Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Χριστίνα Καραντώνη, "Αποκλιμάκωση"



*    *    *


ΞΥΛΟΦΩΝΟΣ


Ο ήχος ξύλινος το μέταλλο
επικαλύπτει τής φωνής
Αργείς και δεν πρέπει

Όσες και να επιχειρούνται επι-
στρώσεις μουσικά να παρεμ-
βάλλονται χαλιά χάχανα ν’ αναρ-
ριχώνται στην αυλή θλιβερά την
αίθουσα διαπερνά αναμονής
μονόχειρα επαίτου ακορντ-
                                                  εόν

Εξοφλούνται οι ματαιώσεις
μ’ ένα αερόφωνο τικ τοκ;


Από την ενότητα «Ιχνηλασία»






ΑΝΕΛΙΞΗ


Έτη το φως μακράν ανέλιξη προμήνυε υπό
εξαφάνιση ‒υποτελείας ένεκα στη χλιδή‒
ειδών κάποιας πολυτελείας
Προοπτική δηλαδή διέβλεπε υπερ-
ίσχυσης πολυτίμων τινών έναντι των
χύδην ευτελών ‒ σωτηρία

Τούτο χωρίς ταγών μεσσιών
μάγων παρέμβαση ή αρωγή
υπό την προϋπόθεση ότι επι-
θυμούν διακαώς και αδιαλείπτως
μοχθούν του πνιγηρού χυλού να

αρθούν υπεράνω


Από την ενότητα «Κλιμάκωση»






ΑΠΟΚΛΙΜΑΚΩΣΗ
XΙΙΙ


Ποτέ δεν τους φόβισαν
παρελθούσες παρούσες
βαθείες πληγές, απλές εκδορές ή
το απρόβλεπτον παράπλευρων φθορών
ότι αμφίρροπος ο αγών, η πάλη

Από σφυρήλατο σίδηρο ας
οι αντοχές τους –το γνώριζαν καλά‒
και όχι απ’ ατσάλι


Από την ενότητα «Αποκλιμάκωση»






ΟΥ-ΤΟΠΙΑ


Σινικής μελάνης ύψωσε τείχος
έως καλύψεως τελικής ‒διαγραφής άλλως‒
συστημάτων ανυψώσεως
‒απλών κλιμάκων αν-
ελκυστήρων και λοιπών από μηχανής
καταξιώσεως θεών με το ζόρι‒

Αδιάφορον εάν κρίσις ή προτροπή
πεδίον πάντως διανοίγεται
όχι δόξης, φωτός ‒ από χέρι

Παίξε και γέλασε
Ότι παιδίον ο χρόνος και

ουδείς πλέον πεσσός


Από την ενότητα «Προοπτική»





Σε κλίμακα 1/1 θα έπρεπε να χαρτογραφούνται οι κραδασμοί, όταν ανέρχονται κατέρχονται ή για μιαν ανάσα στέκονται φωνή τε και βλέμμα. Υπόκεινται όμως στων αρθρώσεων τη φθορά διό μεγεθύνονται ή σμικραίνουν, άλλοτε αλλοιώνονται κατά τη μεταφορά, συμπαρασύρουν άρα πρέπει και θα, κι εκτίθενται όπως μπορούν. Ανά ζεύγη πάντως, ενενήκοντα και μία φορές.
Από την έκδοση





Από τη συλλογή «Αποκλιμάκωση», εκδόσεις Κουκκίδα, 2025.






Η Χριστίνα Καραντώνη γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1959. Σπούδασε Φιλολογία και Φιλοσοφία στην Αθήνα και το Παρίσι. Ζει στην Πάτρα, όπου εργάστηκε ως φιλόλογος.
Επιμελήθηκε εικαστικά (περί τα 60 εξώφυλλα κοσμούνται με ζωγραφιές είτε φωτογραφίες της), αλλά και φιλολογικά, λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά.
Ποιήματα και κριτικά της δοκίμια έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους, ενώ το μελέτημά της Νατάσα Κεσμέτη: Ευλόγως η χαρά, εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Κουκκίδα (2022).
Στις έξι έως τώρα ποιητικές της συλλογές, Κοινοτυπίες (Πλέθρον, 1989), Ακόμα χρόνος (ΑΩ Εκδόσεις, 2011), Πάθη συμφώνων (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2014), Σε κλοιό σώματος (Εκδόσεις του Φοίνικα, 2016), Παρακειμένων Εκείνων (Εκδόσεις του Φοίνικα, 2019), Από βροχή σε βροχή (Το Ροδακιό, 2021) ‒μια συνομιλία ποίησης και φωτογραφίας‒, έρχεται να προστεθεί η Αποκλιμάκωση (Κουκκίδα, 2025) ως δεύτερη άμα απόπειρα συνδιάλεξης των φωτογραφιών της με τον ποιητικό της λόγο
.




Οι εκδόσεις Κουκκίδα σας προσκαλούν
την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου και ώρα 19:00
την παρουσίαση του βιβλίου της Χριστίνας Καραντώνη:

ΑΠΟΚΛΙΜΑΚΩΣΗ

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι:
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Συγγραφέας
Ιωάννης Κανέλλος, Ομότιμος καθηγητής ΙMT Atlantique

Στο Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο
Θεμιστοκλέους 37 – Αθήνα τηλ. 210-3802644


Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Νίκος Μυλόπουλος, "Στων μηρών τις παλιές προφητείες"





ΚΙΤΡΙΝΙΖΟΥΝ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΚΑΠΟΙΕΣ ΝΥΧΤΕΣ


Ανεμπόδιστα αγκαλιάζω τα τρυφηλά σου περάσματα
Εκτοξεύονται απ’ τις πλάτες σου ζεστά τριαντάφυλλα
Στολίζοντας με λίγο φως ενεστώτα
Του κόσμου την περιστρεφόμενη μαυρίλα.
Βαθειά η ανάγκη του χάους
Σιωπή του ουρανού
Ανατριχιαστική φαντασίωση
Τη στάθμη ανεβάζει ποταμίσιου έρωτα
Χέρια πλωτά
Ταξιδεύουν κατά μήκος των υγρών μας σωμάτων
Ανεβάζοντας την έκσταση στο απόγειο

Ύστερα συμβολικές συζητήσεις σιωπής.

Το φιλί θυμίζει θερμό χειροκρότημα
Κι η αγκαλιά με γεύση θυμάρι
Γεννά εμπόλεμα θραύσματα.

Η ανάσα τώρα λαχανιάζει τα σωθικά σου.
Ένα μετά το άλλο τ’ αστέρια χαιρετούν και κοιμούνται.
Κυλάει κι αυτός ο Οκτώβρης
Χωρίς οι σπορείς ποτέ να ελπίζουν.





ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ


Με βήμα αδιάφορο κι ελαφρύ ένδυμα περιπάτου
Εκδράμουν οι λεπτοδείκτες
Αδιαφορώντας πλήρως για τον κοσμικό χρόνο
Κυματιστή η ανάσα των επιζώντων κληρονόμων
Μνήμη ιδρώνει στιγμές ολοζώντανων μύθων
Τα δάκτυλα απ’ την ατέλειωτη έξαψη τρέμουν
Καθώς παγιδευμένα ασθμαίνουν στα ανθρώπινα ναρκοπέδια
Ενώ τα χείλη που άλλοτε σκόρπιζαν πνοές
Τώρα καταπίνουν χαμένα χαμόγελα και φυσαλίδες του τίποτα.
Μόνο κάποιοι ελάχιστοι ανθίζουν ακόμη σε βράχια απρόσιτα
Ανάμεσα στην αληθινή ζωή και τη δίδυμη χυδαιότητα
Μιας παρακαταθήκης που εξελίσσεται εύθραυστα
Σε τρυφερότητα ανοιχτή κλειστών παραθύρων.

Στης οσμής σου τ’ ανεπαίσθητα ίχνη χαμένος
Ξεχνώ για λίγο την καταγωγή των ονείρων
Το ανέφικτο πολεμώντας με πικρές αυταπάτες.





ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΡΩΜΑ


Βιώνοντας χειμώνες δυσαρέσκειας σε εξισώσεις σκότους
Άνοιγα στα κτήματά σου λακκούβες σκεπασμένες με γυαλί
Για να βλέπω μέσα σου τ’ αλλεπάλληλα ναυάγια
Όταν χιόνι με σκέπαζε στη ζοφερή σου απουσία.
Η μόνη υπαρκτή βεβαιότητα που χάριν αυτής
Σε κάποια πτυσσόμενα όνειρα εξακολουθώ να υπάρχω
Το άγγιγμα του ανέφικτου.
Περιφρονώντας τις θνητές γλώσσες
Που με εμπάθεια διασύρουν το παρελθόν
Την πυρωμένη ασπάζομαι λόγχη των πνευμάτων
Και το ασύμμετρο της σιωπής σου κυανό λογοπαίγνιο.
Εξόριστος απ’ τα δρώμενα ο θαυμασμός μου επιχειρεί
Το άδειο να γεμίσει κι ανυπέρβλητο τίποτα.

Χαράματα ακόμη μα εσύ
Ήδη μοσχοβολάς αθωότητα.





ΕΞΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ


Έψαχνα σε όλη μου τη ζωή
Τη γέφυρα που οδηγούσε σε σένα
Μα δεν τη βρήκα.
Ξετυλίγοντας σκυθρωπός
Το νήμα των στεναγμών
Συναντώ έναν άγγελο να χαμογελά.
Είμαι η γέφυρα που ψάχνεις ψιθυρίζει
Κι ακαριαία ξαπλώνει στη λίμνη.
«Περπάτησε» προστάζει
«Επάνω μου».

Αρχίζει να βρέχει φωτιές.
Παλίρροια.





ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ ΜΕ ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ


Περπατώ ανάμεσα σε κύματα και παγωμένη λάσπη
Κι όμως
Ατενίζω τη θάλασσα με την ελπίδα να σε δω
Να ρίχνεις φως στο παρελθόν
Σε δύο κοιτάζοντας ταυτόχρονα κατευθύνσεις
Γέρνω στο ελάχιστο που χαρίζει ευτυχία
Τα χείλη σου του δειλινού λεπίδι
Ως συνήθως απειλούν.
Μια λάμπα κρατώντας θυέλλης
Φωτογραφίζω το αόρατο που με επέλεξε
Μπροστά μισάνοιχτη πόρτα
Οι καημοί φτερουγίζουν
Ζω με πλακόστρωτα όνειρα και πάθος
Που μες στο υποσυνείδητο φουντώνει.

Ένα δάκρυ αργοκυλά στον παράδεισο.
Ποιος θα σκύψει να το μαζέψει;





Από τη συλλογή «Στων μηρών τις παλιές προφητείες», εκδ. Πααρέμβαση, 2025.




Ο Νίκος Μυλόπουλος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1951 στην οποία σπούδασε, ζει και εργάζεται ως Χειρουργός Οφθαλμίατρος. Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ.
  Έχει εκδώσει δεκατρείς ποιητικές συλλογές ενώ συμμετείχε και σε τέσσερα συλλογικά ποιητικά βιβλία. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά, Γερμανικά και Ισπανικά και έχουν δημοσιευθεί σε πλείστα ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Επίσης επιλεγμένα ποιήματά του περιλαμβάνονται σε πολλές ποιητικές ανθολογίες.
    Συνεντεύξεις, ανέκδοτα ποιήματα και κριτικά σημειώματα για το έργο του έχουν δημοσιευθεί στους ιστότοπους λογοτεχνίας Culture Book, Ennepe moussa, Fractal, Literature, Diastixo, καθώς επίσης στο «Νόημα», «Στους πίσω κήπους μίας λέξης», στη «Φιλολογική» και στην «Οδό Πανός».
 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Κώστας Θ. Ριζάκης, "σονεττοταραχή"





σονεττοταραχή


νήστεψα τ’ όνειρον άχρις πρωίας
(πού δεν κουρτίνιαζες ηλίου φως;)
κι έτσι απάνθρωπος κάθε ιστορίας
κεντώ το σκούντημα καθώς τυφλός

προχθές μυξόκλαψες −ποιας υστερίας
αδρός ξεμύτισες παιδαγωγός;−
δε λέω λυπήθηκα· αλλά κυρίας
μέλημα βέλτιστον το ζην σαφώς

μ’ όποιον της σύνευνο μετ’ αληθείας
άλλως: κουράστηκα κι αντίο – τρως
καταπρόσωπον γύμνια μανίας

πάλιν μπουκάρισες γκρι πανικός·
πόσο αταξίδευτος της νηνεμίας
παλάμη ετίναξες στα ρέστα ώς


                                               15.9.2019
                           Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαοκτώ συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 220 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Δ. Αγγελή, Γ.Χ. Θεοχάρη, Κ.Α. Κρεμμύδα, Σ.Σ. Σταμπόγλη ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη, Δ. Μήττα, Η. Νικοπούλου, Λ. Καλλέργη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή η, γυμνός επί τα μάτια, ΑΩ Εκδόσεις 2025. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: David Wilkie, «Blind-Man's Buff» (1812).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2025

Τζόρι Γκράχαμ, «Σαν Σεπόλκρο» (Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)


Piero della Francesca"Madonna del Parto, in Monterchi, Sansepolcro" (1467)



Τζόρι Γκράχαμ: «Σαν Σεπόλκρο»

Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου


Μες στο γαλάζιο αυτό φως
     μπορώ να σε πάω εκεί,
ενώ το χιόνι μ’ έχει κάνει
     έναν κόσμο από κόκαλο
διάφανο στο βλέμμα. Αυτό
     είναι το σπίτι μου,

το τμήμα μου απ’ το Ετρουσκικό
     τείχος, του γείτονά μου
οι λεμονιές, και, κάτω ακριβώς
     από την κάτω εκκλησία,
το εργοστάσιο των αεροπλάνων.
     Ένας κόκορας

λαλεί όλη τη μέρα στην αχλή
     έξω από τα τείχη.
Υπάρχει γάλα στον αέρα,
     πάγος πάνω στις ελαιώδεις
λεμονόφλουδες. Πόσο καθαρός
     είναι ο νους,

ιερός τάφος. Είναι αυτό το κορίτσι
     του Πιέρο
ντέλλα Φραντσέσκα, που ξεκουμπώνει
     το γαλάζιο φόρεμά του,
τον μανδύα του καιρού του,
     για να αρχίσει

να γεννά. Έλα, μπορούμε να μπούμε.
     Είναι πρoτού να
γεννηθεί ο θεός. Κανείς δεν έχει
     σηκωθεί ακόμα
για τα μουσεία, τη γραμμή
     παραγωγής —σωμάτων

και φτερών— την υπαίθρια
     αγορά. Αυτό κάνουν
οι ζωντανοί: μπαίνουν μέσα.
     Είναι μακρύς ο δρόμος.
Και το φόρεμα ανοίγει διαρκώς
     απ’ την αιωνιότητα

ώς την ιδιωτικότητα, σκιρτώντας.
     Μέσα, στην καρδιά,
είναι η τραγωδία, η παρούσα στιγμή
     για πάντα νεκρογέννητη,
μπαίνοντας όμως μέσα, κάθε ανάσα
     είναι ένα κουμπί

που ανοίγει, κάτι τρομακτικά
     επιδέξιο στα δάχτυλα
ανακαλύπτει κάθε φρένο.








Το ποίημα στην αγγλική:

San Sepolcro*
 
In this blue light
     I can take you there,
snow having made me
     a world of bone
seen through to.  This
     is my house,
 
 
my section of Etruscan
     wall, my neighbor's
lemontrees, and, just below
     the lower church,
the airplane factory.
     A rooster
 
 
crows all day from mist
     outside the walls.
There's milk on the air,
     ice on the oily
lemonskins.  How clean
     the mind is,
 
 
holy grave.  It is this girl
     by Piero
della Francesca, unbuttoning
     her blue dress,
her mantle of weather,
     to go into
 
 
labor.  Come, we can go in.
     It is before
the birth of god.  No one
     has risen yet
to the museums, to the assembly
     line—bodies
 
and wings--to the open air
     market.  This is
what the living do: go in.
     It's a long way.
And the dress keeps opening
     from eternity
 
to privacy, quickening.
     Inside, at the heart,
is tragedy, the present moment
     forever stillborn,
but going in, each breath
     is a button
 
coming undone, something terribly
     nimble-fingered
finding all of the stops.


_________
*To San Sepolcro (Σανσεπόλκρο) είναι πόλη στην Τοσκάνη.





Jorie Graham (9 Μαΐου 1950): Σπουδαία Aμερικανίδα ποιήτρια της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στην Ιταλία και τη Γαλλία. Ξεκίνησε τις σπουδές της στο Παρίσι, αναγκάστηκε, όμως, να τις διακόψει μετά την απομάκρυνσή της από το Πανεπιστήμιο, λόγω συμμετοχής της σε φοιτητικές διαδηλώσεις, και, αργότερα, να τις συνεχίσει στη Νέα Υόρκη.

Οι εικαστικές τέχνες, η μυθολογία, η ιστορία και η φιλοσοφία είναι κεντρικά θέματα στο έργο της, ενώ καθοριστικά έχουν επιδράσει σε αυτό η γλύπτρια μητέρα της και ο δημοσιογράφος πατέρας της, όπως, επίσης, και η τρίγλωσση ανατροφή της και η καταβύθισή της στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ο κριτικός David Baker έγραψε κάποτε γι’ αυτήν ότι δεν θα μπορούσε να σκεφτεί «κανέναν άλλον σύγχρονο αμερικανό ποιητή που να έχει αξιοποιήσει και εκθέσει την πραγματική μηχανική της αφήγησης, της φόρμας, της στρατηγικής έρευνας με μεγαλύτερη πληρότητα από ό,τι εκείνη […] και κανέναν άλλον ποιητή ικανό να χρησιμοποιήσει τα ποικίλα συστήματα της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της ιστορίας τόσο γόνιμα και δελεαστικά». Ο φίλος της, ποιητής Mark Strand, είπε με αφορμή την ποίησή της: «Η αμερικανική ποίηση είναι γεμάτη από το “Αχ, εγώ ο καημένος”. Η Jorie δεν το κάνει αυτό. Νομίζω ότι έχει σμιλεύσει ένα τόσο ισχυρό έργο που είναι αδύνατον να αγνοηθεί».

Βραβεύθηκε και διακρίθηκε πολλές φορές, ενώ το 1996 τής απονεμήθηκε το βραβείο Πούλιτζερ. Αντικατέστησε τον νομπελίστα Ιρλανδό ποιητή, Σέιμους Χήνυ, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ούσα η πρώτη γυναίκα σε αντίστοιχη θέση.

Στις ποιητικές της συλλογές συμπεριλαμβάνονται οι εξής: Hybrids and Plants (1980), Erosion (1983), όπου αρχικά συμπεριλήφθηκε και το πιο πάνω μεταφρασθέν ποίημα, Never (2002), Sea Change (2008), Place (2012), Fast (2017), Runaway (2020), κ.ά.




Πηγές:
Poetry Foundation/JorieGraham
Poetry Foundation/JorieGraham/San Sepolcro
The New Yorker

Πηγές για τις εικόνες:
Wikipedia
The New Yorker 


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Μαρία Θεοφιλάκου, "Άνθη απ’ τον πλανόδιο οργανοπαίχτη"





Άνθη απ’ τον πλανόδιο οργανοπαίχτη


Η ελπίδα αποδήμησε, πέφτοντας
αποφασιστικά στις ράγες,
ένα πρωί που πάνω τους
οι άνθρωποι τράβαγαν για τη δουλειά.

Έκτοτε, αυτός
τα μουσικά του πλήκτρα περιφέρει
στην αποβάθρα, και παρατηρεί το πλήθος,
μπαίνει στο πλήθος,
γίνεται πλήθος,
ίσα ν’ αφήσει ένα ανθάκι – χάδι υπομονής,
καθώς συρίζουν οι σιδηροτροχιές
και τού σκεπάζουν τις νότες στο ρεφρέν.

Και τα λεπτά είναι κινούμενο
τσιμέντο, αλλά συνεχίζουν.
Και το πρωί είναι δεσμώτης σε
λερωμένο κάθισμα, αλλά συνεχίζει.
Και η αλυσίδα των ημερών είναι γκράφιτι
πάνω σε γκράφιτι, αλλά συνεχίζει.

Και η ζωή στέκει για πάντα
άπιαστη, στο μέσον της σκηνής,
ίδια με φευγαλέα αντανάκλαση
στο ξεχαρβαλωμένο τζάμι.


                                       Μαρία Θεοφιλάκου




Πρώτη δημοσίευση



Η Μαρία Θεοφιλάκου γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα, όπου και ζει. Από το 2011 διατηρεί το ιστολόγιο "στο τρένο τηςποίησης". Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή, με τίτλο "ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ" (εκδόσεις Δωδώνη, 2010). Ποιήματα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.


Στην εικόνα:
Richard Kalvar | Italia 150 Street theater at the Aret' a Palma bar in Piazza Santa Maria La Nova. Naples, Italy. 2011. © Richard Kalvar | Magnum Photos.

Πηγή για την εικόνα
magnumphotos.com

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Τόλης Νικηφόρου, "η κοινοκτημοσύνη του χρυσού"




αλχημεία


όταν σε ηλεκτρίσει η αστραπή
ανακατεύεις μια δόση λογικής
με τρεις δόσεις αίμα της καρδιάς
και άλλες δύο από τις φωτεινές
και τις πικρές εμπειρίες της ζωής

το χρυσάφι αυτό επάνω στο χαρτί
το μετατρέπει η ψυχή σε λέξεις
που είναι άγγιγμα και μουσική





εσύ κι εγώ


όταν κάποιος λέει γλυκό
στον νου μου αναδύεται το χαμόγελο σου
όταν λέει φωτεινό
βλέπω πάλι τα μάτια σου
κι όταν λέει απαλό κι ηδονικό
νιώθω το άγγιγμα σου να με αναστατώνει

όταν κάποιος λέει αγάπη
θάλασσα γίνεσαι και με πλημμυρίζεις





σαρκοβόρο


ένα σαρκοβόρο είναι η ζωή
που ακονίζει νύχια και δόντια
στις αυταπάτες των ανθρώπων
μεγαλώνει τα αθώα παιδιά της
με όνειρα και παραμύθια
τα αφήνει να γευτούν το άγριο μέλι της
και τα κατασπαράζει αργότερα

και γελάει
γελάει με τη λέξη ευτυχία





με άλματα ταξιδεύει η μνήμη


δρομέας μεγάλων αποστάσεων
με άλματα ταξιδεύει η μνήμη

παλινδρομεί σε χώρες και εποχές
από μια εμπειρία στην άλλη
ταξιδεύει σε χαρές και λύπες
κι από την καθημερινή ρουτίνα
στον έρωτα και τη δημιουργία

δασκάλα που συχνά τιμωρεί
και σπάνια επιβραβεύει
πιστό σκυλί που μας ακολουθεί
και χάνεται στο τέλος μαζί μας





η έσχατη ειρωνεία


κι αν τελικά νικήσουμε
σε όλα τα μέτωπα της ζωής
και κάποτε φτάσουμε στην κορυφή
στο πάθος κι όνειρο της εφηβείας
με μόνο πιο ψηλά τον ουρανό
κι εκεί μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο
θα ενεδρεύει η ματαιότητα

θερμά συγχαρητήρια, ποιητή
για όσα έγραψες επάνω στο νερό
σύντομα θα σου απονεμηθεί η λήθη





Από τη συλλογή «η κοινοκτημοσύνη του χρυσού», εκδ. Μανδραγόρας, 2025.


Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2025

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης, "Όψιμο"





ΟΨΙΜΟ

                        Χειμωνιάτικο πρωϊνό στη Νέα Μάκρη


Βοριαδάκι σήμερα   με τον ήλιο
αναποφάσιστο
                             ώσπου
τα σύννεφα,
βαριά και σίγουρα, οριστικά τη μέρα
να του κλέψουν.

Κάτω η θάλασσα της Νέας Μάκρης
σ’ ένα δειλό,
σκιαγμένο θα’ λεγες, κυματισμό
κάτω από τόσους μαυροφόρους οιωνούς.

(Ή κάνω λάθος;
Μην είναι πίστη   καρτερία
ενάντια στην μπόρα που σιμώνει
η σιγαλή ετούτη θάλασσα;)

Γαλήνη, ωστόσο,
ο ψίθυρος του φλοίσβου αναδίνει.
Κι η πνοή που τον κινεί
σταθερά    απ’ του βοριά μάς έρχεται τα μέρη.

Στο λιμανάκι
αραδαριά τα ψαροκάικα: η ΕΛΠΙΔΑ    η ΓΑΛΗΝΗ
ο ΑΪ ΝΙΚΟΛΑΣ    κι η ΦΩΤΟΥΛΑ. Πιο κει
ένα κρίνο έγινε καΐκι.

                                          *

Ύστερα
απ’ του θέρους το λιοβόρι
μακάριος φλόκος νιώθω
που άνεμος πρύμος συνεπαίρνει.
Φρέσκος αέρας   ζωντανός
σιγουρεύει την ανάσα.
Απολαμβάνω την πνοή της θάλασσας
σαν μισθοφόρος Έλληνας του Κύρου.

Και συ, μητέρα,
(ιδού ένα φάντασμα  
απ’ τα πολλά που με στοιχειώνουν)
δυο χρόνια τώρα πεθαμένη
τι να γυρεύεις ξαφνικά     
εδώ
ανάμεσα στα φύκια που ευωδιάζουν;
Σου θύμισε τα δάκρυα η άρμη;
τα δάκρυα που δεν έχυσα;
τη λύπη που δεν ένιωσα;

Ήσουν πάντα μνησίκακη.
Ώς και στον τάφο σου είπες θα θυμάσαι
τα λόγια   τις πράξεις
που αψήφησαν το θέλημά σου.
Μα τα δικά σου λόγια   τις δικές σου πράξεις
(βέλη της μικρόψυχης βαλλίστρας σου)
η στάχτη αυτή που τώρα είσαι
τα θυμάται;

                                          *

Ωστόσο, είχες δίκιο. Ήμουν λίγος
μπροστά στην περίσσεια τη δική σου.
Με βόλεψαν,
μου δώρισαν προσχήματα, μητέρα,
                           οι κατάρες σου
τόσα που
δεν απάλυνα τον πόνο σου,
δεν επέτρεψα στην αγάπη να μιλήσει
κι ας μην ήσουν πλέον νόμος
μα άνθρωπος    σπλάχνο που με γέννησε
σπίτι παρταλιασμένο πια.

Τους καλωσόρισα λοιπόν τους κεραυνούς σου
κι απόδιωξα την ενοχή. Μα σήμερα
βροχούλα ξαφνική η σκέψη σου
μ’ έκρινε φυγόδικο    φυρό    κι η λύπη
ράγισε το κρύσταλλο του στήθους μου.

Ναι.
Δεν απάλυνα τον πόνο σου.
Μα ήμουν μόνος.
Σε μέτωπα πολλά πολεμούσα.
Οι κραυγές πολλές. Κι εγώ αδύναμος,
στα πόδια σου μπροστά, ποθούσα να πεθάνω, μάνα.

                                          *

Ψηλά   τα σκηνικά του αλλάζει ο καιρός
λαμπρό της καταιγίδας ν’ ανεβεί
το έργο.
Απλώνει το κατάμαυρο σεντόνι
ο σωρείτης    σκεπάζει αντίκρυ τα βουνά
και ζωγραφιά
τη θάλασσα την κάνει    μ’ ένα καΐκι,
ατάραχο, σαν όνειρο κι αυτό, να ξεμακραίνει.

Και βγήκα
στην άκρη να σταθώ της κολυμπήθρας. Πρώτος
τον άγγελο να χαιρετήσω της βροχής.

Μα τούτη τη φορά να προσέξω πρέπει
μη με παρασύρει ο χείμαρρος της χαράς
και μέσα μου βουβή ευχή
τσιγκλίσει την ψυχή μου πάλι.

Στον βρόντο πήγαν όλες όσες έκαμα παλιά.
Καμιά δεν εισακούστηκε. Κι όχι μόνο.
Πιο δυνατά ο κεραυνός με χτύπησε.
Πιο δυνατά της διάψευσης αντήχησαν τα βούκινα.


                                            Νέα Μάκρη, 3.12.2024
 
                               Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Ivan Constantinovich Aivazovsky, «Yalta» (1880).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις "κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Γιώργος Τσιαπλές, "Τρία ποιήματα"




[Η Μαρία εν άστει]


Να ’μαι πάλι πίσω
στην πολύβουη φυλακή,
χωρίς φωτοστέφανο –
το σώμα μου περίγραμμα σε σοβά,
στα βλέμματα των περαστικών που συναντώ
λιμνάζει η έρημος.

Επέστρεψα.
Ήρθα να κρυφτώ από Εκείνον
που ξεθώριασε στα μάτια μου
σαν πολυκαιρισμένο ψηφιδωτό.

Την ημέρα κρύβομαι.
Φοβάμαι μήπως με αναγνωρίσει
κάποιος απ’ τους παλιούς μου εραστές,
όπως εκείνος που το στέρνο του
μύριζε θερισμένο χωράφι
σε εκείνο το πλοίο από την Αλεξάνδρεια.

Τώρα πλέον ευαγγελίζομαι τη μοναξιά.
Ο Λόγος του δεν μου αρκεί.
Τρέφομαι με τις ιστορίες των ανθρώπων.





[Πηνελόπη]


Τιμή και δόξα είπαν:
«Αιώνια απόδειξη της συζυγικής πίστης
και καρτερίας».
Υπολόγισαν τη μοναξιά σου
ισάξια με τα χτυπήματα του αργαλειού σου.
Και για να σε θυμούνται οι επερχόμενοι
ύψωσαν το άγαλμά σου
μπροστά από το food market της γειτονιάς.





[Αίνος]


Στέκεις ιερός και επιβλητικός.
Ο μύθος ισχυρίζεται ότι ήσουν ένα τραγούδι
που επιχείρησε να φτάσει στον ουρανό χωρίς να τα καταφέρει.
Μα εγώ το γνωρίζω
πως δεν είσαι τίποτα άλλο
παρά ένα πουλί
που ραμφίζει τα πλευρά του για να τραφούν οι άνθρωποι





Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Simon Vouet, «Magdalene» (1614-1615).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.



Ο Τσιαπλές Γιώργος γεννήθηκε το 1975. Σπούδασε Φιλολογία και ολοκλήρωσε τις διδακτορικές του σπουδές στη Μεσαιωνική Ελληνική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. το 2015. Ζει και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Κεφαλονιά.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Κωνσταντίνος Βορβής, "Τα ποιήματα"





ΝΕΚΡΙΚΟ ΑΣΜΑ


Αυτό το κορίτσι με τα ματωμένα μάτια
Αυτό το κορίτσι του πνιγμένου ουρανού
Απόψε θα πεθάνει.

Ακροβασία κοιμισμένη του ονείρου
τα άστρα εκπίπτουν και βυθίζονται
μέσα στο βλέμμα της
όαση από φυτά σαρκοβόρα
σχεδιασμένη μακριά από την πόλη
στην περιοχή με τα φουγάρα, στην
όχθη των διυλιστηρίων

Θεοί της νύχτας
αφήστε στα χέρια της το νόμισμα
για να περάσει στην άλλη όχθη
του μολυσμένου ποταμού

Θεοί της νύχτας
με μελανό φόρεμα ντυμένη
να τη δεχτείτε στο υπερπέραν

Απόψε το κορίτσι με τα ματωμένα μάτια
θα πεθάνει.





ΑΤΙΤΛΟ


Οδήγησε μέχρι το τέλος του δρόμου
εκεί που η άσφαλτος έδινε
την θέση της σε χαλίκια
και βλάστηση ξερή.
Απείχε πια σαράντα χιλιόμετρα
από την κοντινότερη επαρχία
και η σιγή της υπαίθρου, της θάλασσας
καθήλωνε το τοπίο.

Κατέβηκε από το αμάξι
με τα σκονισμένα παράθυρα
και τα πόδια του βυθίστηκαν
σ’ ένα λεπτό στρώμα άμμου
νωπό απ’ την πρωινή βροχή

Μπροστά του είχε μονάχα
το απέραντο κενό της θάλασσας

Άρχισε τότε να περπατά
κατά μήκος της ακτής
παίρνοντας στα χέρια του κλαδιά
και ξεραμένα φύκια

Κάτω από τα τρία άστρα
που ορίζουν τον θώρακα του κόσμου
έσκαψε με τα χέρια του την άμμο
πλάθοντας μια αυτοσχέδια εστία
Άναψε την φωτιά
και κάθισε κοιτώντας το νερό...

Βαθιά στις εκτάσεις του ουρανού
μέσα στο σώμα των φλεγόμενων ξύλων
στις μαύρες ίριδές του
η πυρκαγιά απλώθηκε
σκορπίζοντας λιλιπούτειους ήλιους
σε κάθε σπιθαμή του ορίζοντα…

Πίσω του άκουσε τότε τα βήματα
να χαράσσονται αργά πάνω στην άμμο
Ήταν ο άνθρωπος με το χάλκινο πρόσωπο

Ο αιώνιος θεράπων της φωτιάς





Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΑΦΥΓΗ
 
 
Η μεγάλη διαφυγή
Τοπία και πόλεις βυθισμένες
σε μια αλλόκοτη καταχνιά
Σταθμοί που προσπερνάς
Και άνθρωποι χωρίς χέρια
να σε χαιρετούν

Το σκοτωμένο όνειρο





ΠΟΡΕΙΑ


Πώς θα περάσει αυτή η νύχτα
βαθιά στα έγκατα
στις κατακόμβες του ουρανού
περπατά μόνος
το βήμα του σταματούν πλακάκια σπασμένα
και απειλές γεννημένες στο μέλλον

Πώς θα διαβεί τον ποταμό





Από τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα ποιήματα», Εκδόσεις Σιγαρέτα, 2025.



Ο Κωνσταντίνος Βορβής γεννήθηκε στην Λάρισα. Ζει και γράφει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει σαράντα βιβλία ποίησης και πεζών. Είναι συνεργάτης της Οδού Πανός.


Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Σέιμους Χήνυ, "Κορδέλες" (Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)


Από αριστερά προς τα δεξιά: (μπροστά) ο τόσο χαρούμενος Σέιμους (περίπου 11 ετών), η Ανν, η Σήνα,
(πίσω) ο Πάτρικ και ο Χιου, γύρω στα 1950 (με την άδεια της οικογένειας Χήνυ).


«Κορδέλες» του Σέιμους Χήνυ
Απόδοση, Επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου


Κορδέλες


Στο όνομα των χρωμάτων,
Στο σμαραγδί, μπλε του αραβοσίτου,
Ρουμπινί, στο κίτρινο της ώχρας και το άσπρο,
 
Στο όνομα των μπουκλών και των βοστρύχων,
Των πουά, των χωριστρών και των κοτσίδων
Και των διπλοδεμένων φιόγκων…

Σήμερα φτάνει ο φωτογράφος
Με την κουκούλα και τον τρίποδά του
Και με το πτυχωτό ανασυρόμενό του ρύγχος,

Ένα πεντάποδο θηρίο
Όλο χειρονομίες και χαζολογήματα
Που μαζί θα τ’ αντιμετωπίσουν,

Απόμακρα και στιβαρά και σοβαρά
Σαν ορφανά που στήθηκαν στην κουπαστή
Τις τελευταίες μέρες του θαλάσσιου ταξιδιού,

Πέρα απ’ το όριο των εαυτών
Που μέλλεται να γίνουν,
Το μόνο π’ απομένει απαράλλαχτο ακόμα

Το πρώτο χέρι απ’ τον γκρι σοβά στον τοίχο
Του σχολείου, συν
Τα κλασικά του Νησιού Φερ πλεχτά

Μοτίβα, συν τα ονόματά τους στον κατάλογο της τάξης
Αντιγραμμένα επάνω στις σανίδες του θρανίου,
Με καλλιγραφημένα γράμματα –

Όλα αυτά, κι οι αυστηρά δεμένοι φιόγκοι,
Κι ένα δεξί μπράτσο κι ένα αριστερό,
Καθένα τους να φαίνεται πως αγκαλιάζει τ’ αλλουνού

Τον ώμο, όπως διετάχθη.








Το ποίημα στην Αγγλική:

Ribbons


In the name of the colours,
Emerald, cornflower blue,
Ruby, primrose and white,

In the name of ringlets and curls,
Polka dots, partings and plaits
And double-tied bows…

To-day the photographer comes
With his tripod and cowl
And plaited retractable snout,

A five-legged beast
Of gesticulation and blather
They’ll outface together,

Steady and far off and solemn
As orphans posed at a rail
In the last days of sail,

Beyond the pale of the selves
They are due to become,
The one thing immutable still

The roughcast grey of the wall
Of the school, plus
The knitted classic Fair Isle

Patterns, plus their names on the roll
As transcribed on the slats of the bench,
In a copperplate hand –

All that, and the strictly tied bows,
And one right arm and one left,
Each placed to be seen round the other’s

Shoulder, as ordered.



Τα διάσημα πλεκτά ζακάρ πουλόβερ και καπέλα του νησιού Φερ.



ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Σέιμους Χήνυ (Seamus Heaney, 13 Aπριλίου 1939 – 30 Aυγούστου 2013) γεννήθηκε στην Κομητεία του Ντέρι, στη Βόρεια Ιρλανδία. Χαρακτηρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος Ιρλανδός ποιητής μετά τον Γέητς. Σε αναλογία, άλλωστε, με το ποίημα του τελευταίου «Το σπίτι μου», όπως αναφέρει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ο Σέιμους Χήνυ έστησε «το δικό του σπίτι-ποίηση: με τα “αδαμάντινα απόλυτα των πραγμάτων”, τα χώματα, τα εργαλεία της καλλιέργειας και της ταφής, τα αντικείμενα που η φυσική τους κατάσταση είναι η σιωπή».

Η δημοτικότητά του οφείλεται, κατά ένα μέρος της, στο ίδιο του το θέμα, «τη σύγχρονη Βόρεια Ιρλανδία, με τις φάρμες και τις πόλεις της που μαστίζονται από τις εμφύλιες διαμάχες, την αγροτική κουλτούρα και τη γλώσσα της που κατακλύστηκαν από την αγγλική κυριαρχία». Αναστοχαζόμενος πάνω στις «Ταραχές» στη χώρα του ο Σέιμους Χήνυ, έγραψε ποιήματα γι’ αυτές, αλλά και «ελεγείες για φίλους και γνωστούς που είχαν πεθάνει στη διάρκειά τους». Έγραψε πάνω από 20 βιβλία ποίησης και κριτικής, ενώ επιμελήθηκε και πολλές ανθολογίες.

Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (1985-2006) και διετέλεσε Καθηγητής Ποίησης στην Οξφόρδη (1989-1994). Πέραν των πολλών τιμητικών διακρίσεων και βραβεύσεών του, το 1995 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Στις 9 Οκτωβρίου του 2025 ο εκδοτικός οίκος Faber & Faber εξέδωσε τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα Ποιήματα του Σέιμους Χήνυ» σε επιμέλεια των Rosie Lavan και Bernard O'Donoghue, μαζί με τον Matthew Hollis. Μεταξύ αυτών συμπεριλήφθηκαν και 25 αδημοσίευτα μέχρι στιγμής ποιήματά του, με την επιμέλεια της οικογένειάς του. Ανάμεσά τους και το μεταφρασμένο πιο πάνω ποίημα, «Κορδέλες», το οποίο πρωτοδημοσίευσαν οι Irish Times στo φύλλο της 4ης-10-2025, συνοδεύοντάς το με τη μοναδική φωτογραφία του ποιητή με τα 4 από τα 8 αδέλφια του, που κοσμεί και το παρόν δημοσίευμα.






Πηγές
- https://www.irishtimes.com/life-style/people/2025/10/04/seamus-heaney-poem-ribbons/
- https://www.poetryfoundation.org/poets/seamus-heaney
- Σέιμους Χήνυ (1996). Τα ποιήματα του βάλτου. Εισ.-Επιλ.-Μτφρ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 8.

Πηγές εικόνων
Εκτός από τις δύο παραπάνω, και οι εξής:
- H σελίδα του εκδοτικού οίκου Faber & Faber στο Instagram: @faberbooks
- Kαι μία εμπορική-διαφημιστική ιστοσελίδα του διαδικτύου με τα (παιδικά) πλεκτά ζακάρ πουλόβερ και καπέλα του νησιού Φερ.

Τέλος, μια συνέντευξη του ποιητή του 1996, στην οποία περιγράφει, μεταξύ άλλων, πώς έμαθε ότι του απονεμήθηκε το Νόμπελ, ενώ βρισκόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και δη στην Πύλο: