Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Αλέξανδρος Αραμπατζής, "Λάμπα θυέλλης και άλλα ποιήματα"





ΛΑΜΠΑ ΘΥΕΛΛΗΣ


Τα πολλά τερτίπια τα αφήνω για τις επόμενες γενιές
Που θα ταξιδεύουν στο ίδιο ηλεκτροδυναμικό τόξο
Με τις σειρήνες του χρόνου ή τα άχρονα σαλπίσματα
Ω νοεροί μου ιχνηλάτες, ω νοερές μου σάλπιγγες!
Οξύηχες προβλέπω επελάσεις στα μετόπισθεν
Πόσο τα κρίματα φεγγοβολούν στο ιερό έρεβος!
Πόσο οι οπλοβαστοί τσακίζουν των νεκρών τα κόκαλα!
Εδώ οι γάτες κάθε λίγο ξεθάβουν δόντια σοφών από την άμμο και το αλάτι
Και οι σκύλοι τα ξαναθάβουν μην μυρίσει ο τόπος καβαλίνα

Τα ποντοπόρα καράβια  ξεπουλούν των αοιδών τις μούσες
Τις κοσμογυρισμένες μεν αλλά ασήμαντες στις κλωθογυρισμένες σμίξεις των αλόγιστων καιρών
Τέλος πλέον οι μάγοι με τα δώρα, τέλος τα μαγικά φίλτρα
Οι δρυΐδες μοχθούν με χλωρά χόρτα τις αλυσίδες των αιώνων να ενώσουν
Και τα ερείπια, ω ναι! τα ερείπια! τα τόσα πολλά  ερείπια που ξεφυτρώνουν άναρχα στις πνιγηρές τσιμεντουπόλεις
Οι επόμενες αμέτρητες γενιές σε χοάνες αρχαίων μύθων σεμνά ας παραχώσουν

Λάσπη, λοιπόν, τα πάντα λάσπη
Κι όλοι οι χρόνοι του παρελθόντος και του μέλλοντος όλοι οι χρόνοι λάσπη, λάσπη, λάσπη
Μ’ αυτήν την λάσπη θα πλάσω το εκμαγείο της σκιάς μου που παραδέρνει ανάμεσα στο κίτρινο φως και στην πράσινη ομίχλη
Θα το κρεμάσω μαλαματένιο κόσμημα στης χαραυγής τα χείλη

Εγώ το αλήτικο ζώο, λοιπόν,  καμωμένο για παράτολμα άλματα στο άγριο σκοτάδι
Ψάχνω τρόπο να δραπετεύσω από την παγίδα που μου στήσανε του χρόνου οι κυνηγοί
Να γλιστρήσω επιτέλους ελεύθερος στον έναστρο ουρανό σαν παλιός ατρόμητος αντάρτης

Ανάμεσα στην βία του αίματος και στην οργή των καρδιακών παλμών
Ένα θηρίο πάλλεται ανήμερο και παρδαλό
Όχι δεν είναι χωρατό από χωριάτικες καταλαλιές, αδέλφια
Είναι ένα μάγμα φωσφορίζουσας σκόνης και αφθαρσίας της ύλης
Οσονούπω φιλοσοφική λίθος και μεταφυσικός τριγμός

Α, ο κόσμος αυτός είναι ατελής στις διαβρώσεις του, αδέλφια
Κάθε χαραγματιά κι ένα αίνιγμα της επιστήμης
Πτυχώσεις, ξεδιπλώματα, επαναπτυχώσεις, τα πάντα μαγγανείες, μηχανές συναρμολόγησης και αποσυναρμολόγησης ρωγμών
Βέβηλα τεχνικά διαγράμματα κακόβουλων λογισμικών που στύβουν αμήχανες λέξεις
Στης ποίησης τα μικρά κρυφά καπετανάτα


Ο καθείς εξ ημών αγκομαχεί στο βάραθρο της πίστης του σαν ηλικιωμένος πλασιέ θρησκευτικών βιβλίων
Και όλοι καταχωρούνται στη λίστα των ένθεων λαθών
Σμάρια σμήνη αγέλες στίχων καταποντίζονται στο μολυσμένο νερό
Α, όχι, όχι, σταματώ εδώ
Δεν θα απολογηθώ τώρα για το πόσο ηλίθιος υπήρξα και πόσο ηλίθια υπήρξε η γενιά μου
Κάποτε θα μιλήσω και για τα θαύματα των παιδικών μου χρόνων που δεν φαντάζουν και τόσο ηρωικά
Κάποτε θα μιλήσω και για μένα όπως άλλοι μιλήσανε για τον εαυτό τους με τόσο ζήλο που είναι να τους ζηλεύεις
Τα παρατώ εδώ λοιπόν στα όρια ενός κόσμου ήδη χαμένου κι ενός κόσμου που αρχίζει να χάνεται
Περιττός κι άσημος εκκεντρική μονάδα της εντοιχισμένης στην ύλη  αντιύλης
Όμηρος του μηδενός μηδενιστής και δρομέας της οδύνης





ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ


Όμηρος στις κατακόμβες των εραστών
Φιμωμένος με ατσάλινο σύρμα
Μουγκρίζω τον θρήνο μου στις σκοτεινές στοές
Oι αντίλαλοι των σκιών με καταπλακώνουν
Εσάς λοιπόν θεοί εδώ μέσα εσάς καλώ προσκαλώ
Τους φαντασμαγορικούς Σειληνούς της Σελήνης
Απαλλάξτε με από τα δεσμά της αγοραίας σαγήνης
Απαλλάξτε με από την αγοραία των αγοραίων ερώτων σαγήνη
Απαλλάξτε με από της νύχτας τον ντροπιαστικό διασυρμό





ΚΟΥΦΟΒΡΑΣΗ ΣΤΟ ΦΙΔΟΝΗΣΙ


Νύχτες και σεντόνια στο κάτεργο
Υγρά απονενοημένα διαβήματα
Φιλμογραφία οιδιπόδειας ζωής
Ροές υπέρυθρα στιγματισμένων τόπων
Προπατορικό αμάρτημα και σεξ
Βόμβες μολότωφ κι αναμμένοι δυναμίτες
Από παντού σκάει μύτη η παράνοια
Από παντού η παράνοια σκάει μύτη
Από παντού σκάει μύτη η παράνοια
Της ασίγαστης σαγήνης επωδός





ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΠΕΔΙΛΟ


Σήμερα ονειρεύθηκα τη θάλασσα
Την αμμουδιά τους βράχους το φεγγάρι
Ποτίστηκα ολόκληρος με τσουχτερή αρμύρα
Το χιόνι παραδίπλα παραμόνευε να με στραγγίξει
Και η αυγή με βρήκε παγωμένο πέδιλο





ΒΡΕΧΕΙ ΠΑΛΙ ΒΡΕΧΕΙ


Βρέχει πάλι βρέχει
Στον δρόμο κανείς
Μα όχι να ένας παππούς
Ψάχνει σκυμμένος στο νερό
Το άλλο του τρύπιο παπούτσι
Εκείνο που στη μοίρα του υπήρξε
Μαράζι και καημός





ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΚΑΛΤΣΑ


Αλίμονο, αυτός ο πλανήτης ο έρμος
Μοιάζει με σπίτι χωρίς κεραμίδια
Κι όταν στο κεφάλι του βρέχει κόλαση
Στριφογυρίζει στο κενό σαν φλεγόμενη κάλτσα





ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΦΡΟΥΤΟ


Σα να βγήκε από κόμικ του REISER
Άπλυτος τεμπέλης και σαρδόνιος
Ακούρευτο γίδι στη λαοθάλασσα της πόλης
Ε, ναι, λοιπόν!
Τέτοιο περίεργο φρούτο ήταν αυτός ο ποιητής
Φαντασμαγορικός και λιγδιάρης



                                            Αλέξανδρος Αραμπατζής



Πρώτη δημοσίευση



Στην εικόνα:
Eugène Le Poittevin, «Sailors lighting fires at the entrance to a port» (1862).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου