ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
I
Η
ήμερη μέρα μού προσφέρει
πρόσωπο
ευγενικό
να
τ’ αγγίξω με τ’ άρρωστά μου δάχτυλα.
Πολύτιμα
δώρα, ώρες της ζωής,
με
σας κανένα οικοδόμημα ν’ αποκάμουν
δεν
μπορούν τ’ άρρωστά μου δάχτυλα.
Βρίσκομαι,
μέσα μου οικοδομείται
η
καταστροφή διαλύσεων,
σιγανή,
αόριστη, άπιαστη
δύναμη
της αμφιβολίας με στυλώνει,
για
να υπάρξει κατάπτωση.
Έχασα
τα δάκρυα της παιδικής ομορφιάς,
της
νεανικής αβρότητας,
δεν
έχω να προσφέρω πόνου οιμωγή,
στην
ανθρώπινη συναγωγή
κανένας
οίκτος δεν με κατοικεί,
επιθυμώ
να γελάσω κακόβουλα.
II
Ώρες
σύνθετες από μόρια φρίκης,
μακρυές
ώρες ασχημάτιστου μεγέθους,
κυλάει
ο άυλος όγκος απάνω μου,
ματακυλάει
σιγά προσεχτικά,
ν’
αποκομίσει τ’ άπειρα ρίγη
απ’
το σώμα μου, να μεγαλώσει πιο πολύ
η
ώρα η μεγάλη με την προβολή
της
ύλης του εαυτού μου.
Άμορφη
μορφή απίθανης αμφιβολίας,
όλες
οι πιθανότητες κατοικούν
τις
ώρες του φόβου,
μου
πήρε την έκφραση του προσώπου μου
ο
τρόμος, πιο πολύ να μου επιβληθεί.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Θα
σταθώ όρθιος στο φως να μιλήσω.
Αφού
βρίσκομαι πρέπει να μιλήσω.
Αφού
άκουσα πρέπει να μιλήσω.
Μέσα
στο φως που με περιέχει
ο
αέρας, τα χρώματα, όλα τα σχήματα,
μου
δίνουν το σχήμα μου.
Θ’ανοίξω
το στόμα μου να μιλήσω,
η
ομιλία μου είναι ό,τι μ’ έπραξε
και
ό,τι μέλλω να πράξω
γιατί
ευρίσκομαι.
Είναι
πράξη μου ο ορισμός της ζωής
που
ορίζω και με ορίζει.
Καθορίζω
τη στάση που με βαστά.
Ας
με βοηθήσει ο Θεός μου να τον αναδείξω,
ν’
αποδείξω την εντός μου κατάθεσή του,
τη
θέση μου του σώματος να κρατήσω.
Σώμα
πολύτιμο, ύλη, δοχείο, κατάσταση της ψυχής,
η
υλική μου γλώσσα μιλεί
την
άυλη ομιλία μου.
Ποιο
είναι το χρώμα απ’ τις λέξεις που ακούω;
Συγχρωτισμός
του παντός στην ομαλή συγχορδία,
το
σύμπαν εντός μου σε μια φωνή.
Ωσαννά
εις τον Κύριον τον μεγαλοπρεπή,
δίνει
τα όνειρα που υπερβάλλει
η
αδάμαστη πραγματικότητα.
Η
ζωή στην αγκάλη απ’ το θάνατο
περιφέρει
το βλέμμα τής αναγέννησης
και
ο κατέχων το δώρον τής ομιλίας,
ομιλεί
τα υπάρχοντα οράματα.
*
Στο
κατώφλι του θανάτου αναγνώρισα
την
ζωή και μίλησα στον εαυτό μου
δίχως
αγανάχτηση.
Καλώς
έρχεται πάντα,
ο
επανερχόμενος άνθρωπος των ενιαυτών,
ποιο
πρόσωπο των προγόνων προσφέρει
στους
διαρκείς απογόνους;
Μόρια
της μονοτονίας εναλλάσσονται
και
παρέρχεται η σταθερή ζωή.
Υπάρχει
ο ήχος, ακούεται,
το
κενόν γεμίζει της ομιλίας ο ήχος
πολυσχιδής,
πολύμορφος, διαφορετικός, ένας.
Άνοιξα
το στόμα κι’ άκουσα τη φωνή μου
και
τότε κοίταξα τον πλησίον εαυτό μου.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ
ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ
1ο
Στον
όγκο του χρόνου υπάρχει η στιγμή.
Επίσημη
την τοιμάσαμε, τη θελήσαμε,
τοιμάσαμε
την έκσταση, θελήσαμε τον θαυμασμό.
τοιμάσαμε
την ανάταση, θελήσαμε τη χαρά,
τοιμάσαμε
τη γιορτή, θελήσαμε τον εαυτό μας
γεμάτον
έκσταση, θαυμασμό και χαρά.
«Εν
ανθρώποις ευδοκία».
Βγαίνουν
οι άνθρωποι,
λαλούν
οι άνθρωποι στην παγερή έναστρη νύχτα
που
λάμπει ιώδης και μαύρη,
κρυστάλλινη,
διαυγής, διάφανη, άυλη.
Οι
άνθρωποι είναι πολλοί μαζί
και
μιλούν, γελούν κι’ απαντούν ο ένας στον άλλο,
πηγαίνουν
ν’ ακούσουν και δεν ακούν
τη
φωνή του ανθρώπου καν μέσα τους.
Ήσυχοι,
κουρασμένοι, ανύποπτοι,
στέκονται
και περπατούν, διαβαίνουν.
Οι
άνθρωποι είναι γελαστοί.
Αύριο
είναι γιορτή,
αύριο
είναι διασκέδαση,
αύριο
είναι ανάπαψη.
Οι
άνθρωποι χαίρονται, χαίρονται,
πηγαίνουν,
περπατούν, διαβαίνουν,
βλέπουν
ό,τι έμαθαν να βλέπουν.
2ο
Δάκρυα
εμποδίστε μου το βλέμμα.
Δάκρυα
κλείστε μου τα μάτια.
Δάκρυα
σκοτίστε μου το κοίταγμα.
Ψυχή
χτυπημένη,
νικημένη
απ’ τον ίδιον εαυτό μου,
ψυχή
μου αφανισμένη απ’ το βάρος,
του
ανθρώπινου σώματος δύσκολο βάρος,
δεν
έχεις φωνή, ψυχή μου, ν’ ακουστεί,
για
ν’ ακούσεις στης νύχτας το φέγγος
υπερούσια
λόγια, ψυχή μου, δεν τοίμασες
συνοδεία
αγγέλων στη νύχτα του σκότους δεν τοίμασες,
συνοδεία
μεσ’ στη νύχτα για σένα δεν τοίμασες.
Σωπαίνεις
και δεν ακούς
τη
φωνή της έναστρης νύχτας ακόμα,
κινούνται
τ’άστρα, το φέγγος κινείται
ιώδες
και μαύρο, γαλάζιο,
κινούνται
τ’ακίνητα πάντα ακόμα,
ψυχή
μονάχη, δίχως φωνή
παραμένεις,
δίχως ακοή περιμένεις ακόμα
δεν
έχεις φωνή να φωνάξεις
τον
εαυτό σου στους άλλους
ανάμεσα
να χαθείς, να βρεθείς
να
μην είσαι μονάχη, ψυχή μοναχή.
3ο
Γέλια
και μιλήματα,
φωνές
γλυκές παιδιάτικες,
ψιλές
φωνές γυναικείες
και
βαρειές αντρικές.
Ακούν
όλοι· εκκλησία
τους
κλείνει η έκκληση,
καλούν
το παιδί
που
υπάρχει υπέροχο,
την
ασώματη υπερέχουσα ύλη
που
το γεννά απείραχτη,
άφθαρτη,
αειπάρθενη, διαρκής
παρθένος
στους αιώνες των αιώνων.
4ο
Αμήν
αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε
την αδυναμία μου,
χώρον
χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με
την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση
της
ψυχής μου. Συγχώρεσε
την
σκληρή κατάπτωση,
της
σκληρότητας ψυχρής την κατάσταση,
της
στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της
σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της
ψυχής τη στειρότητα.
Εκείνος
που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν
αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της
Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο
την Σάραν και την Ελισάβετ
γονίμους
διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.
Από
τη συλλογή «Πορεία» (1940), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Τα ποιήματα
της Ζωής Καρέλλη, Τόμος πρώτος (1940-1955)», 3η έκδοση, Οι
εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2000.
Στην
εικόνα:
Martin Schongauer, "Η αγία οικογένεια ή η Γέννηση του Χριστού", (περίπου 1475).
Martin Schongauer, "Η αγία οικογένεια ή η Γέννηση του Χριστού", (περίπου 1475).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου