που πίνω το ούζο μου,
φούνταραν χθες μάνα και γιος.
Στο ίδιο μέρος σήμερα
κάτι τουριστριούλες
πλατσούριζαν στα ρηχά.
Κι εγώ απολάμβανα
τη μυρωδιά του αντηλιακού τους.
Βάζοντας ακόμη λίγο πάγο
στο ούζο μου.
Ζαλισμένος, χωρίς να ψάχνω νόημα.
να ξυπνάει κάθε πρωί
στη δουλίτσα να πηγαίνει
μεροκάματο να βγαίνει
να κλαίει στη χαρά
και να γελάει στη λύπη
το επίγραμμά του να σκαλίζει
και να τη βγάζει μ’ ένα πιάτο ρύζι
πέρα κι από το θάνατό του
Οι βούρτσες στέγνωσαν στον ήλιο.
Κύριε μπογιατζή, άσε τη δουλειά ημιτελή.
Το μεροκάματό σου πιο μικρό
από εκείνο το λουλουδάκι
που φύτρωσε πεισματικά ανάμεσα στις πέτρες.
Κύριε μπογιατζή, τέλειωσε το τσιγάρο σου
κι από αύριο γράφε μόνο συνθήματα.
Ούτε ένας ξασπρισμένος τοίχος.
Πες το και στους άλλους.
Κύριε μπογιατζή, κάθε αύριο.
Μέχρι να τη βάψουνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου