η μουσική αυτή η λυπημένη
μέσα στ’ απόβραδο,
από ξωμάχους κι από ζωντανά που επιστρέφουν.
Και της μητέρας η σκιά πάνω απ’ τον ύπνο μας,
που αν και πεθαμένη τόσο
επιμένει
μαζί με όλ’ αυτά.
Και το φεγγάρι μπαίνοντας στην κάμαρη,
κι οι ψίθυροι της νύχτας,
και τα βήματα
όταν εξύπναγε ο χαλικόδρομος.
Εδώ στη λεωφόρο
που τ’ αυτοκίνητα ανθούν
κι οι προβολείς τους λάμπουν,
δεν το υποψιάζεται κανείς,
κανείς πια δεν το ξέρει.
Μα το φεγγάρι είναι μια παρηγοριά
και επιμένει κάθε βράδυ στο έργο του
μοναχικό,
αργοπερπάτητο.
Όταν χάνεται
σωπαίνει ο ουρανός
και γέρνουν το κεφάλι οι ερωτευμένοι.
Μα όταν από καιρό ξαναφανεί,
γελάει η γη·
κι ανθίζουν τα παράθυρα με τους απελπισμένους.
και να είναι Αύγουστος,
και ξέρω εγώ να ξαναζήσω.
κάθε πρωί θα κατεβαίνει σκάλες·
σαν άγαλμα προς τη θυρίδα για το εισιτήριο θα προχωρείς
κι ύστερα στην ουρά
−πάντα σαν άγαλμα−
που μες στο μάρμαρό του ονειροπολεί,
θα στέκεις.
Στο τραμ
πιασμένος στη χειρολαβή θα ταλαντεύεσαι
με το κεφάλι μες στη λύπη κρεμασμένο.
Στον Πειραιά, η πρωινή ομίχλη θα σε πνίγει
και στο γραφείο οι συνάδελφοι.
Και θα ραγίζεις
και στα δυο η πέτρα σου θα σπα
καθώς απ’ το παράθυρο στην προκυμαία θα κοιτάς
το πλοίο που ξεμάκρυνε −
σφυρίζοντας μες στην ψυχή σου.
που δεν εγνώρισαν ποτέ τον έρωτα,
για όλους όσους πλάγιαζαν
το βράδυ μ’ έναν ίσκιο,
που ένα φιλί
δε δρόσισε τον ύπνο τους,
δεν έσταξε στο στήθος τους
κανένας λόγος,
μόνο μια γεύση ερημιάς,
στα χείλη τους.
Γι’ αυτούς θα πω,
που έζησαν σαν τις φρυγμένες στέρνες,
ολάκερη ζωή.
όπως επισκέπτονται στην κλινική τον άρρωστο
οι συγγενείς
κάνοντας φασαρία με τα δώρα τους
και φέρνοντας τη ζωή απ’ έξω
συνηθισμένος με τη σιωπή
νιώθει ανήμπορος να συνδεθεί
κι αρχίζει να κουράζεται
παρακαλώντας με το βλέμμα του να μείνει μόνος
να τους περιμένει και να τους φαντάζεται.
Πηγή: «Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα», β΄ έκδοση, εκδ. Γαβριηλίδης 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου