* * *
Δε
θάρθω πια· τα κόκκινα κλαδιά δε θα πατήσω,
μες
στις μολόχες δε θα ψάχνω τα ίχνη σου να βρώ·
με
των μαλλιών σου το αχυρένιο το δεμάτι
για
πάντα σε ονειρεύτηκα και σε κρατώ.
Με
πορφυρό χυμό βατόμουρων στο δέρμα
έτσι
όμορφη, γλυκειά και τρυφερή,
με
λιόγερμα τριανταφυλλένιο μοιάζεις
και
με το χιόνι που ακτινοβολεί.
Οι
σπόροι των ματιών σου πάνε, μαραθήκαν,
έλιωσε
ως ήχος τ’ όνομά σου το λεπτό,
μα
απ’ τα παρθένα χέρια, στο παλιό μαντίλι,
μένει
το μύρο του μελιού μεθυστικό.
Στην
ήρεμη ώρα που στη γη ο αποσπερίτης
πλένει
το στόμα με το ποδαράκι του ως γατί,
απ’
τ’ αγεριού τις μουσικές κερήθρες
ακούω
για σένανε ομιλία σιγαλινή.
Τώρα
ας μου ψιθυρίζει το γαλάζιο βράδι
πως
είσουν όνειρο· όποιος έχει εμπνευστεί
απ’
του κορμιού σου κι απ’ των ώμων σου τη χάρη
τ’
άγιο μυστήριο με τα χείλη του έχει ασπαστεί.
Δε
θάρθω πια· τα κόκκινα κλαδιά δε θα πατήσω,
μες
στις μολόχες δε θα ψάχνω τα ίχνη σου να βρώ·
με
των μαλλιών σου το αχυρένιο το δεμάτι
για
πάντα σε ονειρεύτηκα και σε κρατώ.
1915-1916
* * *
Πέρασε
η μέρα, κι η γραμμή όλο λιγοστεύει·
άλλο
ξεκίνημα· φυγή ξανά γι’ αλλού.
Με
ελαφρό τίναγμα του ενός άσπρου δακτύλου
κόβω
τα μυστικά τα αιώνια του νερού.
Απ’
το γαλάζιο ανάβρυσμα της μοίρας μου, ένα
κρύο
κατακάθι μόνο αφρού, χτύπος βαθύς·
το
ζαρωμένο χείλι το σφραγίζει τώρα
μια
νέα ρυτίδα αιχμαλωσίας βουβής.
Μέρα
τη μέρα γίνομαι πιο ξένος
στον
εαυτό μου και στων άλλων τη ζωή·
απόνα
αυλάκι του καθάριου κάμπου
ο
ίσκιος του κορμιού μου έχει κοπεί.
Ίσκιος
γυμνός, και χάθηκε από τότε
παίρνοντας
τους γερμένους ώμους μου μαζί·
κάπου
μακριά-μακριά θα υπάρχει τώρα
και
κάποιον άλλον θ’ αγκαλιάζει θα φιλεί.
Κι
ίσως − ποιος ξέρει − γέρνοντας σ’ εκείνον
θα
λησμονήσει εμέ παντοτινά·
στη
στοιχειωμένη σκοτεινιά του στηριγμένος
τα
χείλη και το στόμα θάχει αλλάξει πια.
Και
ζει στους ήχους των πανάρχαιων χρόνων
που
τριγυρνούν στα δάση σαν ηχώ
κι
εγώ το μαύρον ίσκιο του ίδιου μου πορτραίτου
με
χείλη γαλάζια φιλώ.
1916
* * *
Κόσμε
μυστήριε, κόσμε μου αρχαίε,
κατάκατσες
και κόπασες σαν τον αγέρα πια.
Το
λαιμό, κοίτα, του χωριού πώς σφίγγει
με
τα πέτρινα χέρια της η δημοσιά.
Τι
φοβισμένα μες στη χιονισμένη ασπράδα
ο
τρόμος φτεροκόπησε κουδουνιστός.
Χαίρε
μου εσύ, θάνατε μαύρε, να με
έρχομαι
προς συνάντησή σου σκοτεινός.
Ω,
πόλη, πόλη, σε σκληρή διαμάχη
μας
βάφτισες ψοφίμια και βρωμιά.
Παγώνει
ο κάμπος μέσα στην αχνή του θλίψη
απ’
τα τηλεγραφόξυλα πνιγμένος για καλά.
Σκληροί
οι μυώνες του διαβολεμένου σβέρκου
δε
χαμπαρίζουν τις ατσάλινες γραμμές.
Ε,
τι να γίνει; κι αν σκοντάψεις δε θα πέσεις −
μη
κι είμαστε πρωτάρηδες μαθές;
Των
άγριων νόμων το τραγούδι ετούτο
ας
είναι αιώνιο κέντρισμα για την καρδιά!
…
Έτσι κι οι κυνηγοί ερεθίζουνε το λύκο
κλείνοντάς
τον σφιχτά με παγανιά.
Έπεσε
το θεριό… κι από της γης την άχνα
κάποιος
θα ρίξει τη στερνή βολή…
Ξάφνου
ένα πήδημα… κι ο δίποδος εχθρός του
απ’
τα σκυλόδοντα κομμάτια θα γενεί.
Ω,
χαίρε εσύ, θεριό μου αγαπημένο!
εύκολα
στο μαχαίρι δεν αφήνεις το λαιμό·
όπως
εσύ, το ίδιο κι εγώ, από δω διωγμένος,
μες
από σιδερόφραχτους εχθρούς περνώ.
Κι
αν τώρα ακούω των κυνηγών το νικητήριο κέρας
όπως
εσύ, πάντα έτοιμος είμαι κι εγώ·
το
εχθρικό αίμα για καλά θα δοκιμάσει
το
τελευταίο πήδημα θανατερό.
Κι
αν πέσω εδώ στη μαλακιάν ασπράδα
κι
αν το κορμί μου μες στο χιόνι βυθιστεί,
τρανό
τραγούδι εκδίκησης για το χαμό μου
θα
μου το τραγουδήσουνε στην άλλη ακτή.
1922
ΤΩΡΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΓΙΑ ΚΕΙ ΤΡΑΒΑΜΕ
Τώρα
κ’ εμείς για κει τραβάμε λίγοι-λίγοι
στη
χώρα αυτή που βασιλεύει η ευλογία κ’ η σιωπή.
Ίσως
κι εγώ, τα υπάρχοντά μου τα φθαρμένα,
θα
πρέπει σύντομα να τα μαζεύω για τα κει.
Δάση
μου εσείς αγαπημένα από σημύδες!
Άμμοι
της στέπας άμετροι. Και γη μου εσύ!
Μπροστά
σ’ αυτόν το μέγα πλούτο που μου φεύγει
δε
βρίσκει τρόπο η θλίψη να κρυφτεί.
Α,
πόσο, πόσο αγάπησα σ’ αυτόν τον κόσμο
ό,τι
ολοζώντανο τυλίγει την ψυχή,
γαλήνη
στις οξυές που ανοίγοντας τα κλώνια
ξεχάστηκαν
κοιτώντας τον ορίζοντα τριανταφυλλή.
Μέσα
στην ησυχία πλήθος σκέψεις έχω πλάσει,
πλήθος
τραγούδια αρμόνισα για μένανε. Γι’ αυτό
νιώθω
ευτυχής που ανάσαινα και ζούσα
στην
αγριεμένη τούτη γη, στον άγριο αυτό καιρό.
Είμαι
ευτυχής που φίλησα πολλές γυναίκες,
που
μάδησα άνθη, που κυλίστηκα στη χλόη την απαλή·
τα
ζώα, σαν τα μικρότερά μου αδέρφια
ποτέ
μου δεν τα χτύπησα στην κεφαλή.
Το
ξέρω πως εκεί τα δάση δεν ανθίζουν,
δεν
κουδουνίζει η σίκαλη τον κύκνειο της λαιμό·
μπροστά
σ’ αυτόν τον πλούτο που μου φεύγει
με
περιτρέχει ρίγος παγερό.
Το
ξέρω πως στη χώρα εκείνη δε θα υπάρχουν
οι
κάμποι αυτοί που στο σκοτάδι λάμπουνε χρυσοί,
γι’
αυτό και τόσον ακριβοί μού είναι οι ανθρώποι
που
ζουν μαζί μου πάνω εδώ σ’ αυτή τη γη.
1924
* * *
Όχι
φωνές, πικρίες και κλάματα.
Αντίο,
μηλιές, πούχα αγαπήσει·
μ’
άγγιξε κιόλας το φθινόπωρο
κι
η νιότη απόμακρα έχει σβήσει.
Τα
καρδιοχτύπια, πάει, περάσανε·
ναι,
λίγη ψύχρα − η πρώτη. Το ίσο
χαλί
των χωραφιών που αγάπησα
γυμνόποδος
δε θα πατήσω.
Αντίο,
ωραίες περιπλανήσεις μου,
των
αισθημάτων μου άγρια δάση·
νιότη
τρελλή που τα τραγούδια μου
παράφορα
είχες λαμπαδιάσει.
Κανένα
πια τρανό λαχτάρισμα·
μη
και μες στ’ όνειρο έχω ζήσει:
Καβάλλα
σ’ ένα ρόδινο άλογο
μια
χαραυγή έχω διασχίσει.
Φύλλα
από μαυρισμένο μέταλλο
σκορπάει
τριγύρω το σφεντάνι.
ευλογημένο
ας είναι ό,τι άνθησε
πάνω
στη γη και θα πεθάνει.
Από
το βιβλίο «Σεργκέη Γεσένιν - Ποιήματα», εκδ. Κέδρος, 2000.
Απόδοση
Γιάννη Ρίτσου
Βασισμένη
στην κατά λέξη μετάφραση της Κατίνας Ζορμπαλά.
Υπέροχα ποιήματα με την θλίψη του χαμένου αγώνα στη διαπασών.
ΑπάντησηΔιαγραφή