα
στα δάχτυλα που τα προσφέρουν...

Ναι, και το φεγγάρι ποτέ δεν ήταν εύκολο.
Όχι το ζαχαρένιο εκείνο
                          το γλυκό σαν μάντολα
σε βλέμμα μέσα μελωμένο,
παρά το άλλο,
          μοναχικό και πράο,
που η Σιωπή με ήχους το τυλίγει,
ώσπου εναγώνια ν’ αναδώσει
της ψυχής μας τη φωνή.
Σκληρό,
                           πολύ σκληρό κάποτε
σαν κοφτερή κάτω απ’ τον ήλιο μάκελλα
                           τις ώρες του σκάλου.
(Εκεί,
στης σιωπηλής μου φίλης το κηπάκι,
έρχονταν συχνά
οι θυγατέρες του Πανδίωνα
κάτω απ’ το δέντρο να σκάψουν το μεγάλο,
όχι της λησμονιάς το μπάρσαμο για νά ’βρουν
                                                          πάρεξ
της ψυχής τους το χαμένο
ν’ ανασύρουν  τζοβαΐρι).                                  
 
Στάθηκε ποτέ κοινότοπη η φύση; ανάξια
σπηλιά για τους κατατρεγμένους, ή
τους άλλους,
τους τρελούς που με φτερά πετούνε
                                                         κέρινα;
Υπάρχει πάντα ένα φεγγάρι
από χίλια μάτια σπαραγμένο.
Μα τούτο δεν το λες αβάσταχτο.

Όσο για τους ρήτορες,
με τόσες εταιρίες πια ποιητικές και συντεχνίες,
με τόσα συμπόσια κι επιτροπές
και φεστιβάλ
δικαίως να μπερδεύτηκαν,
κι αναζητούνε σίγουροι το φάσμα σου
σε τόσα φόρα και ιδρύματα
αντί για τα νησιά της εξορίας σου, ας πούμε.

(Άλλωστε
αδιάφορος δεν ήσουν σ’ όλ’ αυτά.
Μετείχες).

Μην απορείς λοιπόν.
Είναι πολύ δύσκολο (σχεδόν ακατόρθωτο)
να μας βρουν κάπου αλλού.

(Εμένα πάντως αν με γύρευαν,
ε κ ε ί   α κ ρ ι β ώ ς
θα ήθελα να ψάξουν: μες στα λουλούδια,
στο αβάσταχτο φως του φεγγαριού).


                                                     10.12.2020





ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΜΥΡΙΝΗ

                                  Και μέσα σε δάσος από μάσκες,
                                  ζήτησε να ζήσεις.

                                                 Κώστας Καρυωτάκης



Θα κατέβουμε πάλι στο λιμάνι
το πλοίο να υποδεχτούμε του νέου χρόνου
που σε λίγο καταφτάνει.

Εορταστές ξανά
μ’ ευχές     βεγγαλικά και κρότους
την τελευταία τούτη νύχτα του παλαιού ενιαυτού
ξεπροβοδίζοντας
δίχως τίποτε ν’ αλλάζει
(ανεπίδεκτοι      κουφοί σε όσα πέρασαν,
σε όσα θά ’ρθουν). Κι ωστόσο
ΑΠΑΝΤΟΧΗ  βαφτίζουμε το πλοίο
− σαν να μπορεί να σβήσει
ό,τι γράφτηκε
                              ή ν’ αλλάξει
το αίμα των ανθρώπων έν’ ακόμη σκαλί
σε τούτη τη φθαρμένη κλίμακα
της μέρας και της νύχτας.
                                                        Λευκό
απέραντο σεντόνι μας σκεπάζει.
                                                             Δεν είναι χιόνι.
Είναι η χαμένη ανάσα μας     τ’ αστέρια
που ξέμειναν να φέγγουν
μ’ ένα φως χλωμό
δίχως τον χτύπο της καρδίας μας.
Κι οι δρόμοι
πουθενά δεν οδηγούν. Σειρήνες μόνο
περιπολικών κι ασθενοφόρων.
                                                         Είναι η ελπίδα
που έγινε ανάθεμα      δέντρα
που τα φύλλα τους πέφτουν,
όταν ο φόβος απλώνεται.
 
Τώρα ξέρεις.
             Όλα μπορούν ν’ ανατραπούν.
Κόρη ερατή και πολυθάλμιος να σε ξεκάνει,
όπως τον άρρωστο η αρρώστια ή
να σε πάρει βλάμη του
ο Χάρος στις μαδάρες,
αντί στους κάμπους της ζωής
                       νεκρός κολλήγας να δουλεύεις.

Θυμάσαι πώς αρχίζουν
                      και πώς τελειώνουν όλα;
Πώς μεγαλώνεις ένα πρόβατο
                                                        για να το σφάξεις;
Πώς ξαποστέλνεις σαν τραγί
                             το πρωτινό σου ίνδαλμα;

Κάθε χρόνος
ένας έρωτας που γρήγορα ξεφτίζει.
Πέτρα που ανεβάζεις στην κορφή    κι αυτή
κατρακυλά με φόρα πίσω στο γουβιασμένο χώμα, 
στη νομοτέλεια του μαγνήτη.     
                            Κύκλος
της ελπίδας και της διάψευσης.

Κάθε χρόνος και μια ρυτίδα
στο σακούλι των γηρατειών. Αυτά με τρομάζουν.
Ο ξεπεσμός της σάρκας     η στέγνια
του μυαλού    η δυσφορία των άλλων
σαν πέσεις
                      και πρέπει να σε σηκώσουν.
Ο κόπος που νικά την αγάπη.
Αυτά με τρομάζουν − όχι ο θάνατος.
 
Ρωτάς: Πότε θα πετάξουμε τις μάσκες;
Ποιες απ’ όλες;
Τις φανερές ή τις ύπουλες;
Τις πρώτες εύκολα κανείς τις ξεφορτώνεται.
Μα τις άλλες,
που κατάφαγαν το πρόσωπό μας,    άντε
να τις βγάλεις! Κόλλησαν στο πετσί,
έγιναν δέρμα μας,
                                  δεν βγαίνουν.
Μην περιμένεις.
Άλλος λοιμός αυτός. Άλλο τροπάρι.
Κανένα εμβόλιο δεν μας σώζει.
 
Πανσέληνος απόψε. Η τελευταία
του έτους που φεύγει.
Παγωμένο φεγγάρι το λένε.
                                                    Γιατί τάχα;
Νά ’ναι πιο κρύο απ’ τα χέρια μας,
απ’ τα ντουβάρια που κλειδώνουν τη ζωή μας;
(Βγήκαν οι μπάτσοι με μεγάφωνα
και σαλαγούν
τα πρόβατα στη στρούγγα).
Κανείς δεν πιστεύει στον θάνατο,
σ’ αυτούς που κάθε μέρα μάς μετρούν
και λένε  θα πεθάνετε.
                                   Μα πιστεύουμε
στον θάνατο που γεννιέται
και πεθαίνει μαζί μας. Που πιστός
μας συντροφεύει πάντα
− πιο ταπεινός από μάς,
λιγότερο επίμονος ή ξένος.

                                                        Φεγγάρι.
Το μόνο φωτεινό σ’ αυτή την έρημη
επίπλαστη Πρωτοχρονιά.
Το μόνο γεμάτο
τώρα που άδεια η πλατεία ξεπαγιάζει
μες στους χτύπους ενός αόρατου εκκρεμούς.


                                                    Πρωτοχρονιά 2021





Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Albert Pinkham Ryder, «The Lovers' Boat» (1881).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις "κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.


Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Βαλζύνα Μορτ, "Ζαν Πωλ Μπελμοντό" (Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)

 


 
Βαλζύνα Μορτ | "Ζαν Πωλ Μπελμοντό" | 2009

(Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)


αρχίζει με το πρόσωπό σου από πέτρα
όπου τα χείλη αναπαύονται σαν δύο φώκιες
σε παραθαλάσσια αχλύ από καπνό τσιγάρου
κυκλοφορείς ανάμεσα στους δρόμους—
το να τους αριθμείς
είν’ άχρηστο όσο το να κατονομάζεις κύματα.

                        (αυτή η πόλη για έναν λόγο είναι τόσο γοητευτική—
                        έχει φτιαχτεί απ’ το πλευρό σου)

συνεχίζει με το
       σημαδεμένο από το φόρεμα
κορμί μου. στέκομαι στο όριο
επάνω σε τακούνια που μοιάζουνε σαν έκτα δάχτυλά μου
και σου δείχνω
κάπου να παρκάρεις.

το ίδιο βράδυ
πλαγιάζοντας μαζί σου
                                          στην αυλή των σκύλων
          —λουλούδια μού δαγκώνουνε την πλάτη!—
ψιθυρίζεις:

                    όσο πιο πολύ κοιτώ τα κέρματα στις ρώγες σου
                    τόσο πιο καθαρά βλέπω στο προφίλ σου τη Βασίλισσα.

για σένα, σώμα και χρήμα είναι το ίδιο
όπως το αβγό και η κότα.
το «γυναικείο πορτοφόλι» σαν μεταφορά
σού διαφεύγει.
κλέβοντας, σου αρέσει να ψελλίζεις:
ένα πορτοφόλι είν’ ένα πορτοφόλι είν’ ένα πορτοφόλι είν’ ένα πορτοφόλι.
επίσης:
ένα πραγματικό πορτοφόλι μες στο χέρι σου αξίζει
όσο δυο πορτοφόλια μεταφορικά πάνω στο στόμα σου.

μου λένε πως
               είσαι ένα σώμα
                            δεμένο στην ακτή από το σκουριασμένο αίμα του.
το τραύμα σου πάνω στο στήθος σου μπλαβίζει σαν κοράκι.
τους λέω —όπως συμφωνήθηκε— ότι είσαι η δική μου νιότη.
το μήλο που με δάγκωσε για να ξεχάσει τη δική του γνώση.

ο θάνατος βάζει στο χέρι σου σαν ένα χρυσό νόμισμα την κάθε νέα μέρα.
όσο η δωροδοκία μεγαλώνει
να την απαξιώνεις γίνεται δυσκολότερο.
γίνεται πιο δυσβάσταχτο τη χρυσή καρδιά σου να σηκώνεις.

τα χέρια σου γνωρίζουν πως τ’ αμάξι έχει μία μέση
και το όπλο —έναν λοβό.
με πας εκεί που κάποτε σήκωσε ο ποταμός τις φούστες του
και ντροπιασμένος ο Θεός από τη θέα,
διέταξε να καλύψουν την ντροπή με μία πόλη.

η πλατεία του χορού της
τη νύχτα συρρικνώνεται στο μέγεθος
μισανοιγμένου στόματος ενός βρέφους που κοιμάται.
αδύνατον να δω τη διαφορά ανάμεσα στα τεντωμένα χέρια των ζητιάνων
και στων σκυλιών τις γλώσσες που σταλάζουν.
αδύνατον να δεις τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια—
              τα δικά μου —των τραπεζιών —των καρεκλών —των άλλων.

αυτή η πλατεία του χορού είναι ένα κλουβί
όπου τ’ ακορντεόν χαμογελούν σε σώματα βιολιών διαμελισμένα.
ζητιάνοι γλείφουν απ’ τα χείλη τους λεπτό αέρα.
γυναίκες στροβιλίζονται στη σάλσα χαράζοντας
το στήθος σου με τις λεπίδες
από τα μεσοφόρια τους τα λερωμένα με παιώνιες.






Το ποίημα στην αγγλική γλώσσα:
Jean Paul Belmondo


it begins with your face of a stone
where lips repose like two seals
in a coastal mist of cigarette smoke
you move through the streets—
listing them
is as useless as naming waves.

                       (that city is so handsome for a reason—
                       it was made out of your rib)

it continues with my
          skidmarked by a dress
body. i stand on the border
on heels like my sixth toes
and show you
where to park.
 
that very night
lying together
                         in the dogs yard
        —flowers are biting my back!—
you whisper:
           the longer i look on the coins of your nipples
           the clearer i see the Queen’s profile.
 
for you, body and money are the same
as the chicken and the egg.
the metaphor of “a woman’s purse”
escapes you.
stealing, you like to mumble:
a purse is a purse is a purse is a purse.
also:
a real purse in your hand is worth
two metaphorical purses over your mouth.

they tell me
          you are a body
                        anchored to the shore by its rusting blood.
your wound darkens on your chest like a crow.
i tell them—as agreed—that you are my youth.
an apple that bit into me to forget its own knowledge.

death hands you every new day like a golden coin.
as the bribe grows
it gets harder to turn it down.
your heart of gold gets heavier to carry.

your hands know that a car has a waist
and a gun—a lobe.
you take me where the river once lifted its skirts
and God, abashed with that view,
ordered to cover that shame with a city.

its dance square
shrank by the darkness to the size
of a sleeping infant’s slightly open mouth.
i cannot tell between beggars’ stretched hands
and dogs’ dripping tongues.
you cannot tell between legs—
                      mine—tables’—chairs’—others’.

that dance square is a cage
where accordions grin at dismembered violin torsos.
beggars lick thin air off their lips.
women whirling in salsa slash you
across the chest with the blades
of their skirts soiled with peonies.






ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Βαλζύνα Μορτ (Valzhyna Mort), ποιήτρια και μεταφράστρια, γεννήθηκε στο Μινσκ της Λευκορωσίας (πρώην Σοβιετική Ένωση) το 1981. Το 2005 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Cornell και γράφει στην αγγλική και τη λευκορωσική γλώσσα, ενώ μεταφράζει από τη λευκορωσική, τη ρωσική, την ουκρανική και την πολωνική γλώσσα. Είναι αποδέκτρια διάφορων υποτροφιών, τιμητικών διακρίσεων και βραβείων. Μεταξύ άλλων, για την ποίησή της γράφτηκε ότι «αντιπαραβάλλει δυναμικά τον λυρικό με τον αφηγηματικό στίχο, φέρνοντας κοντά το παρελθόν και το παρόν, το ατομικό και το συλλογικό» (Paula Erizanu, The Calvert Journal). Η συλλογή της, «Music for the Dead and Resurrected» (FSG, 2020), θεωρήθηκε ένα από τα καλύτερα ποιητικά βιβλία του 2020 από τους «New York Times» και το National Public Radio (NPR), και της απονεμήθηκαν γι’ αυτήν το Διεθνές Βραβείο Ποίησης «Griffin» του 2020 και το Βραβείο «Rilke UNT» του 2022. Η ποιήτρια είναι γνωστή για τις ηλεκτρισμένες απαγγελίες της.
Η Βαλζύνα Μορτ ήταν προσκεκλημένη του Κύκλου Ποιητών στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2025).

Το μεταφρασμένο παραπάνω ποίημά της, που απόσπασμά του πρωτοδημοσιεύτηκε από τη γράφουσα στο facebook τον Οκτώβριο του 2014, παρατίθεται εδώ στην πληρότητά του, όπως εμφανίζεται στο αμερικανικό περιοδικό Poetry (Δεκέμβριος 2009). Aνήκει δε στην ποιητική της συλλογή «Factory of Tears» (Copper Canyon Press, 2008). 


Πηγές:
Poetry Foundation
valzhynamort.com/

Πηγές εικόνων:

Η ανάγνωση του ποιήματος από την Βαλζύνα Μορτ στο 2ο Ετήσιο Φεστιβάλ Ποίησης της Νέας Υόρκης στις 22-07-2012:
https://vimeo.com/showcase/2016120?video=46203200


Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Τάσος Γαλάτης, "Ανιπτόποδες και σφενδονίτες"




ΑΝΙΠΤΟΠΟΔΕΣ ΚΑΙ ΣΦΕΝΔΟΝΗΤΕΣ


Θέλω να πεθάνω για να μην πονώ·
ο μόνος στίχος από τα παλιά ρεμπέτικα
που τραγουδώ συχνά πυκνά
καμιά φορά κραυγάζοντας
και κάποτε με ουρλιαχτά στο έρμο σπιτικό μου.

Μα τότε ήτανε αλλιώς
τότε ο θάνατος ήταν ακόμη ανύπαρκτος
κι ας έτρεχε ποτάμι το αίμα στα βουνά
κι ας στέναζαν οι φυλακές κι οι εξορίες
κι ας έφτασε το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης
το μήνυμα στην εκκλησιά
πάνω που ο στεντόρειος Παπα-Στρατής
βγάζοντας τον Εσταυρωμένο
βοούσε το «σήμερον κρεμάται επί ξύλου»
πως πάει, ο πατέρας μου σκοτώθηκε
στο άγριο μακελειό της Βαμβακούς
κι η μάνα μου γκρεμίστηκε λιπόθυμη απ’ το στασίδι.

Τότε που παίρναμε την κατηφόρα για το ρέμα
ο Μπάτης, ο Κουσκούνης, κι ο Μπουμπούνας
η Νίκη του Μαλαφέκα, το αγοροκόριτσο
ο Κατραμάδος κι ο Τιγκίρης
κι άλλοι πολλοί με τη δική του σφραγίδα ο καθένας
απ’ το μεγάλο μακελειό
καί τινες μάλιστα εξ αυτών
εντός ολίγου ποδοσφαιριστές δαφνοστεφείς
ανά το Πανελλήνιον
ξυπόλητοι, με τις πατούσες μαύρες από το λιγνίτη
τραγουδώντας το ηρωικό
«είμαστε αλάνια» (δις)
στις ανθισμένες λυγαριές της ποταμιάς
ψάχνοντας ποιος θα βρει το πιο γερό τσατάλι
για να ταιριάξει τη σφεντόνα του.
Ανιπτόποδες και σφενδονήτες
στην Καλογραίζα του ’47, ’48 και ’49
με τη δική του σφραγίδα ο καθένας
απ’ το μεγάλο μακελειό
κι όλοι μας διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα.





ET IN ARCADIA EGO


Περιεργάζομαι τις ελληνάδικες ακρογιαλιές
τους δήθεν κίονες, τα κάλπικα ρουμάνια·
το σπουδαιοφανές φλαμανδικό τοπίο
που δεσπόζει αύθαδες στην αίθουσα αναμονής
μου δίνει τέλος τη χαριστική βολή.

Ζω, είναι βέβαιο, σε μιαν ανύπαρκτη πατρίδα
εδώ σ’ αυτούς τους τοίχους, σ’ αυτές τις κίβδηλες πλαγιές
αφήνουν τη στερνή πνοή τους
οι σάτυροι και οι βοσκοί της Γορτυνίας
τ’ αγόρι που έτρεχε στις όχθες του Μυλάονα
ο έφηβος που κολυμπούσε στις πηγές του Λούσιου.

Κι εγώ ένα πάππος
ένας Σειληνός ξεδοντιασμένος
τρεκλίζοντας στις ερημιές της λεωφόρου.





Από τη συλλογή «Ανιπτόποδες και σφενδονίτες», Γαβριηλίδης 2005.
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.





Ο Τάσος Γαλάτης (1937-2025) γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, με καταγωγή από τη Νέα Φιγαλεία της Ολυμπίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό "Πανσπουδαστική" (Απρίλιος 1962). Το πρώτο του βιβλίο "Μυθολογία του δάσους" (1962), χαρακτηρίστηκε από την κριτική "σαν μια παρουσία από τις σπανιότερες μέσα στην παραγωγή των νεοτέρων" (περ. "Διάλογος", τχ. 2, Θεσσαλονίκη 1962). Για το δεύτερο βιβλίο του "Τα παροράματα" (1968), ο Οδυσσέας Ελύτης παρατήρησε: "σπάνια το ποιητικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τόση σοβαρότητα". Το 2006 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του "Ανιπτόποδες και Σφενδονήτες". Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά από τον George Thaniel (Γιώργο Δανιήλ). Ο Τάσος Γαλάτης υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα σχολεία του εσωτερικού και του εξωτερικού.
 
Πηγή για την εικόνα και το βιογραφικό: Βιβλιοnet.
 
 

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025

Αμαλία Ραπτοπούλου, "Κάτοικος βυθού"





Μουσικές επιδείξεις


Το πιάνο με ουρά είν’ εκεί.
Τα πλήκτρα γυαλίζουν
κάτω από τους προβολείς.

Το κοινό αγωνιά.
Η σκηνή μια αρένα.

Ένας μαύρος κροκόδειλος
με κοφτερά δόντια,
χάσκει γελαστός στη μέση της αίθουσας,

Και με περιμένει.





Μαμά


«Και τι θα γίνουν τώρα,
τ’ ασημικά μου, τα χάλια,
οι πίνακες,
οι πορσελάνες μου;
Αυτά ήταν ο μόχθος μου,
αυτά είναι η κληρονομιά σου»
Με κοιτάς με αγωνία.
Μαμά.

Κι εγώ βουτώ μέσα στο βλέμμα σου,
και βγαίνω στην αντίπερα όχθη,
εκεί όπου στέκεται
βουβό και παραπονεμένο,
ένα κοριτσάκι εξάχρονο, θλιμμένο,
που ακόμα περιμένει,
χρόνια και χρόνια,
τη Μαμά του,
να τελειώσει τις δουλειές
με τ’ ασημικά της, τα χαλιά
τις πορσελάνες και
τους πίνακές της,

Για να το πάει στο πάρκο

Μια βόλτα.





Άλλη μια φορά και πάλι


Το «Δεν χρειάζεται»
τέντωσε με σιγουριά
το πέτρινο σώμα του
απέναντί μου.

Ύστερα
το «Δεν πειράζει»
ήρθε να μαζέψει στοργικά,
τα φτερά της πεταλούδας
που είχε πάλι τρακάρει με φόρα
στον τοίχο.





Βροχή


Μοιάζει η καρδιά μου
Με μουσκεμένη πολιτεία

Βιαστικά οι διαβάτες
διασχίζουν τους δρόμους της

Κρατούν πάνω απ’ τα κεφάλια τους
πολύχρωμα νούφαρα,
που στροβιλίζονται βρεγμένα, με χάρη

Τα φώτα των τροχοφόρων
λαμπυρίζουν σαγηνευτικά,
σαν ιδανικά πεφταστέρια,
μέσα στα νερά.

Τα μπερδεύω ξανά
με τα μάτια σου.

Όταν βρέχει στην πόλη,

Μου λείπεις πιο πολύ.





Επιτάφιος


Σήμερα Παρασκευή,
όλοι ξαφνικά,
γίναμε Μαρίες Μαγδαληνές,
συντετριμμένες και θρηνωδούσες
μπροστά στο θείο δράμα.

Θυμηθήκαμε με σπαραγμό την καλοσύνη,
τη θυσία για τον συνάνθρωπο,
την άνευ όρων αγάπη.

Σχεδόν το πιστέψαμε...

Από Δευτέρα με το καλό,
όλοι πάλι,
Ιούδες, Πέτροι, Θωμάδες,
Φαρισαίοι, Τελωνες,

Έμποροι του ναού.





Από τη συλλογή «Κάτοικος βυθού», εκδ. Παρέμβαση, 2025.




Η Αμαλία Ραπτοπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
    Απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου, ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έλαβε τον τίτλο Ιατρικής ειδικότητας Ρευματολογίας καθώς και τον τίτλο Διδάκτορα της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ηράκλειο Κρήτης. Από μικρή ηλικία είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την λογοτεχνία και την ποίηση, όμως η ενασχόλησή της με τον γραπτό λόγο προέκυψε μέσα στην τελευταία πενταετία ως διέξοδος προς έναν κόσμο ονείρου και φαντασίας, όπου υπάρχει τόπος και χρόνος για να έρχονται στην επιφάνεια ανεκπλήρωτες επιθυμίες, παιδικά κι εφηβικά οράματα και χαμένα στο βάθος του χρόνου, όνειρα ζωής.
    Ποιήματά της πρωτοδημοσιεύτηκαν στον διαδικτυακό τόπο «Ποιητικός Πυρήνας», έχουν συμπεριληφθεί στον συλλογικό τόμο «Ο χρόνος που περνά και χάνεται» και «Ταξίδι» από τις εκδόσεις «Παρέμβαση», στον 20o και 22ο τόμο του λογοτεχνικού περιοδικού «Νόημα» από τις εκδόσεις “GRDiscoverybooks” και «Γράφημα» και στον συλλογικό τόμο «Σταγόνες Άνοιξης» με επιμέλεια itravelpoetry. Το «Κάτοικος Βυθού» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.



Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

Αριστομένης Λαγουβάρδος, "Δύο σονέτα"





Γλυκά έρχεται…


Γλυκά έρχεται η νύχτα, κεντημένη
με του φεγγαριού το ξέφτι είν’ η πλάση
στα μύρα πλέει η αίσθηση, ώς να φτάσει
τα χείλη σου ν’ αγγίξει αγαπημένη.

Μην αποκοιμηθείς, υποσχεμένη
η ηδονή σου, ας ξαναπλάσει
μια Εύα μαυλίστρα, στο γιορτάσι,
θα ριγά η ψυχή κι η σάρκα λαγγεμένη.

Κοίτα τα υγρά χείλη μου και κρίνε,
ντύσου την άφθαρτή σου ουσία τον πόθο
όλα είναι δικά σου, "εράσμιε κρίνε",

κι όλη δικιά μου η ομορφιά σου το νιώθω,
ως παίζει οκνά το βλέμμα σου κι αρχίζει,
της φαντασιάς σου η πεθυμιά να σφύζει.


Από τη συλλογή «Το τέλος της αθωότητας» (Ηράκλειο Κρήτης).





Σαπφώ

Ψάπφα: ''μελιχρόν καύχημα Λεσβίων''
                                       [Λουκιανός]



Έτσι γλυκά στην αφροφίλητη άμμο,
της ομορφιάς εχάιδευε τα ρόδα,
−κι έραινε κάθε πέταλο στη ρόδα−
που χάραζε με τα δαχτύλια χάμω!

Αχοί από λύρες λούζανε τη Σάμο·
οι μπάλοι σιγανάβαν στον Παγώδα,
κι άσπρο ανθί μυριστικό ευώδα,
στις γλάστρες, στις βραγιές… Κι απάνω,

με μάτια ονείρου η Σαπφώ εκοίτα,
το χρώμα της Αυγής τον μέγα Ακρίτα!
Ξανανιωμένη απ’ το λουτρό εροβόλα,

− μικρή μελαχρινή μαργιόλα!

Η Σελάνα είχε φανεί και γύρω,
την Ομορφιά στεφάνωνε το μύρο!


Από τη συλλογή «Το πέταγμα των Πλειάδων» (Ηράκλειο Κρήτης).





Ο Αριστομένης Λαγουβάρδος γεννήθηκε στην Έμπαρο Ηρακλείου Κρήτης. Είναι Μηχανολόγος Μηχανικός και Ναυπηγός του Πολυτεχνείου Νεαπόλεως Ιταλίας. Ζει στο Ηράκλειο Κρήτης.
Εργογραφία:
Το τέλος της αθωότητας (Ηράκλειο Κρήτης)
Καθώς κυλά το ρόδινο ποτάμι (Ηράκλειο)
Στα απόκρυφα τοπία της μοναξιάς (Ηράκλειο)
Το Πέταγμα των Πλειάδων (Ηράκλειο).



Στην εικόνα: Nicolas Poussin, «Selene and Endymion», 1630 (Detroit Institute of Art).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025

Κούλα Αδαλόγλου, "Tempo perso"





ΣΑΝ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ


Να βάλω φούστα από τούλι; ρώτησε παιχνιδιάρικα.
Εκείνος, περιέργως, συγκατένευσε.
Ήταν που από μισάνοιχτες περσίδες
ξεπηδούσαν δρομάκια τής Χίου
και βόλτες στους Αντίπαξους.
Δεν φαινόταν ο σκούρος λεκές.
Και πώς σε ασπρόμαυρη ελληνική ταινία
έρχεται αιφνίδια το τηλεγράφημα,
και «Μην κλαις», της λέει, και τη φιλάει.





Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ


Ήταν ανάγκη να φωνάξει το όνομά της
το μικρό κορίτσι στην ακρογιαλιά;
Ήταν ανάγκη ο φλοίσβος και το αεράκι;
Έφυγε με μάτια μοβ μέδουσες.

Εντωμεταξύ ο Αύγουστος παχύσαρκος περίμενε το σούρουπο
ανασαίνοντας βαριά και άρρυθμα
η Πανσέληνος πανσέληνος αποφάνθηκε διφορούμενα,
ενώ δυο σκιές αγόρια κλωτσούσαν μια ολοστρόγγυλη μπάλα
που φωσφόριζε στην κοίτη ενός ξεροπόταμου
μέχρι που αναλύθηκε σε διάσπαρτες μελαγχολικές
πυγολαμπίδες.





ΚΙΤΡΙΝΗ ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΓΡΑΜΜΗ


Στη λεωφόρο Ανοίξεως πουλούν ψημένα καλαμπόκια
προσπαθώ να ερμηνεύσω τη θλίψη του κάμπου
μιλούν κοφτά οι φίλοι, λένε πως δεν βγαίνουν
παρασιτώ στον άρρωστο κισσό της αυλής.

Η νύχτα φοράει γάντια νιτριλίου
που δεν αφήνουν σημάδια ούτε μώλωπες
παρά μια κίτρινη τεθλασμένη γραμμή στο προσκέφαλο.





ΤΟ ΛΑΘΟΣ


Σε ψηλαφώ
σε φωτογραφίες, σε λέξεις και σε αναρτήσεις,
περιμένοντας το λάθος.
Όμως το λάθος είναι τσιγκούνικο και πεισματάρικο.
Και η προσμονή φοράει ψάθινο καπέλο
πηγαίνει στην ακρογιαλιά
χαζεύει τους γλάρους
γρήγορα γίνεται μέδουσα θαμμένη στην άμμο
ψάρι που έπεσε έξω απ’ τον κουβά και σπαρταράει.
Κι όταν φανεί το λάθος
απαντά λακωνικά και έξυπνα
δεν υπακούει σε βελτίωση
παίρνει την προσμονή και την πετά στο πάτωμα
βρίσκει ένα μπαούλο και την κλείνει μέσα
σαρακοφαγωμένη.





ΤΙΤΙΒΙΖΑΝ ΓΙΑ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ


Είχε κατοχυρώσει μια κυριαρχία στον χώρο.
Να φέρεται σαν παιδί
Να δοκιμάζει ένα φρούτο και να το αφήνει μισοφαγωμένο
Να πιάνει το φαγητό με τα χέρια
και να σκορπά πατατάκια στο πάτωμα.

Ήταν που όταν έπεφτε το βράδυ
αυτή φορούσε φουστάνια μυθικά
τσιγγάνικες μαντίλες και γιορντάνια.
Κι όταν μιλούσε,
οι νυχτερίδες γίνονταν μικρά μαυροπούλια
που νεογέννητα τιτίβιζαν για τρυφερότητα.





Από τη συλλογή «Tempo perso», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2025.




Η Κυριακή-Κούλα Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια το 1953. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε μεταπτυχιακό στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και διδακτορικό δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ζει στη Θεσσαλονίκη.
    Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων (1998-2007) και διευθύντρια του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (2007-2011). Αποτελεί μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων Έκφραση/Έκθεση, που εισήγαγαν την επικοινωνιακή γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο. Επίσης, μέλος της ομάδας φιλολόγων «Δημιουργική έκφραση», η οποία δημιούργησε το ψηφιακό έργο «Πολύτροπη Γλώσσα» (http://politropi.greek-language.gr), για τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας. Η μελέτη της Η γραπτή έκφραση των μαθητών. Προτάσεις για την αξιολόγηση και τη βελτίωσή της, εκδ. Κέδρος 2007, εστιάζει στο γράψιμο ως διαδικασία, μέσα από ποικίλα και διαφορετικά είδη κειμένων.
    Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ). Επίσης, μέλος του Κύκλου Ποιητών.
    Εξέδωσε δέκα ποιητικές συλλογές: Καταγραφές, 1982, Στο μεταίχμιο, 1992, Δύο ελεγείες και μία ωδή, εκδ. Τραμάκια, 1996, Μαθητεία στην αναμονή, εκδ. Τραμάκια, 2001, Διπλή άρθρωση, εκδ. Ταξιδευτής, 2009, Οδυσσέας, τρόπον τινά, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013, Εποχή αφής, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2016, Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2018, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, εκδ. Μελάνι, 2022. Η πρόσφατη δέκατη συλλογή της Tempo perso κυκλοφορεί από τις εκδ. Σαιξπηρικόν, 2025.
      Επίσης, εξέδωσε μία συλλογή διηγημάτων: Βγήκε ένας ήλιος χλωμός, εκδ. Ταξιδευτής, 2012.
    Το 2019 συγκέντρωσε σε τόμο κριτικά της σημειώματα για 49 λογοτέχνες, με τον τίτλο Νήματα της γραφής, πτυχές κειμένων, εκδ. Ρώμη.
    Υπήρξε μόνιμη συνεργάτρια του περιοδικού Θευθ, με κριτικά σημειώματα στη στήλη «Η πρώτη γεύση» από το 2020 έως το 2024. Επίσης, συνεργάστηκε σε τακτά χρονικά διαστήματα με το περιοδικό Fractal, με κριτικά σημειώματα κάτω από τον τίτλο «Ανάσες ποίησης/πεζογραφίας/γραφής».
    Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιρλανδικά, ιταλικά, γερμανικά και αλβανικά.


Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Γιώργος Χ. Κασαπίδης, "Οροπέδιο άγριων αλόγων"





ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΑΓΡΙΩΝ ΑΛΟΓΩΝ


Όσα άκουσα στο καφενείο του χωριού για εκείνον, από τους περισσότερους θαμώνες, συμπεριλαμβανομένου του παπά, με τάραξαν. Άγριος λύκος, άθεος, αγέλαστος ήταν κάποιοι από τους ελαφρύτερους χαρακτηρισμούς. Είπαν ακόμα, πως ήταν και θα παρέμενε γι’ αυτούς ένας ξένος, πως δεν ήξερε κανένας από πού κρατά η σκούφια του. Κάποιος στο βάθος, που δεν είχε μιλήσει καθόλου ως τότε, υποστήριξε σχεδόν με βεβαιότητα πως στα καράβια θα ήταν σίγουρα σε πειρατικό γι’ αυτό είχε του διαβόλου τατουάζ με άγκυρες και σπαθιά στα χέρια. Είπαν και πράγματα πολύ βαρύτερα για πράξεις, που αν είχαν την παραμικρή βάση αλήθειας, ο τύπος θα βρίσκονταν, το λιγότερο, στη φυλακή. Ο φίλος μου ο Κώστας, ο ψηλός, μάταια προσπαθούσε να τους καλμάρει να μη λένε ανακρίβειες, αν δεν έχουνε στοιχεία. Το ίδιο κι ο καφετζής, που, λίγο πριν αποχωρήσουμε, μου ψιθύρισε στο αυτί: «Μην τους ακούς, γεροπαράξενοι και κουτσομπόληδες. Δύυο από δαύτους θα σφάζονταν για ένα μέτρο γης, γι’ αυτό ούτε που θέλουν να τους ξέρουν τα παιδιά τους, έφυγαν στην Αυστραλία, μαύρη πέτρα έριξαν για το γινάτι τους. Άλλο δεν ξέρουν παρά να κατηγοράνε τους άλλους, δεν κοιτάνε τη δική τους την καμπούρα. Αν δεν είχα απόλυτη ανάγκη το μεροκάματο, θα τους έβαζα μια ολόκληρη κουταλιά μαύρο πιπέρι στον καφέ και θα τους διαολόστελνα, κι αυτούς κι όσους τους δίνουν δίκιο δίχως να γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα γεγονότα».
     Βγήκαμε έξω με βαριά καρδιά. Ο Κώστας είπε πως η ανθρώπινη βλακεία δεν έχει όρια και ήταν λάθος να ανοίξουμε κουβέντα μαζί τους για τον «Ντίρερ». Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, πρώτη φορά τόσο αμίλητοι και τόσο προβληματισμένοι. Εγώ κυρίως, γιατί ο Κώστας επέμενε πως ο Ζαφείρης, ο «Ντίρερ», ήταν εντάξει τύπος και θα το διαπίστωνα αμέσως μόλις τον γνώριζα.
    Ανεβήκαμε προς το βουνό, κάνοντας μόνο μια στάση στο υπέροχο δάσος της Καστανιάς. Τα χρώματα, τέλη Οκτώβριου, ήταν ακόμη φθινοπωρινά. Είχε περάσει ο καιρός της συγκομιδής, αλλά ο Κώστας μ’ ένα ξύλο ανέσυρε κάμποσα μεγαλούτσικα κάστανα ανάμεσα από τα φύλλα. «Θα σε επικηρύξουν τα αγριογούρουνα», του ’πα αστειευόμενος για να αποφορτίσω λίγο την ατμόσφαιρα. «Η φύση έχει προνοήσει για όλους», απάντησε. Εγώ αρκέστηκα σε λίγα άγρια μανιτάρια που ’χαν φυτρώσει σχεδόν πάνω στο δρόμο. «Είναι Coprinus comatus ή Κοπρίνος ο κομήτης», του φώναξα, τσεκάροντάς το, καλού κακού, στο βιβλίο που είχα στο σακίδιο. «Η λαϊκή του ονομασία, Κοπρομανίτης, Μαΐτης, Καλαμάρι, Κατουρλίτης ή ‘‘Περούκα του δικηγόρου’’! Νοστιμότατο, αρκεί να το φας αμέσως ωμό ή να το μαγειρέψεις μέσα σε δυο τρεις ώρες το πολύ από τη συγκομιδή, αλλιώς χαλάει, λειώνει και γίνεται μαύρο σαν πίσσα». Ο Κώστας συγκράτησε μόνο το Κατουρλίτης και γέλαγε μέχρι να κατέβει στο δρόμο. «Μόνος θα τα φας», είπε, «εγώ τα φοβάμαι άμα δεν τα ξέρω».
     Παρκάραμε το αυτοκίνητο λίγο πιο πάνω από το καταφύγιο, σ’ ένα ξέφωτο. Ο δρόμος από αυτό το σημείο και μετά, ταλαιπωρημένος από τα νεροφαγώματα, φαινόταν κάπως δύσβατος για γιωταχί, αλλά το κυριότερο ήταν που θέλαμε να απολαύσουμε όσο γίνεται πεζοπορώντας τη διαδρομή. Οι πυκνές εναλλαγές των δέντρων, κυρίως των υπεραιωνόβιων καστανιών και της οξιάς λίγο ψηλότερα, καθώς και η πυκνή βλάστηση από θάμνους και φυτά σε όλη την έκταση, μας γαλήνεψαν. Ο Κώστας έκοβε και μύριζε ό,τι έβρισκε μπροστά του, γευόταν τα τελευταία πολυκαιρισμένα βατόμουρα και σφύριζε, απαντώντας ρυθμικά σε όλα σχεδόν ανεξαιρέτως τα πουλιά, με δικούς του αυτοσχέδιους κελαηδισμούς. Γεμίσαμε τα παγούρια με καινούριο νερό σ’ ένα σημείο που είχε συνεχή ροή μέσα από τα βράχια. Μετά από μια ώρα περίπου ανηφοριάς, φτάσαμε στο τελευταίο ισιάδι που ήταν η αφετηρία για το μεγάλο οροπέδιο των αγρίων αλόγων. Ο ήλιος είχε χαθεί από ώρα, γι’ αυτό ο Κώστας πρότεινε να μην κάνουμε καθόλου στάση, αν θέλουμε να φτάσουμε εγκαίρως στον προορισμό μας. Ο δρόμος τώρα άνοιγε και χανόταν μέσα σ’ ένα απέραντο λιβάδι που δέσποζε ήρεμο ανάμεσα στις τραχείς βουνοκορφές. Το χωριό κάτω φαινόταν από ψηλά λες και ήταν ψεύτικο, σαν μια μικρή κουκίδα στο χάρτη, δίχως ανθρώπους, δίχως δρόμους, δίχως καφενέδες.
      Στο οροπέδιο δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο πουλιά που πέταγαν ψηλά και θόρυβος μικρός από ζουζούνια. Δεν θα πίστευε κανείς ότι σε τούτη την τοποθεσία θα κατοικούσε κάποιος και, προπαντός, ότι θα λάχαινε, σε τούτο τον παντέρημο χορταριασμένο χωματόδρομο, να συναντήσουμε ένα κορίτσι. Σιγοτραγούδαγε ένα σκοπό, με τα μακριά μαλλιά της ριγμένα πίσω, πάνω σ’ ένα κόκκινο ποδήλατο. Ο Κώστας τής έκανε νεύμα να σταματήσει και τη ρώτησε, περισσότερο για σιγουριά, αν πάμε καλά για το οροπέδιο κι αν γνωρίζει τον Ζαφείρη, τον «Ντίρερ», που ήτανε κάποτε λοστρόμος στα καράβια και τώρα έχει ένα κοπάδι γελάδια εδώ πάνω. «Είναι ο πατέρας μου», είπε το κορίτσι. «Εδώ παρακάτω, σε λιγότερο από πεντακόσια μέτρα έχουμε το καλύβι μας. Αν θέλετε ελάτε να τον περιμένετε εκεί, πλησιάζει η ώρα να γυρίσει». Ο Κώστας, πριν προλάβουμε να συστηθούμε, τη ρώτησε αν είναι η Μαριλού. Είπε πως γνώρισε και την μητέρα της, σε προηγούμενη επίσκεψη, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδάκι. Το κορίτσι απάντησε  πως μ’ αυτό το όνομα τη φώναζε η μητέρα της, αλλά μας πληροφόρησε με στενάχωρο βλέμμα, ότι πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια που δεν είναι πια στη ζωή. Εμένα μ’ έκαιγαν ακόμη οι κουβέντες του καφενείου.
    «Μαριλού, είσαι εδώ με τη θέλησή σου;» τη ρώτησα δίχως περιστροφές.
    «Τι θέλετε να πείτε;»
    «Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι στην πόλη, σε κάποιο σχολείο;»
    «Μου αρέσει εδώ, κι ούτε θ’ άφηνα μόνο τον πατέρα σ’ αυτή την ερημιά».
    «Μήπως… ο πατέρας σου…»
    «Τι, δεν σας καταλαβαίνω…»
    «Τίποτα, τίποτα. Όντως είναι πολύ όμορφα εδώ πάνω».
    Δεν συνέχισα γιατί ο Κώστας ήταν έτοιμος να επέμβει για να διακόψει την κάπως επιθετική συμπεριφορά μου. Αναρωτήθηκα μόνο, πως τα περνάνε εδώ τα βράδια, αν σκιάζονται από τη σιωπή και τα ουρλιαχτά των λύκων.
    Γέλασε το κορίτσι. «Αυτοί είναι φόβοι των ανθρώπων της πόλης», είπε. «Τα βράδια, συνήθως, κοιμόμαστε νωρίς από την κούραση. Εδώ δεν έχει ούτε Κυριακή ούτε αργία, μόνο δουλειές. Άμα δεν έχουμε ύπνο, ακούμε λίγη μουσική από το ραδιόφωνο. Πολλές φορές, ο πατέρας λέει ιστορίες από τα καράβια ή κάποιες στεριανές που διηγούνταν οι παλιότεροι από την περίοδο των πολέμων και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Καμιά φορά πλάθει καινούριες από το μυαλό του, κι αυτές μου αρέσουν πιο πολύ, κι ας μην είναι αληθινές».
    «Αρκούν αυτά; Δεν ονειρεύεσαι να κάνεις κάτι άλλο παρά να μαγειρεύεις και να αρμέγεις τα γελάδια του πατέρα σου. Να σπουδάσεις ίσως ή να κάνεις ταξίδια σε άλλες χώρες, άλλους πολιτισμούς».
     «Το σκέφτομαι καμιά φορά, αλλά μου αρκεί προς το παρόν που έχουμε τη γη και το κοπάδι που μας τρέφει. Κάποιοι άλλοι έχουν όνειρο ζωής να ταξιδέψουν στα υψώματα του Μάτσου Πίτσου, στο Περού. Εμείς εδώ, έχουμε τα δικά μας υψώματα, τη δική μας ιστορία». Ο Κώστας τής έδωσε απόλυτο δίκιο και είπε πως το κυριότερο είναι να έχουμε ισορροπία μέσα μας και να είμαστε ευχαριστημένοι με αυτά που έχουμε.
    Το κορίτσι, πάντα με το πλατύ χαμόγελο στα χείλη, μόλις πλησιάσαμε κάπου τρακόσια μέτρα από την καλύβα, καβάλησε το ποδήλατο κι είπε πως θα ’θελε να φτάσει γρηγορότερα για να μας ετοιμάσει τσάι. Ο Κώστας, μόλις απομακρύνθηκε λίγο, μου ’πε κάπως ενοχλημένος πως δεν έπρεπε να κάνω τέτοιες ερωτήσεις στην κοπέλα και πως θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά ότι ο παλιός του φίλος ήταν ένας λεβέντης μέχρι εκεί πάνω, ξηγημένος, ανοιχτό μυαλό, όπως ακριβώς τον είχε γνωρίσει σ’ ένα μπάρκο στα καράβια. Μου περιέγραψε με λεπτομέρεια και την συμπεριφορά του, όταν κάποιοι θέλησαν να τον μπλέξουν σε καβγά σε μια παμπ στο Κορκ της Ιρλανδίας, πώς έβαλε πλάτη και πόσο τον υπερασπίστηκε δίχως να ανοίξει ρουθούνι. Τον ρώτησα από πού βγαίνει το «Ντίρερ», το παρατσούκλι του, και μου εξήγησε πως του το κόλλησε ένας δόκιμος που αγαπούσε παθολογικά τη ζωγραφική της Αναγέννησης και τον παρομοίαζε, λόγω των μακριών σγουρών μαλλιών του, με τον γνωστό ζωγράφο. Εμένα δεν με έπεισε ούτε αυτό. Κάτι δε μου καθόταν καλά, γιατί όλα φαίνονταν πολύ ρόδινα και το πιο παράδοξο βέβαια ήταν να σκέφτομαι αυτό το κορίτσι, μόλις στα δεκαεπτά, να μένει εδώ ψηλά, στα 1.200 μέτρα, μοναχό με τον πατέρα του μέσα σ’ ένα μικρό σπιτάκι, σ’ αυτή την ατέλειωτη ερημιά.
    Φτάσαμε ιδρωμένοι στο καλύβι, ξεφορτώσαμε τα σακίδια σ’ ένα αυτοσχέδιο ξύλινο παγκάκι και ρίξαμε λίγο νερό στο πρόσωπο να δροσιστούμε. Έτρεχε όπως στις ποτίστρες, παγωμένο, κρύσταλλο, αλλά πεντακάθαρο και πολύ γευστικό. Ο Κώστας προχώρησε λίγο παραπάνω, στο χώρο που ξεχώριζαν από μακριά σε κύκλο, μαζεμένες πέτρες μ’ έναν καρφωμένο στο χώμα ξύλινο σταυρό και έγνεψε να τον ακολουθήσω. Ήταν ένα πρόχειρο μνήμα δίχως όνομα, δίχως φωτογραφία. «Είχε δίκιο ο παπάς», του λέω, «εδώ την έθαψε κι όχι στο χωριό. Αν είναι αλήθεια και τα άλλα τότε…» «Ασ’ τον τραγόπαπα να λέει», είπε θυμωμένα ο Κώστας. Τα λεφτά λογάριασε που έχασε από την τελετή, τα τρισάγια και τα μνημόσυνα, άλλο που δεν έγινε το δικό του».
     Η Μαριλού μάς φώναξε για το τσάι. Ο πατέρας της, όντως, δεν άργησε να έρθει. Χαιρέτισε και αγκάλιασε με πολύ θέρμη τον Κώστα. «Κάτι χρόνια έχεις να φανείς, ρε μπαγάσα, έτσι κάνουν;» του είπε. Έπειτα, γύρισε προς το μέρος μου. Ο Κώστας ανέφερε μόνο το μικρό μου όνομα και πως δούλευα εποχιακά στη δασοπυρόσβεση. «Τεμπέλης δηλαδή», έκανε αυτός, μάλλον για χωρατό, και πριν μου δώσει το χέρι με κοίταξε και τον κοίταξα περίεργα, ίσως και αγριεμένα, ίσως και τα δυο μαζί. Μ’ έπιασε μία ανεξήγητη ταραχή, σαν να τον γνώριζα, σαν να μου είχε κάνει κάποιο κακό στο παρελθόν, δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτή την αντίδραση. «Συγνώμη για την αναστάτωση», απολογήθηκα αμήχανος. «Είμαστε περαστικοί, ήρθαμε να δούμε από κοντά τα άγρια άλογα και σήμερα το βράδυ μάλλον θα επιστρέψουμε στην πόλη ή μπορεί να κοιμηθούμε στο καταφύγιο ή στο αυτοκίνητο…»
    «Δε θα πάτε πουθενά!» είπε αυστηρά εκείνος. «Άμα είσαι φίλος του Κώστα, του ψηλού, είσαι κι εσύ καλοδεχούμενος. Εδώ θα φάτε, εδώ θα κοιμηθείτε, στρωματσάδα στο καθιστικό, που ’ναι και η κουζίνα, δεν έχουμε άλλο χώρο, κι αύριο με το καλό, γυρνάτε. Μη σας πάρει η νύχτα, είναι ήδη αργά. Καλυτέρα να πάτε το πρωί για τα άλογα, τώρα θα ’χουν μαζώξει και κουρνιάσει εκεί που δεν τα πιάνει μάτι».
    Όση ώρα απολαμβάναμε τη γεύση και τη μυρωδιά από το μίγμα των τσαγιών του βουνού, δεν τόλμησα να σηκώσω κεφάλι ούτε στο κορίτσι, πόσο μάλλον σ’ αυτόν. Πίσω από το ωραίο και ήρεμο παρουσιαστικό του, μου είχε καρφωθεί στο μυαλό πως κάτι έκρυβε, κάτι απροσδιόριστα τρομαχτικό, που με ανησυχούσε και δεν μπορούσα να το αποβάλω. Ο Κώστας σε κάποια αφορμή ρώτησε για τη γυναίκα του. Εκείνος είπε δυο τρεις τυπικές κουβέντες κι έδειξε τη φωτογραφία της στην κορνίζα. «Ίδια η Μαριλού, έτσι ακριβώς ήταν όταν τη γνώρισα», είπε. «Ίδια μάτια, ίδια χείλη. Από μένα δεν πήρε τίποτα σχεδόν, εκτός από τα σγουρά μαλλιά. Καλύτερα. Εκείνη ήταν ένας άγγελος και δεν την ένοιαζε να δουλεύει από το ξημέρωμα μέχρι αργά τη νύχτα. Και τώρα ακόμα εκείνη μας οδηγεί, αλλιώς δε θα αντέχαμε μονάχοι εδώ πάνω».
    Δεν τόλμησα να ρωτήσω πώς και από τι πέθανε, οι κουβέντες του καφενείου ήταν αμείλικτες. Είπα μόνο πως κάποιοι μάλλον δεν σας συμπαθούνε κάτω στο χωριό.
    Γέλασε ειρωνικά. «Άμα δεν έχει δουλειά ο άλλος, σκαρφίζεται αλλόκοτες ιστορίες», είπε και με κοίταξε κάπως λοξά. «Πλην του καφετζή», συνέχισε, «που ’ναι καλό παιδί· για σφαίρα είναι οι περισσότεροι εκεί μέσα. Ακόμα κι ο παπάς, πιο κουτσομπόλης απ’ όλους, χειρότερος κι από την παπαδιά, τζάμπα οι νηστείες, οι μεγαλόσταυροι και οι μετάνοιες. Κι όλα αυτά γιατί δεν του έκανα το χατίρι, ούτε αυτουνού ούτε του δεσπότη, να θάψω την Αγγελική μου εκεί κάτω. Ήθελα να την έχουμε εδώ μαζί μας, να μας παραστέκει, να ’ναι πιο κοντά η γης που την σκεπάζει από τον ουρανό, ν’ ανεβοκατεβαίνει πιο εύκολα…»
    «Πατέρα…», έκανε, η Μαριλού, κι εκείνος σώπασε και βγήκε έξω να καπνίσει ένα τσιγάρο, αλλά από το παράθυρο τον είδα που ανέβηκε και πήγε για λίγο κοντά στο μνήμα κι έπειτα πήρε το άλογο και το όπλο και έφυγε προς τα βόρεια. Η Μαριλού μάς παρακάλεσε πολύ ευγενικά να μη τον στενοχωρήσουμε με περισσότερες κουβέντες για τη μάνα. «Όταν την συλλογίζεται πολύ», μας το τόνισε, «κάνει ώρες ολόκληρες να μιλήσει, και πάντα, για να του φύγει η πίκρα, παίρνει το άλογο και πάει προς τα πάνω, κοντά σε μια σπηλιά, ούτε κι εγώ ξέρω πού ακριβώς. Σε καμιά ώρα το πολύ, συμπαθάτε τον, θα επιστρέψει και θα είναι μια χαρά».
     Είπα του Κώστα κρυφά πως δεν ήθελα να μείνουμε εκεί για βράδυ, κάτι με φόβιζε· περισσότερο απ’ όλα, η εντολή να μην ανοίξουμε την πόρτα στο δεύτερο πιο πρόχειρο καλύβι, κάπου είκοσι με τριάντα μέτρα παραπάνω. Ο Κώστας δεν συμφώνησε και μου συνέστησε πως, αντί να ανησυχώ, θα έπρεπε να απολαμβάνω το τοπίο. Πραγματικά, πρώτη φορά αντίκριζα τέτοιο απέραντο οροπέδιο. Σαν να βρισκόμουν σε ταινία με καουμπόηδες και ινδιάνους. Ανυπομονούσα να δω τ’ άλογα να καλπάζουν στις πλαγιές με ένταση και κρότο από τις οπλές τους, σαν να ίπτανται στον άνεμο, όπως τα περιέγραφε συχνά ο Κώστας, που τα είχε δει παλιότερα, όταν ακόμα ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τα εκατό. Τώρα, σύμφωνα με τις νέες μαρτυρίες, φτάνουν ίσαμε τριακόσια και είναι, όπως υποστηρίζουν οι ειδήμονες, χωρισμένα σε τρεις τέσσερις αγέλες το καλοκαίρι και μια το χειμώνα, με επιβλητικό αρχηγό, με αλληλοπροστασία, με απόλυτη ελευθερία, δίχως να νοιάζονται για κρύο, ζέστη ή βροχή. Αντέχουν για μέρες την πείνα και τη δίψα και μόνο άμα πιάνει πολύ χιόνι κατεβαίνουν λίγο χαμηλότερα, κυρίως προς την περιοχή της Χαριτωμένης, κι όταν ξεχειμωνιάσει, επιστρέφουν για να ξανακαλπάσουν πάλι στα γνωστά λημέρια.
    Ήταν πανέμορφα όλα αυτά, ακόμα και στη σκέψη, αλλά εγώ δεν μπορούσα να αποβάλλω σε λίγες ώρες, ούτε τη πολυθόρυβη ζωή της πόλης, ούτε προπάντων τις μπηχτές των μόνιμων κάτοικων του χωριού στους πρόποδες του βουνού, κι ας μην ήταν συγχωριανοί του Ζαφείρη. Στριφογύριζαν ακόμα στο μυαλό μου οι κουβέντες τους πως ο λεγάμενος κακομεταχειριζόταν τη γυναίκα του κι όλο τη φόρτωνε με πιο πολύ δουλειά, πιο πολλά βάσανα, μέχρι που δεν άντεξε, και ίσως και να τη σκότωσε πάνω στο θυμό του, γι’ αυτό την έθαψε μονάχος πάνω στο βουνό κι ούτε από τι πέθανε έμαθε κανείς, δεν έγινε νεκροψία, αδιάβαστη πήγε. Τώρα θα ’χει μάλλον σειρά η κόρη του, που δεν την έστειλε στο Λύκειο κι ούτε την προορίζει να την δώσει σ’ έναν γαμπρό της προκοπής. Ακούστηκαν εκεί μέσα κι άλλα πολλά που δεν μπορώ να πω, πιο σκοτεινά, δεν έχω το δικαίωμα, ούτε κανένας είχε αποδείξεις, αλλά ήταν βέβαιοι ότι η αλήθεια κάποτε θα λάμψει κι η εκδίκηση του Θεού θα είναι πολύ βαριά.
    Είχα πνιγεί από θυμό γιατί αναμασούσα δίχως λόγο σχόλια αγνώστων και καθόμουν άπραγος σαν το κούτσουρο, δίπλα στη βρύση που μονολογούσε κι αυτή τις δικές της έγνοιες με αδιάκοπο ρυθμό. Η Μαριλού βγήκε και μας πληροφόρησε πως θα ετοιμάσει κάτι πρόχειρο για να φάμε το βράδυ, κι ο Κώστας είπε τότε πως είναι ευκαιρία να πάμε λίγο παρακάτω, ως εκεί που σμίγουν τα τελευταία δέντρα του δάσους με το οροπέδιο, για να μυηθούμε στα μυστικά της φύσης. Προφασίστηκα πως είχα λίγο πονοκέφαλο, για να μην ακολουθήσω. Ήταν ευκαιρία να ξεγλιστρήσω μόνος και να προσπαθήσω, με τρόπο, ν’ ανακαλύψω τι έκρυβε αυτός ο «ξένος» για τους χωρικούς, μέσα σ’ εκείνο το σφαλισμένο πρόχειρο καλύβι. Στριφογύριζα απέξω, αλλά δεν τολμούσα ν’ ανοίξω την πόρτα, αν και είχε σουρουπώσει για καλά. Κάτι υπόκωφο ακουγόταν. Έβαλα κοντά το αυτί μου μήπως και αφουγκραστώ από πού προερχόταν ο ήχος, από ζώο ή από άνθρωπο, που ήταν φιμωμένος και δεμένος, ή κάτι άλλο. Πήρα το θάρρος μια στιγμή να αγγίξω το σύρμα με το οποίο ήταν δεμένη η πόρτα και τότε ένιωσα στην πλάτη μου την κάννη του όπλου. Κόπηκαν τα πόδια μου. «Μην τολμήσεις να γυρίσεις, εδώ θα γίνει ο τάφος σου», ακούστηκε μια στριγκή αντρική φωνή. «Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα», ξαναείπε. «Είχα δώσει ρητή εντολή, να μην αγγίξει κανείς την πόρτα. Έχω δυο σφαίρες στην καραμπίνα, μία για λαγούς και μία για αγριογούρουνα, διάλεξε».
    Είχα πάρει τόση τρομάρα κι είχα μαζευτεί σαν κουβάρι. Ούτε να ψελλίσω μπορούσα. Με έσπρωξε με τη μπότα του και πέφτοντας γύρισα τ’ ανάσκελα και μόλις τον αντίκρισα, δεν άντεξε άλλο να κρατάει το στόμα του και άρχισε να γελάει τόσο δυνατά που τρόμαξα ακόμα περισσότερο. Όταν σταμάτησε το γέλιο, είπε: «Να ’σαι καλά, μου έφτιαξες τη μέρα, άντε άνοιξε την πόρτα τώρα».
    Δίσταζα εγώ, είχα πάρει τόσο φόβο που δεν αντιλαμβανόμουν τι συμβαίνει ακόμα, ώσπου αμέσως μετά ο Κώστας και η Μαριλού έτρεξαν να μου εξηγήσουν πως ήταν απλώς μια πλάκα, επειδή ήμουν τόσο δύσπιστος σ’ αυτούς κι άκουγα τις ανοησίες του καθενός στον καφενέ. Την πόρτα την άνοιξε τελικά η Μαριλού και αντικρίσαμε στο εσωτερικό ξαπλωμένο ένα μικρό πουλάρι. Ο Ζαφείρης μάς έλυσε τις απορίες λεπτομερώς: «Ήρθαν κάτι αλήτες κυνηγοί να το αρπάξουν και τα ενήλικα άλογα μαζεύτηκαν γύρω του σε κύκλο όπως κάνουν όταν πλησιάζουν λύκοι, αλλά εκείνοι πυροβόλησαν και σκότωσαν τέσσερα, όμως δεν κατάφεραν το σκοπό τους. Τηλεφωνήσαμε αμέσως στις αρχές, αλλά δεν βρέθηκαν, όπως συνήθως οι ένοχοι, μάλλον δεν θέλησαν να ψάξουν ή τα κουκούλωσαν τα πράγματα. Το γεγονός δεν αναφέρθηκε πουθενά, εκτός από την εφημερίδα Καλημέρα κυρα-Γη της Οικολογικής Κίνησης. Το πουλαράκι, μάλλον από το φόβο του να τρέξει, γλίστρησε στο βράχο, έπεσε και πληγώθηκε. Έχει σπασμένο πόδι και πληγή στη ράχη. Μας έδωσαν οδηγίες από το τηλέφωνο οι εθελοντές της περίθαλψης άγριων ζώων, επειδή δεν μπορούσαν να έρθουν άμεσα, να το κρατήσουμε εδώ και να το φροντίζουμε. Όταν θα γιάνει εντελώς, θα το πάμε πίσω στο κοπάδι».
    Η Μαριλού το χάιδεψε λιγάκι στο κεφάλι, αλλά είπε πως δεν πρέπει να το νταντεύουνε πολύ, για να παραμείνει άγριο και να μην πλησιάζει τους ανθρώπους όταν θα επιστρέψει στο κοπάδι.
    Ο Ζαφείρης ζήτησε συγγνώμη για τη χοντρή πλάκα νωρίτερα, αν και ήταν ιδέα του Κώστα, που το παραδέχτηκε δίχως να μετανιώνει, γιατί μου άξιζε, είπε, ένα μικρό μάθημα, αφού όλο τα αρνητικά είχα στο μυαλό μου. Κατεβήκαμε για φαγητό. Ένιωθα ντροπή για όλα. Μου ’χε κοπεί η όρεξη, αλλά δοκίμασα τελικά λίγο από το δικό τους τυρί και κατέβασα δυο τσιπουράκια μονορούφι. Ο Κώστας ζήτησε από το Ζαφείρη να μας πει, αν θέλει, καμιά ιστορία απ’ τα καράβια. Αυτός συμφώνησε, αλλά είπε πως θα προτιμούσε, ως στεριανός πλέον, να διηγηθεί μια ιστορία από τον τόπο που γεννήθηκαν οι δικοί του. Έγνεψε στη Μαριλού να χαμηλώσει το φως της λάμπας και ξεκίνησε χαμηλόφωνα.
    «Για τη νύχτα εκείνη θα μιλήσω, όπως θυμάμαι να την περιγράφει ο πατέρας μου για τον δικό του πατέρα. Πώς σώθηκε από τους Βούλγαρους όταν ανέβηκαν να κάψουν το χωριό μας και να σκοτώσουν όλους τους άντρες πάνω από δεκαεφτά χρονών. Κάποιοι πρόλαβαν να φύγουν, άλλοι κρυφτήκανε κι άλλους τους δολοφόνησαν δίχως έλεος.
    »Ο πατέρας του πατέρα μου, καβάλησε το άλογο του και προσπάθησε να απομακρυνθεί στο δάσος. Κρύφτηκε σε μια ρεματιά κι ούτε φωτιά δεν άναψε στο κρύο, αλλά τον πρόδωσε το άλογο που χλιμίντρισε. Τον περικύκλωσαν τρεις οπλισμένοι, τον αιχμαλώτισαν, τον έδεσαν και τον βασάνιζαν να πει πού έχουν κρυφτεί οι υπόλοιποι και πού είχαν στο σπίτι θαμμένες τις λίρες. Ο ένας από τους τρεις πήγε να πιάσει και το άλογο για λάφυρο, αλλά εκείνο, εκπαιδευμένο μόνο για τον καβαλάρη του, τον έσυρε με δύναμη και τσάκισε το κεφάλι του σ’ ένα δέντρο. Οι άλλοι δύο, πυρ και μανία, μάζεψαν το νεκρό και διέταξαν κλωτσώντας τον πατέρα του πατέρα μου να φωνάξει το άλογο για να το δέσουν. Εκείνος, με το όπλο στον κρόταφο, τους εξήγησε πως αν δεν του λύσουν τα χέρια κανείς δεν θα μπορέσει να το πιάσει. Ο στρατιώτης είχε αντίρρηση, αλλά ο επικεφαλής αποφάσισε πως δεν ήταν ρίσκο και τον έλυσε κρατώντας πάντα το όπλο πίσω από στην πλάτη του. Το άλογο, μ’ ένα σφύριγμα, πλησίασε και περίμενε οδηγίες. Ο πατέρας του πατέρα μου πήγε αργά αργά κοντά του κι έπιασε το χαλινάρι να το παραδώσει στα χέρια του Βούλγαρου αξιωματικού, όμως εκείνο ξαφνικά αφήνιασε, όρμησε καταπάνω του και του κατάφερε ένα θανάσιμο χτύπημα στο μέτωπο. Άρπαξε τότε ο πατέρας του πατέρα μου το όπλο του και πυροβόλησε τον άλλο, πριν τον προλάβει εκείνος, δύο φορές κατάστηθα. Κατόπιν κοίταξε ψηλά, έκανε το σταυρό του τρεις φορές, χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι του αλόγου του και πήρανε μαζί το μονοπάτι μες στη νύχτα».
    «Πατέρα», τον διέκοψε διακριτικά η Μαριλού, «κάπως αλλιώς μου την έχεις διηγηθεί αυτή την ιστορία». «Και σε μένα», παρενέβη κι ο Κώστας, «διαφορετικά, δίχως το άλογο».
    Ο Ζαφείρης αναστέναξε βαθιά κι ομολόγησε πως τα δύσκολα πονάνε, θέλουν κότσια για να τα αφηγηθεί κανείς στα ίσια. «Αυτή την ιστορία, κάπως έτσι θα ήθελα να την ακούσω σαν παιδί από τον πατέρα μου, γιατί έτσι επιθυμούσα να ’χε γίνει κι όχι αλλιώς», παραδέχτηκε βουρκωμένος. «Όπως σε κάποιες καουμπόικες ταινίες, που νικάει στο τέλος αυτός που ’χει το δίκιο. Όμως, δυστυχώς, τον πατέρα του πατέρα μου, μαζί με άλλους δώδεκα συγχωριανούς του που βγήκαν με λευκή σημαία, άοπλοι, για να διαπραγματευτούν ειρηνικά με σκοπό να μην τους κάψουνε τα σπίτια, οι άνανδροι οι Βούλγαροι τους έστησαν στα τρία μέτρα και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ο πατέρας του πατέρα μου πληγώθηκε, αλλά δεν έμεινε στον τόπο, κυλίστηκε και κρύφτηκε στο ρέμα αιμόφυρτος. Δεν τον αντιλήφθηκαν μέσα στον πανικό για να του δώσουν τη χαριστική βολή. Επέζησε προσωρινά, αλλά είχε χάσει πολύ αίμα, δεν άντεξε από την αδυναμία και πέθανε μερικούς μήνες αργότερα. Ήταν δεν ήταν τότε έντεκα χρονών ο πατέρας μου και τον θυμόταν μονάχα σαν σε όνειρο, καταπονημένο στο κρεβάτι, στο σπίτι του θείου του. Εγώ, όχι μόνο δεν τον γνώρισα ποτέ, για να τον αποκαλέσω παππού, δεν ξέρω ούτε καν πως ήτανε το πρόσωπό του. Οι μοναδικές φωτογραφίες από το γάμο και την ταυτότητά του, κάηκαν μαζί με όλα τα υπάρχοντα τους από το μένος των βάρβαρων κατακτητών. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία και δυστυχώς δεν είναι η μοναδική σε εκείνη την περίοδο της Κατοχής στα μέρη μας. Όχι αυτά τα άθλια ψέματα, που σπέρνουν ασυλλόγιστα οι ρουφιάνοι κι οι αργόσχολοι στους καφενέδες».
    Την τελευταία του φράση την εξέλαβα ως καρφί, γιατί, εκτός των άλλων, ένιωσα ν’ απευθύνεται και στη δική μου ευπιστία απέναντί τους. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Ζήτησα συγγνώμη και βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα. Ήθελα να μείνω μόνος. Έκανε αρκετή ψύχρα αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Καθώς είχαν λουφάξει όλα τα πουλιά και τα έντομα, η σιωπή απλωνόταν περισσότερο απειλητικά παρά κατευναστικά. Το φεγγάρι μόλις είχε ξεπροβάλλει ολοστρόγγυλο, με χρώμα κόκκινο βαθύ. Κάποιος λύκος ή τσακάλι ακούστηκε να ουρλιάζει από μακριά, μα στο δικό μου αναστατωμένο νου φάνταζε σαν φωνή σπαρακτική μοναχικού ατόμου που είχε καημό αβάσταχτο. Κάθισα αρκετή ώρα ακίνητος μέσα στη σκοτεινιά και τη βραδινή υγρασία. Το μόνο παρήγορο πλέον στη σκέψη μου ήταν πως είχε εκλείψει, ως δια μαγείας, και η παραμικρή αμφιβολία για το ποιόν του χαρακτήρα του Ζαφείρη. Συλλογιζόμουν μονάχα το μικρό λαβωμένο πουλάρι πώς θα επιβιώσει μετά την τραυματική του περιπέτεια, πώς θα το υποδεχτεί μετά από καιρό η αγέλη και αν ανάμεσα στα τέσσερα σκοτωμένα ζώα συμπεριλαμβανόταν και η μητέρα του. Αν και τα ζώα, όπως συχνά μου επαναλάμβανε με απόλυτη σιγουριά ο Κώστας, έχουν πάντα τον τρόπο να ισορροπούν, ενώ οι άνθρωποι κάνουν το παν για το αντίθετο.
    Όταν επέστρεψα στο καλύβι, ήταν ήδη μεσάνυχτα και κάτι. Μπήκα με το μικρό φακό που είχα κρεμασμένο στα κλειδιά του αυτοκινήτου. Είχαν αποκοιμηθεί όλοι. Φώτισα για λίγο πάνω στον τοίχο τη φωτογραφία της γυναίκας-μάνας, που δεν ήταν αλλά έμοιαζε τόσο ζωντανή, όπως ακριβώς οι γυναίκες στους πίνακες των σπουδαίων αναγεννησιακών ζωγράφων της εποχής του πραγματικού Ντίρερ. Το βλέμμα της ήταν λιγάκι μελαγχολικό, όμως είχε τέτοια ένταση, που μ’ έπειθε απόλυτα, πως ήταν η μόνη που αγρυπνούσε σ’ αυτό το καλύβι και πως θα αγρυπνούσε για όσο θα χρειαζόταν δίπλα στον άντρα και την κόρη της και πως όλος ο κόπος, η αφοσίωση, η φροντίδα και η αγάπη της για το κάθε τι σ’ αυτό το απέραντο οροπέδιο δεν θα πήγαιναν χαμένα.


Γιώργος Χ. Κασαπίδης



Από τη συλλογή διηγημάτων «Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου», εκδ. Εύμαρος, 2023.




Ο Γιώργος Κασαπίδης γεννήθηκε το 1961 στη Δράμα, όπου και κατοικεί μόνιμα. Εργάστηκε κατά καιρούς ως εργάτης σε διάφορες εποχιακές δουλειές και για δεκαεπτά συναπτά έτη ως επαγγελματίας φωτογράφος. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια συν-εργάζεται στο εργαστήριο χειροποίητων πιτών «Της Χαρούλας». Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές, Σ’ εκείνο το σημείο (Παρατηρητής 1999), Αντίπερα (Τυπωθήτω 2005, Βραβείο Γ. Αθάνα της ΑκαδημίαςΑθηνών), Εκβαθέωνθάλασσα (Photo/Graphs Studio 2010), Μέρες του 2013 μ.Χ. (για το έτος Καβάφη, εκτός εμπορίου 2013), Εκσκαφέας αοράτων (Εκδόσεις των Φίλων 2013), Αλάνα 21 (Οδός Πανός 2019), και τη συλλογή διηγημάτων Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου (Εύμαρος 2023). Στον χώρο της φωτογραφίας έχει πραγματοποιήσει εννέα ατομικές εκθέσεις, πολλές ομαδικές και το λεύκωμα Των ασήμαντων δρόμων (2004).