Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Ομάρ Καγιάμ, "Ρουμπαγιάτ"





Τη μέρα την αυριανή αφού κανένας δεν σού τάζει,
εσύ με τη βαριά καρδιά γλέντα λοιπόν στη φεγγαράδα
και πίνε αχόρταγα καλό κρασί. Μπορεί ένα μεσονύχτι
να ψάχνει το φεγγάρι να μάς βρει, και να ’μαστε φευγάτοι.


҉


Να μην αφήνεις σύννεφο κακοκεφιάς να σε τυλίγει,
κι ας μη χαθούν οι μέρες σου σ’ αναίτιας λύπης την ομίχλη.
Μην απαρνιέσαι το λιβάδι, το φιλί, το ερωτικό τραγούδι,
μέχρι που ο πηλός τής γης να ζυμωθεί με τον πηλό σου.


҉


Εσύ, που ακόμα κι άγρια ρόδα ζήλεψαν τα μάγουλά σου,
που βγήκε η όψη σου η χυτή από καλούπι πορσελάνης,
τις πλάνες σου έριξες ματιές στον βασιλιά τής Βαβυλώνας,
κι έχασε πύργους, άλογα, τρελούς, και τη βασίλισσά του.


҉


Αυτός ο θόλος τ’ ουρανού, που μάς σκεπάζει σαστισμένους,
είναι σαν θέατρο σκιών που μαγικό στριφογυρίζει.
Λυχνάρι του ο ήλιος, και πλατύ λευκό πανί του ο κόσμος,
και πίσω αμέτρητες φιγούρες σκοτεινές που παραδέρνουν.


҉


Τινάχτηκα σαν το γεράκι απ’ τα μυστήρια του κόσμου
κι όλο πιο ψηλά να φτάσω έβαλα τα δυνατά μου.
Μα εκεί κανείς σοφός δεν ήταν που να ξέρει την αλήθεια,
και να ’μαι πίσω, να περνώ την ίδια πύλη απ’ όπου βγήκα.


҉


Τη ρίζα τής απαντοχής το ριζικό μου όταν κόψει,
κι αν έχω σκορπιστεί στους τέσσερις ανέμους, τον πηλό μου
μαζέψτε, φίλοι μου καλοί, και φτιάξτε μια κρασοκανάτα.
Ίσως, γεμάτος με κρασί, για μια στιγμή να ξαναζήσω.


҉


Εκείνος ο Καγιάμ, που έραβε τις τέντες τής Σοφίας,
έπεσε ξαφνικά και κάηκε σ’ ένα καμίνι θλίψης.
Έκοψε τής ζωής του το σκοινί τής μοίρας το δρεπάνι,
κι ο μεταπράτης των ψυχών τον πούλησε φτηνά· για ένα τραγούδι.



Απόδοση: Αργύρης Ευστρατιάδης





Από το βιβλίο «Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ», εκδ. Πατάκη, 2015.
Απόδοση: Αργύρης Ευστρατιάδης.



Ο Ομάρ Καγιάμ (1048-1131) ήταν διάσημος μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος τής εποχής του. Δεν υπάρχει όμως ίχνος αδιάσειστης πληροφορίας ότι ήταν και ποιητής. Μαρτυρίες γραμμένες περίπου 150 χρόνια μετά το θάνατό του αναφέρουν ότι ίσως έγραψε μερικά ρουμπαγιάτ (τετράστιχα), ενώ μεταγενέστερα χειρόγραφά του αποδίδουν συνολικά ως και 2.000 ποιήματα (!).
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι τα περισσότερα απ’ αυτά τα τετράστιχα, ίσως και όλα, είναι ψευδεπίγραφα. Έτσι, το όνομα "Καγιάμ" θα πρέπει να θεωρείται ότι εκπροσωπεί ανώνυμους ποιητές μιας "καγιαμικής" σχολής. Όμως, ανεξάρτητα από το ποιος κρύβεται πίσω από κάθε τετράστιχο, το σημαντικό γεγονός είναι ότι μια προσεκτική τους επιλογή, όπως αυτή που επιχειρείται σ’ αυτό εδώ το βιβλίο, μπορεί να αναδείξει ένα (συλλογικό) έργο υψηλής ποιητικής αξίας.
 
Τα Ρουμπαγιάτ του Καγιάμ έγιναν γνωστά στη Δύση από την ακραία παράφραση του Edward FitzGerald (Λονδίνο, 1859), που είχε προοδευτικά πολύ μεγάλη απήχηση στο κοινό. Για μια πιστή όμως μεταγραφή, η ελληνική απόδοση που παρουσιάζεται εδώ έχει βασιστεί σε κατά λέξη μεταφράσεις από τα περσικά, που έγιναν κατά καιρούς από διαθέσιμα χειρόγραφα (πέντε αγγλικές, δύο γαλλικές και μία ισπανική).
 
Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η καγιαμική ποίηση είναι μυστικιστική. Μια άλλη όμως άποψη, που εξηγεί πολύ πιο πειστικά την γοητεία που ασκούν τα Ρουμπαγιάτ στο πλατύ κοινό, υποστηρίζει ότι ο φαινομενικά ανακρεόντειος ηδονισμός του Καγιάμ δεν είναι αλληγορικός, αλλά εκφράζει έναν βαθύ σκεπτικισμό και μια απέραντη θλίψη για την "ανθρώπινη κατάσταση": ο Χάρος μάς παραμονεύει, κι όταν φύγουμε δεν θα γυρίσουμε· αυτή εδώ η ζωή, είναι ο Παράδεισος. Άδραξε λοιπόν τη μέρα, γιατί αυτή είναι η μόνη παρηγοριά για μια ύπαρξη δίχως νόημα: πιες το κρασί σου, βρες χαρά με την παρέα σου, και κάνε έρωτα.
 
Η απόδοση φιλοδοξεί να ακούγονται οι στίχοι του Καγιάμ ως στρωτά ελληνικά, όταν διαβάζονται φωναχτά. Ακόμα, έχει γίνει προσπάθεια να διατηρηθεί ακέραιο το λεπτό χιούμορ και ο σαρκασμός τού ποιητή, η συγκινητική του απλότητα, το παιχνίδι των υπαινιγμών του, οι εκπλήξεις τής εικονογραφίας που απλόχερα προσφέρει, ο ρεαλισμός των στίχων, η γήινη ευαισθησία του, και ο βαθύς ίσκιος τής μελαγχολίας του. Χωρίς αμφιβολία, η ποίηση του Καγιάμ είναι διαχρονική, κι έχει απόλυτη σχέση με το σήμερα και με μάς.

Από την έκδοση


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου