άνθρωποι αδιάφοροι
διέσχιζαν τα πεζοδρόμια
πετούσαν καμένα τσιγάρα
στον δρόμο ενοχικά
και βιαστικά επέστρεφαν
στην ατέρμονη πορεία τους.
κάπου στο απρόσωπο φόντο
χαμένοι ναυαγοί της εποχής μας
μέσα στο αδίστακτο στροβίλισμα
απόκληροι των αστερισμών
ακίνητοι
να δίνουμε μορφή
και να κινούμαστε αυτοκτόνοι
προς την άβυσσο.
ήρωα του φθινοπώρου
σε γνώρισα
προτού φύγεις
για τα απάτητα οροπέδια
ακολουθώντας το δειλινό.
το φως με το σκοτάδι
και η ζωή με τον θάνατο
άκουσε τη φωνή μου
για τελευταία φορά
ανάμεσα στα φύλλα
καθώς βραδιάζει
και στις τζαμαρίες
των μικρών καταστημάτων
παγώνει το χιονόνερο.
στον θάνατο των άστρων
μόνοι και γύρω μας ο κόσμος
μέχρι να μας χτυπήσει το φως
και μετά χάσου
σε μια ορφανή μέρα του Σεπτέμβρη
χάσου
για να σε ξαναδώ μονάχα
αιχμάλωτο του πλήθους
στην επέτειο ενός πόνου
που αποκαθήλωσε τον ήλιο
όταν κάθε πίστη μου ξεψυχήσει
εκτεθειμένη δημόσια
στα βέβηλα βλέμματα των ανθρώπων.
οι δρόμοι έχουν αδειάσει
τα σινεμά της Ομόνοιας
είναι κλειστά από νωρίς
και τα ταξί στις πιάτσες
περιμένουν καθηλωμένα
τους τελευταίους χαμένους
από τις παράνομες λέσχες.
3ης Σεπτεμβρίου
όταν περάσεις νευρικά
από τα στέκια των ναρκομανών
και τα στενά των οίκων ανοχής
όταν πετάξεις το αποτσίγαρο
στην βρεγμένη άσφαλτο
όταν φύγεις στον παράδρομο
τίποτα δεν θα έχει αλλάξει.
πίσω τρέχουν μεθυσμένοι
το ατέλειωτο σκούρο
της παλαιάς Εθνικής
η άπλα των λωρίδων
κάποια μακρινά φώτα
σημαίνουν τον προορισμό.
και το μέταλλο καυτό
τα καθίσματα άδεια
ο συνοδηγός μακριά
μόνος απέναντι
στην αλήθεια.
νύχτα, νύχτα του καιρού
τα παράθυρα κλειστά
ο νιπτήρας στάζει
λεπτές σταγόνες
τα σφυριά χτυπούν
στις άκρες των κροτάφων
η σιωπή
όταν παύουν οι φωνές·
με θλίψη και αξιοπρέπεια
θα περάσει
κι αυτό το βράδυ.
το παλτό σου τύλιγε το νέφος χαμηλά
από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων
οι μύτες των παπουτσιών ακροβατούσαν
στις βρώμικες γρίλιες των υπονόμων
έβλεπες τα πρόσωπα να προχωρούν
υποταγμένα στις άψυχες επιταγές
της ποσότητας και της ταχύτητας
εσύ, που έστεκες σταματημένος
σε είδανε από την φωτισμένη βιτρίνα
ενός χρεωκοπημένου καταστήματος
σε χαιρέτισαν αυτοί που εκδίδονταν
στο βρεγμένο πεζοδρόμιο απέναντι
προσπέρασες τα στέκια των αστέγων
νεύματα από τους επιβάτες των λεωφορείων
που λειτουργούν μονάχα μετά τα μεσάνυκτα
και τότε υποσχέθηκες, για πρώτη φορά
πως δεν θα επέστρεφες ποτέ ξανά
θα άφηνες αυτόν τον κόσμο πίσω σου
τους δρόμους, τα στενά, τα φανάρια
και μαζί του θα απέστρεφες το βλέμμα
μακριά από κάθε σπάραγμα του παρελθόντος
θα εξόρκιζες το παρελθόν, θα ξεχνούσες
τους ανθρώπους και τις υποσχέσεις τους
μια νύχτα περπατώντας στην Ιουλιανού.
Κι όμως, τέτοια νύχτα θα είσαι πάλι εδώ
θα έχουν παρέλθει δυο εβδομάδες ή χρόνια
θα είσαι εδώ, δραπέτης τόσων ακάνθινων βραδιών
σαν περιστέρι χωρίς φωλιά, περιπλανώμενος
Ηπείρου, Αχαρνών, Λιοσίων, Φυλής
θα είσαι πάλι εδώ, σε ένα πλαστικό τραπέζι
όχι με αναμμένο τζάκι όχι με ανέσεις
κάπου στο κέντρο της Αθήνας
ζεστά κι απ’ έξω το χιόνι
μόνος και για συντροφιά
τα ταξί που φέγγουνε στη νύχτα
και τα έρημα βαγόνια στον σταθμό.
υφάσματα που κρέμονται από βαγόνια
ένα στραβό ρολόι που λειτουργεί ακόμα
τα παρατημένα μηχανήματα του σταθμού
και αναρωτιόταν πώς έφτασε μέχρι εδώ
με αυτούς που ακροβατούν στο περιθώριο
ποιος χάραξε τα σημάδια στα χέρια της
ποιος έριξε το μαύρο στις άκρες των ματιών της
ποιος της έκλεισε τα βλέφαρα.
Την βρήκανε μπροστά στον ξεκρέμαστο καθρέπτη
το κεφάλι της γερμένο ακουμπούσε στον τοίχο
και δίπλα της ένα μικρό βιβλίο: Σύλβια Πλαθ.
Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, στα περιοδικά
χαρμόσυνες εικόνες, οι καλοκαιρινές διακοπές
πρόσωπα χαμογελαστά, οικογένειες
ευτυχείς στις παραλίες και τα νησιά.
Και κάπου, σε μια μικρή στήλη
στις τελευταίες σελίδες ασπρόμαυρης
καθημερινής εφημερίδας
αναγραφόταν η είδηση:
«ήταν είκοσι ετών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου