ώρα πρωινού π’ ανασηκώνουν
τον δίμιτο της νύχτας τον μπερντέ
στα χέρια του ψαρά
λυγμοί
σ’ άγονου τόπου φαντασιές σβησμένες
μ’ αλόγων ποδοβολητά τα άστρα κυνηγούνε
οι θωριές μας πώς
τα ρούχα να μπαλώσεις τα σκισμένα μου
με χέρια επιτήδεια
σου έλεγα και γέλαγες
−καρφί το γέλιο σε σταυρό τώρα που λείπεις−
έλυνε κι η σελήνη τα μαλλιά
φώτιζε
μυστικό κανένα μονοπάτι στου κορμιού τις πλαγιές
κι έβρισκε ο ήλιος σύννεφο να φλυαρεί
έλιωνε η ζέστη τις ραφές
των βελονιών σου τις κλωστές
τσιμπολογούσαν τα πουλιά
κι η αγκαλιά πηγάδι να χωθείς να ξεδιψάσεις
Στην εικόνα: Frants Bøe, «Seabirds in the midnight Sun» (1876).
Και να τώρα το ΠΟΙΗΜΑ και η ΠΟΙΗΤΡΙΑ Ελένη Νέστορα !
ΑπάντησηΔιαγραφήΕργάτρια στο σύγχρονο λυρισμό, κι ας μη φαίνεται ο αγώνας της με τις λέξεις . Γιατί η ποίησή της μοιάζει να βγαίνει από μια έκρηξη φωτός μαγεία .