πάνω στο νερό
σκιά φύλλου
πάνω σε φύλλο.
ο χρόνος
θα ξαναρχίσει.
Ο χρόνος γίνεται πέτρα
πέφτει πάνω στη μέρα
και την κάνει χίλια κομμάτια.
δεν υπάρχουν αστέρια
όμως λάμπουν τα μάτια.
την κάθε ώρα που έρχεται
όταν το φεγγάρι σιωπά
κι η νύχτα χαμογελάει τυφλή
την ώρα του ρεμβασμού και των ονείρων
η αύρα και τα λόγια δε διαφέρουν
το τοπίο που βλέπεις είναι μια γλώσσα
μόνο η κίνηση των χεριών
μπορεί να επαναλάβει τη γεωγραφία ενός πουλιού
και τη ντροπαλότητα των γαλάζιων ίσκιων.
−στο έδαφος−
έχουμε μια αδέξια κλίση προς τα ύψη.
Στη Τζέλα Ασπρογέρακα
ακόμη τρέμοντας
με δισταγμούς φωτός.
τη δροσιά της πρωινής πάχνης.
Έψαξε στο βάθος τ’ ουρανού
και βρήκε παλιούς έρωτες αρχαίους πόθους.
Στην όχθη στάθηκε παλιών αισθημάτων
κι έκλαψε.
Με την πνοή του ήλιου
πάνω στο χέρι της
απάλυνε τη μέρα.
Αναστέναξε με τόσο φως στα δάχτυλα
έκρουσε τα κύμβαλα τ’ ανέμου
και πέταξε γοργά στον ουρανό
με πάταγο αρχαίων πουλιών.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ
ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ
Στον
Γιάννη Υφαντή
Περιπλανώμενος μέσ’ στο παρόν
σ’ ένα εκτυφλωτικό τίποτα
αφήνοντας όλες τις σκέψεις πίσω σου
τους ήχους πίσω απ’ τις σιωπές
πηγαίνοντας απ’ τον ένα εαυτό στον άλλο
συνθλίβοντας το διάστημα με τα χέρια σου
με μια φωτιά στο μυαλό σου
που καίει όλους τους ηλίθιους νόμους
μέσα σ’ ένα σώμα που ονειρεύεται
διέλυσες όλα τα κακά ξόρκια του κόσμου
πάνω στα γλυκά μάτια των πουλιών.
Τώρα ελεύθερος μέσ’ στο τίποτα
ξεχνάς το αύριο
στου ήλιου τις αλάνες.
Πόσο ευγενικά και ήρεμα απομακρύνεσαι
με τ’ ανοιχτά ξαφνιασμένα μάτια σου
γεμάτα απ’ αγάπη
και διαλύεσαι μέσα στα σύννεφα τ’ ουρανού
σα μια βροχή που δε φοβάται να γίνει θάλασσα.
ΕΝΑ
ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΘΗΛΑΖΕΙ ΑΘΩΟΤΗΤΑ
Στάσου
έχω ξαναπεράσει από δω
γνωρίζω αυτά τα σχήματα
αυτές τις μορφές.
Κάτω απ’ τα δάχτυλα του ήλιου
ξέρω πως θα γίνω
πάλι η καινούργια μέρα σου.
Θα μ’ αναγνωρίσω
στο φως
θα γίνω φιλί στο στόμα σου.
Ένα παιδί
που θηλάζει αθωότητα.
Από τη συλλογή «Δυτικά ο κήπος», εκδ.
Μανδραγόρας, 2004.
και βρήκε παλιούς έρωτες αρχαίους πόθους.
Στην όχθη στάθηκε παλιών αισθημάτων
κι έκλαψε.
πάνω στο χέρι της
απάλυνε τη μέρα.
έκρουσε τα κύμβαλα τ’ ανέμου
και πέταξε γοργά στον ουρανό
με πάταγο αρχαίων πουλιών.
σ’ ένα εκτυφλωτικό τίποτα
αφήνοντας όλες τις σκέψεις πίσω σου
τους ήχους πίσω απ’ τις σιωπές
πηγαίνοντας απ’ τον ένα εαυτό στον άλλο
συνθλίβοντας το διάστημα με τα χέρια σου
με μια φωτιά στο μυαλό σου
που καίει όλους τους ηλίθιους νόμους
μέσα σ’ ένα σώμα που ονειρεύεται
διέλυσες όλα τα κακά ξόρκια του κόσμου
πάνω στα γλυκά μάτια των πουλιών.
ξεχνάς το αύριο
στου ήλιου τις αλάνες.
με τ’ ανοιχτά ξαφνιασμένα μάτια σου
γεμάτα απ’ αγάπη
και διαλύεσαι μέσα στα σύννεφα τ’ ουρανού
σα μια βροχή που δε φοβάται να γίνει θάλασσα.
έχω ξαναπεράσει από δω
γνωρίζω αυτά τα σχήματα
αυτές τις μορφές.
Κάτω απ’ τα δάχτυλα του ήλιου
ξέρω πως θα γίνω
πάλι η καινούργια μέρα σου.
Θα μ’ αναγνωρίσω
στο φως
θα γίνω φιλί στο στόμα σου.
που θηλάζει αθωότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου