Που θα ταξιδεύουν στο ίδιο ηλεκτροδυναμικό τόξο
Με τις σειρήνες του χρόνου ή τα άχρονα σαλπίσματα
Ω νοεροί μου ιχνηλάτες, ω νοερές μου σάλπιγγες!
Οξύηχες προβλέπω επελάσεις στα μετόπισθεν
Πόσο τα κρίματα φεγγοβολούν στο ιερό έρεβος!
Πόσο οι οπλοβαστοί τσακίζουν των νεκρών τα κόκαλα!
Εδώ οι γάτες κάθε λίγο ξεθάβουν δόντια σοφών από την άμμο και το αλάτι
Και οι σκύλοι τα ξαναθάβουν μην μυρίσει ο τόπος καβαλίνα
Τις κοσμογυρισμένες μεν αλλά ασήμαντες στις κλωθογυρισμένες σμίξεις των αλόγιστων καιρών
Τέλος πλέον οι μάγοι με τα δώρα, τέλος τα μαγικά φίλτρα
Οι δρυΐδες μοχθούν με χλωρά χόρτα τις αλυσίδες των αιώνων να ενώσουν
Και τα ερείπια, ω ναι! τα ερείπια! τα τόσα πολλά ερείπια που ξεφυτρώνουν άναρχα στις πνιγηρές τσιμεντουπόλεις
Οι επόμενες αμέτρητες γενιές σε χοάνες αρχαίων μύθων σεμνά ας παραχώσουν
Κι όλοι οι χρόνοι του παρελθόντος και του μέλλοντος όλοι οι χρόνοι λάσπη, λάσπη, λάσπη
Μ’ αυτήν την λάσπη θα πλάσω το εκμαγείο της σκιάς μου που παραδέρνει ανάμεσα στο κίτρινο φως και στην πράσινη ομίχλη
Θα το κρεμάσω μαλαματένιο κόσμημα στης χαραυγής τα χείλη
Ψάχνω τρόπο να δραπετεύσω από την παγίδα που μου στήσανε του χρόνου οι κυνηγοί
Να γλιστρήσω επιτέλους ελεύθερος στον έναστρο ουρανό σαν παλιός ατρόμητος αντάρτης
Ένα θηρίο πάλλεται ανήμερο και παρδαλό
Όχι δεν είναι χωρατό από χωριάτικες καταλαλιές, αδέλφια
Είναι ένα μάγμα φωσφορίζουσας σκόνης και αφθαρσίας της ύλης
Οσονούπω φιλοσοφική λίθος και μεταφυσικός τριγμός
Κάθε χαραγματιά κι ένα αίνιγμα της επιστήμης
Πτυχώσεις, ξεδιπλώματα, επαναπτυχώσεις, τα πάντα μαγγανείες, μηχανές συναρμολόγησης και αποσυναρμολόγησης ρωγμών
Βέβηλα τεχνικά διαγράμματα κακόβουλων λογισμικών που στύβουν αμήχανες λέξεις
Στης ποίησης τα μικρά κρυφά καπετανάτα
Και όλοι καταχωρούνται στη λίστα των ένθεων λαθών
Σμάρια σμήνη αγέλες στίχων καταποντίζονται στο μολυσμένο νερό
Α, όχι, όχι, σταματώ εδώ
Δεν θα απολογηθώ τώρα για το πόσο ηλίθιος υπήρξα και πόσο ηλίθια υπήρξε η γενιά μου
Κάποτε θα μιλήσω και για τα θαύματα των παιδικών μου χρόνων που δεν φαντάζουν και τόσο ηρωικά
Κάποτε θα μιλήσω και για μένα όπως άλλοι μιλήσανε για τον εαυτό τους με τόσο ζήλο που είναι να τους ζηλεύεις
Τα παρατώ εδώ λοιπόν στα όρια ενός κόσμου ήδη χαμένου κι ενός κόσμου που αρχίζει να χάνεται
Περιττός κι άσημος εκκεντρική μονάδα της εντοιχισμένης στην ύλη αντιύλης
Όμηρος του μηδενός μηδενιστής και δρομέας της οδύνης
Φιμωμένος με ατσάλινο σύρμα
Μουγκρίζω τον θρήνο μου στις σκοτεινές στοές
Oι αντίλαλοι των σκιών με καταπλακώνουν
Τους φαντασμαγορικούς Σειληνούς της Σελήνης
Απαλλάξτε με από τα δεσμά της αγοραίας σαγήνης
Απαλλάξτε με από την αγοραία των αγοραίων ερώτων σαγήνη
Απαλλάξτε με από της νύχτας τον ντροπιαστικό διασυρμό
Υγρά απονενοημένα διαβήματα
Φιλμογραφία οιδιπόδειας ζωής
Ροές υπέρυθρα στιγματισμένων τόπων
Προπατορικό αμάρτημα και σεξ
Βόμβες μολότωφ κι αναμμένοι δυναμίτες
Από παντού σκάει μύτη η παράνοια
Από παντού η παράνοια σκάει μύτη
Από παντού σκάει μύτη η παράνοια
Της ασίγαστης σαγήνης επωδός
Την αμμουδιά τους βράχους το φεγγάρι
Ποτίστηκα ολόκληρος με τσουχτερή αρμύρα
Το χιόνι παραδίπλα παραμόνευε να με στραγγίξει
Και η αυγή με βρήκε παγωμένο πέδιλο
Στον δρόμο κανείς
Μα όχι να ένας παππούς
Ψάχνει σκυμμένος στο νερό
Το άλλο του τρύπιο παπούτσι
Εκείνο που στη μοίρα του υπήρξε
Μαράζι και καημός
Μοιάζει με σπίτι χωρίς κεραμίδια
Κι όταν στο κεφάλι του βρέχει κόλαση
Στριφογυρίζει στο κενό σαν φλεγόμενη κάλτσα
Άπλυτος τεμπέλης και σαρδόνιος
Ακούρευτο γίδι στη λαοθάλασσα της πόλης
Ε, ναι, λοιπόν!
Τέτοιο περίεργο φρούτο ήταν αυτός ο ποιητής
Φαντασμαγορικός και λιγδιάρης
Eugène Le Poittevin,
«Sailors lighting fires at the entrance to a port» (1862).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου