Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Χρίστος Λάσκαρης, "Ο ευτυχισμένος καιρός επέρασε"





ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


Δε μένει άλλο παρά αυτό:
η μουσική αυτή η λυπημένη
μέσα στ’ απόβραδο,
από ξωμάχους κι από ζωντανά που επιστρέφουν.
Και της μητέρας η σκιά πάνω απ’ τον ύπνο μας,
που αν και πεθαμένη τόσο
επιμένει
μαζί με όλ’ αυτά.
Και το φεγγάρι μπαίνοντας στην κάμαρη,
κι οι ψίθυροι της νύχτας,
και τα βήματα
όταν εξύπναγε ο χαλικόδρομος.





ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


Το φεγγάρι είναι μια παρηγοριά.
Εδώ στη λεωφόρο
που τ’ αυτοκίνητα ανθούν
κι οι προβολείς τους λάμπουν,
δεν το υποψιάζεται κανείς,
κανείς πια δεν το ξέρει.
Μα το φεγγάρι είναι μια παρηγοριά
και επιμένει κάθε βράδυ στο έργο του
μοναχικό,
αργοπερπάτητο.
Όταν χάνεται
σωπαίνει ο ουρανός
και γέρνουν το κεφάλι οι ερωτευμένοι.
Μα όταν από καιρό ξαναφανεί,
γελάει η γη·
κι ανθίζουν τα παράθυρα με τους απελπισμένους.





ΜΑΝΤΕΝΙΑ


Ένα κρεβάτι
και να είναι Αύγουστος,
και ξέρω εγώ να ξαναζήσω.





ΘΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙΣ ΣΚΑΛΕΣ


Θα κατεβαίνεις σκάλες,
κάθε πρωί θα κατεβαίνει σκάλες·
σαν άγαλμα προς τη θυρίδα για το εισιτήριο θα προχωρείς
κι ύστερα στην ουρά
−πάντα σαν άγαλμα−
που μες στο μάρμαρό του ονειροπολεί,
θα στέκεις.
Στο τραμ
πιασμένος στη χειρολαβή θα ταλαντεύεσαι
με το κεφάλι μες στη λύπη κρεμασμένο.
Στον Πειραιά, η πρωινή ομίχλη θα σε πνίγει
και στο γραφείο οι συνάδελφοι.
Και θα ραγίζεις
και στα δυο η πέτρα σου θα σπα
καθώς απ’ το παράθυρο στην προκυμαία θα κοιτάς
το πλοίο που ξεμάκρυνε −
σφυρίζοντας μες στην ψυχή σου.




ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ


Θα μιλήσω γι’ αυτούς
που δεν εγνώρισαν ποτέ τον έρωτα,
για όλους όσους πλάγιαζαν
το βράδυ μ’ έναν ίσκιο,
που ένα φιλί
δε δρόσισε τον ύπνο τους,
δεν έσταξε στο στήθος τους
κανένας λόγος,
μόνο μια γεύση ερημιάς,
στα χείλη τους.
Γι’ αυτούς θα πω,
που έζησαν σαν τις φρυγμένες στέρνες,
ολάκερη ζωή.





ΘΑ ΜΕ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ


Θα με επισκεφτείς
όπως επισκέπτονται στην κλινική τον άρρωστο
οι συγγενείς
κάνοντας φασαρία με τα δώρα τους
και φέρνοντας τη ζωή απ’ έξω

ενώ αυτός
συνηθισμένος με τη σιωπή
νιώθει ανήμπορος να συνδεθεί
κι αρχίζει να κουράζεται
παρακαλώντας με το βλέμμα του να μείνει μόνος

μόνος όπως και πριν
να τους περιμένει και να τους φαντάζεται.





Από τη συλλογή «Ο ευτυχισμένος καιρός επέρασε» (1979).
Πηγή: «Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα», β΄ έκδοση, εκδ. Γαβριηλίδης 2009.

Στην εικόμα: Ralph Albert Blakelock, «Moonlight».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου