W. B. YEATS
τα χείλη της στα χείλη μας κι οι λέξεις
που θ’ ανεβούν στα χείλη μας − και όπως
ένας στον άλλον οι άνθρωποι, μιλάμε,
λέμε ιστορίες, κάποιοι τη δική τους,
τις τύχες και τα κατορθώματά τους,
και άλλοι άλλων που δεν λησμονούνται·
κι όσα ιστορούν, παράπονα και πίκρες,
στιγμές χαράς και μέρες γιορτινές
και συμφορές και θάνατοι κι αρρώστιες
( δοιοί γαρ τε πίθοι εν Διός ούδει ),
κι όσα βαθιά στον ύπνο κατεβαίνουν,
φωλιάζουν στις πτυχές του κι απηχούν
αισθήματα, μορφές, χειρονομίες −
αυτά είναι η ευθύνη μας· κι αν μείνουν
αφρόντιστα ( σαν ένας εαυτός
αφύσικος κι όμως αγαπημένος,
που τον αφήνεις πίσω σου και φεύγεις),
θα σε προλάβουν στα όνειρα·
σαν ένας
στ’ άπλετα βάθη των ονείρων − ίσκιοι
σαν σώματα, που φέρνουνε μαζί τους
τις τύχες και τα κατορθώματά τους,
αισθήματα, μορφές, χειρονομίες,
σε προλαβαίνουν στα όνειρα και σπρώχνουν
να βγουν στο φως της μέρας· σαν τα λόγια
που πρέπει να ειπωθούν και πάντα μένουν
ανείπωτα ώσπου δεν είναι πια·
σαν κόσμοι πιθανοί που σβήνουν, άστρα
που καταρρέουν σ’ άλλους γαλαξίες,
κι ούτε κανείς ευθύνεται γι’ αυτό.
πιο δύσκολα, καθώς περνούν τα χρόνια,
δέχεσαι τον αποχαιρετισμό του·
κάτι σαν θλίψη κάθεται τα βράδια
στις παρυφές, στις άκρες γύρω γύρω,
όπως θαμπώνει ένας παλιός καθρέφτης,
κι όπως στους αυτοκόλλητους φακέλους
που μένουν ανοιγμένοι στο τραπέζι
κολλάει η σκόνη κι από μέσα εξέχει
ένας απλήρωτος λογαριασμός.
μιας δακρυσμένης μουσικής, κι ακούω
τον θρήνο της πώς φτάνει από μακριά
και σβήνει σε βουβή χειρονομία·
όλο και πιο ανάγλυφες οι φλέβες
γράφουν ανάστροφα το άγγιγμα
της αδειανής παλάμης με την άλλη.
Η νύχτα ανοίγεται στην ικεσία.
λυγίζουν με το φύσημα του αέρα
κι είναι σαν να φινίρονται στο φως,
ενώ από πάνω η κληματαριά
κεντάει στο γαλάζιο τ’ ουρανού
εργόχειρο με πράσινες ανταύγειες.
και όλα συνομολογούν αιτίες
αμίλητες αυτό το απόγευμα
που φτιάχτηκε από φως κι απαντοχή,
εδώ που όλα τελειώνουν κι όλα αρχίζουν
και τίποτα δεν βιάζεται να φύγει.
που θα ’ρθει το σκοτάδι για να φέρει
τον ύπνο τον γλυκό τού στρατοκόπου,
κι ο ουρανός από πάνω θα σωπαίνει
κρατώντας όλη νύχτα τη μεγάλη
ανάσα, τη βαθιά του ξαστεριά.
ένας κοκκινολαίμης στο μπαλκόνι
τινάζει από πάνω του τον ύπνο
σε μια κηλίδα ήλιο κι ανασαίνουν
τα φύλλα της ελιάς μέσα στη γλάστρα
με την πνοή του αέρα· ξημερώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου