μικρό πουλί
δώρο της τύχης και της άνοιξης
σαν Ινδιάνος ονομάζω το παιδί μου
αρκούδας γούνα απαλή
ανθισμένο καλύβι σ’ έναν κόσμο ερημιάς
σαν Εσκιμώος ονομάζω το παιδί μου
φτερουγίζει στο μέτωπό του
η ανάσα του σαν κόκκινο μπαλόνι
υψώνει επίκληση στον ουρανό
με δέος η απεραντοσύνη
αγγίζει τα δυο του χρόνια
τα βήματά μου που μετρούσα
λούζομαι τώρα στις μυστικές του λέξεις
με τα νύχια στην πέτρα ζωγραφίζω το φως
στο πιο βαθύ κουρνιάζω μέρος της σπηλιάς μου
και μελετώ τον ύπνο σου
μετράω πολλές φορές τα δάχτυλά σου
τις φανερές και τις κρυφές ελιές στο σώμα σου
εισπνέω το χνώτο σου
αποκρυπτογραφώ τα μυστικά που διαγράφουν
οι ανεπαίσθητες κινήσεις των χειλιών σου
όσο ο πιο μεγάλος σοφός του κόσμου
φύλλο το φύλλο απόρθητη
στην έρημο η όαση θα φυτρώσει
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει
κι αστράφτει μαγικά πάνω απ’ τα κάστρα
με ήχους φυσαρμόνικας, με μακρινές φωνές
σχεδόν που αγγίζει κάποτε τον ουρανό
κι ύστερα χάνεται αργά μες στην ομίχλη
ύστερα στροβιλίζεται και πέφτει
πέφτει, σκαλώνει, σκίζεται
χάνει τα χρώματα και χάνει τα στολίδια του
πάνω στα αιχμηρά κλαδιά του χρόνου
βουβό και δακρυσμένο να κοιτάζει
ζουζούνια και πουλιά να φτερουγίζουν
τριγύρω στ’ ανθισμένα δέντρα
και να τελειώνουν τα μαθήματα
να ’μαστε σύντομα ελεύθεροι επιτέλους
και να μιλάμε, να γελάμε
και να μας περιμένει
μεθυστικά ατέλειωτο ένα καλοκαίρι
ένα γλυκό κορίτσι να μας γνέφει
πιο κάτω στη στροφή του δρόμου
μέσα σε διάφανη ομίχλη
βυθίστηκα στη μαγεμένη ομίχλη
από τα χρόνια εκείνα
συνάντησα συμμαθητές και φίλους
περπάτησα άνοιξη στα δρομάκια
κι έπαιξα μπάλα στα γήπεδα
μπήκα στις τάξεις κάθισα στα θρανία
είδα στον πίνακα ίχνη από τότε
έκανα αταξίες και τρέλες
ανάσανα το εξαίσιο άρωμα
του πρώτου μου έρωτα
για λίγο ζωντανά αναδύθηκαν
όσα έχουν χαθεί για πάντα
και μ’ έκανε κομμάτια
[44
ποιήματα για το παιδί και την αθωότητα (1979 - 2021)], εκδ. Μανδραγόρας, 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου