καρδιάς, βαθαίνει το πιο γλυκό ροδόνερο, να
ποτιστείς.
Έτσι φαντάζει το ιδανικό·
φλοισβίζει στους βράχους της άρνησης, της
μάχης, της μοναξιάς.
Ρέει στην αλέα της καθημερινότητας.
Κάθεται σε αγκαλιαστές φούχτες, για να
απλωθεί σε απελπισμένες ρίζες,
ρίζες απελπισμένες από την ξεραΐλα της
απιστίας.
Και τότες εκείνες παίρνουν το χρώμα του
ουρανού.
σε φίλους καταπατητές στο αυτί τους ψιθυρίζει.
Κάποτε απάρθενο, πια τα λογικά τους κλέβει
με θρύλους ανιστόρητους την ησυχία λυγίζει.
και λύκοι απ’ τις κορφές ακράτητα ουρλιάζουν
σε αλαργινές μορφές από τα δέντρα πέρα
που με το σεληνόφωτο την όψη τους αλλάζουν.
τα μαύρα αγρίμια της νυκτός περνούν και συνοδεύουν
να πάψουν κάθε ερχομό της ανελέητης νιότης
τη θράψη της ακοίμητοι αχόρταγα γυρεύουν.
μικρό, μεγάλο, άρχοντα, φτωχό, άντρα, γυναίκα,
στις βλάσφημες τις ερημιές με τη ψυχή χαμένο.
Εξαπατούν καρτερικά με θανάτους δέκα.
ή τις ξερές κι ολόχρυσες ασφοδιλένιες στέπες.
Η μέρα πάλι μίκρυνε και θέλει να χλομιάσει.
Η νύχτα αδέκαστη έρχεται και τιμωρεί τους ψεύτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου