Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Αριστούλα Δάλλη, "Το δέρμα της φώκιας"





ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ME TO ΜΠΛΕ ΠΑΛΤΟ
 
 
Τέσσερις άνθρωποι τυλιγμένοι σφιχτά στα πανωφόρια μας περιμένουμε στην αίθουσα αναμονής για μία εξέταση τομογραφίας. Κοινό μας χαρακτηριστικό οι παράξενες φυσιογνωμίες μας.
    Ο πιο ηλικιωμένος από μας βουλιάζει αμίλητος στην πολυθρόνα του. Τα χείλη του είναι δύο οριζόντιες γραμμές και τα άχρωμα μάτια του σκιάζονται από πυκνά λευκά φρύδια. Ο νεαρός άνδρας που κάθεται στον καναπέ έχει υπερβολικά μεγάλα αυτιά. Πετιούνται δεξιά και αριστερά σαν φτερά αεροπλάνου. Η κυρία απέναντι μου είναι φαλακρή. Τα παχιά της χείλη έντονα βαμμένα κόκκινα. Δεν έχει ματοτσίνορα. Ψάχνω στην τσάντα μου για χαρτομάντιλο, θέλω να σκουπίσω και να κρύψω τη μεγάλη στραβή μου μύτη που δεσπόζει στο πρόσωπό μου, αλλά δεν βρίσκω τίποτε εκτός από τσιγάρα.
    Τότε ακούω το όνομά μου. Ακολουθώ τον γιατρό. Στο γυάλινο διαχωριστικό ανάμεσα στα δύο δωμάτια αντικρίζω την αντανάκλασή μου. Μία άγνωστη γυναίκα με μπεζ παλτό και άδειο πρόσωπο με κοιτάει με ύφος χαμένο.
    «Μην ανησυχείτε» λέει ο γιατρός. «Είναι μία τυπική εξέταση».
    Προχωρώ υπνωτισμένη. Πρέπει να μείνω ακίνητη μέσα στον τομογράφο έως ότου τελειώσουμε. Κλείνω τα μάτια μου και αφήνω τις εικόνες που έρχονται ελεύθερα στο μυαλό μου.
    Ένα κοριτσάκι μ’ ένα μπλε παλτό και σκούφο εμφανίζεται απρόσκλητο.
    Είμαι εγώ στα επτά μου χρόνια και ακτινοβολώ από χαρά. Ο πατέρας μου που λείπει συχνά σε ταξίδια, έχει γυρίσει και μου έχει φέρει ένα πολύ όμορφο βελούδινο παλτό και σκούφο. Όταν τα φορώ δεν βλέπω τη μεγάλη μύτη μου για την οποία με κοροϊδεύουν τα παιδιά στο σχολείο.
    «Αυτό είναι το αληθινό σου πρόσωπο. Είσαι όμορφη γιατί σ’ αγαπώ» μου έλεγε ο πατέρας καθώς με σήκωνε στην αγκαλιά του. Τούτο ήταν και το τελευταίο δώρο του πριν φύγει για πάντα.
    Με εγκλωβισμένο το κεφάλι και το σώμα μου στο κουβούκλιο του τομογράφου μιλάω σε κείνο το κοριτσάκι για πρώτη φορά. Και για πρώτη φορά αυτό γυρνά, με κοιτάζει στα μάτια και μου χαμογελά.
    Ακούω στ’ αυτιά μου τη φωνή του γιατρού.
     «Τελειώσαμε. Όλα καλά».
    Την ώρα που φεύγω, ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη του διαδρόμου. Το μπεζ μου παλτό έχει αλλάξει χρώμα, έχει γίνει μπλε.
Χαμογελώ ευτυχισμένη καθώς βλέπω από την άλλη όχθη του καθρέφτη μία όμορφη γυναίκα να μου γνέφει «σ’ αγαπώ».





ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΜΑΤΙ


Η μητέρα με φώναζε Τζο. Όλη την ημέρα ήταν σκυμμένη πάνω από το καλάθι με τα χρωματιστά νήματα και έφτιαχνε για μένα ζακέτες, σκουφιά, κασκόλ. Όταν μεγάλωσα έπλεκε τα φορέματα μου. Αγαπημένο της χρώμα το κόκκινο.
    Μία μέρα μου χάρισε τον Άντι, έναν πολύχρωμο παπαγάλο, και όλα τα κοσμήματα της. Δεν αποχωρίστηκα τίποτε δικό της. Ούτε τα δύο διαφορετικά σε χρώμα μάτια που κληρονόμησα από αυτήν. Καστανό το αριστερό και γαλάζιο το δεξί. Μου άρεσε από παιδί να ζωγραφίζω. Αντί για μολύβι και τετράδιο κρατούσα πάντα πινέλο, τελάρο και χρώματα. Κανένας δεν ήξερε ότι τα μοντέλα στους πίνακες μου τα έβλεπα μόνο μέσα από το γαλάζιο μάτι μου, κλείνοντας το καστανό. Ήταν πάντα μία πύλη ανοιχτή στο κόσμο του θαυμαστού.
    Όλα άλλαξαν όταν η μητέρα έφυγε από την ζωή ξαφνικά. Τότε ο παπαγάλος, κατάσκοπος της μητέρας μου, κάθισε για τα καλά στον ώμο μου. Με φώναζε Τζο, μιμούμενος αυτήν. Πολλές φορές έσκυβε με περιέργεια μέσα στο γαλάζιο μάτι μου για να δει τι βλέπω. Μία φορά έσκυψε τόσο πολύ που με το ράμφος του έσπρωξε το μάτι μου πέρα από την πύλη. Όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να το βρω. Η πύλη έμεινε ολάνοιχτη στο κενό.
    Έτσι κατέβασα το βλέφαρό μου και την έκλεισα για πάντα. Για τιμωρία έκοψα τη γλώσσα του Άντι, και με το πινέλο και έβαψα τα πολύχρωμα φτερά του μαύρα. Πέταξα τα φορέματα. Φόρεσα παντελόνι. Από τότε αυτός είναι πια ένα μαύρο άσχημο κοράκι και εγώ ο άνθρωπος με το ένα μάτι.


*   *   *


Το δέρμα αποτελεί ζωτικό όργανο για τη βιολογική λειτουργία. Είναι όμως και το κατεξοχήν επικοινωνιακό μέσο, ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ του εσωτερικού σώματος και του εξωτερικού κόσμου.
    Ανάλογα με τα πρώτα ερεθίσματα που καταγράφει ο υποδοχέας δέρμα, άλλοτε διαμορφώνεται μία υγιής και άλλοτε μία κατακερματισμένη εικόνα του εαυτού.
Στην πρώτη της συλλογή διηγημάτων, η Αριστούλα Δάλλη δίνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη γυναίκα ως Θηλυκή Αρχή, ως σχέση με την Αρσενική Αρχή, ως Αρχέγονη Μητέρα, ως πρωταρχική σκηνή της αίσθησης στον κόσμο.
    Οι ήρωές της –αρχετυπικές μορφές– πορεύονται ανάμεσα στην ορμή της ζωής και του θανάτου, στο σωματικό και ψυχικό Εγώ, στην προδοσία και στη δέσμευση, στο μίσος και στην αγάπη, ανιχνεύοντας την ταυτότητα και το πρόσωπό τους.
 
Από το οπισθόφυλλο της έκδοσης





Από το βιβλίο «Το δέρμα της φώκιας», εκδ. Βακχικόν, 2024.




Η Αριστούλα Δάλλη γεννήθηκε στα Γρεβενά και ζει στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε στη Δημόσια Υγεία ως φυσικοθεραπεύτρια. Είναι Εικαστική ψυχοθεραπεύτρια, Συστημική οικογενειακή θεραπεύτρια, υπεύθυνη συντονίστρια του Κέντρου Προσωπικής Ανάπτυξης και Ψυχοθεραπείας μέσω της Τέχνης Άκεσα, Θεσσαλονίκη. Είναι εικαστικός με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις και γράφει πεζά, ποιήματα, δοκίμια και βιβλιοπαρουσιάσεις. Έργα της έχουν συμπεριληφθεί στους συλλογικούς τόμους Φλέβες γραφής (εκδόσεις Ρώμη 2019), Η συμβολή των Ψυχοθεραπειών μέσω της Τέχνης στην Ψυχιατρική Θεραπευτική (εκδόσεις Βήτα 2019), Επιστολές από μια άλλη ήπειρο (εκδόσεις Ρώμη 2022) και Ο χρόνος που περνά και χάνεται (εκδόσεις Παρέμβαση 2023), ενώ έχουν φιλοξενηθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, όπως τα: Περί Ου, Παρέμβαση, fractal, frear, Culturebook, Θευθ και Καρυοθραύστις. Το δέρμα της φώκιας είναι το πρώτο της βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου