Ο ΞΕΝΟΣ
Κατέβηκε ἀπὸ τὸν γάιδαρό
του
– πόσον καιρὸ
εἶχα
νὰ ἰδῶ γαϊδούρι –
Κοίταξε λίγο
στὴν πλαγιὰ τὰ
μαζεμένα πρόβατα.
Χάραζε
σιγά-σιγὰ ἕνα
κόκκινο φῶς
Φωτίζανε κεριὰ
καὶ πολυέλαιοι
στὸ πρόσωπό
του
– ἀποτυπώματα χειλιῶν καὶ
δαχτυλιὲς
στὸ τζάμι –
Δυὸ
χέρια ποὺ
ὑψώνουν τὸ ψωμὶ
Κι
ἕνα μαχαίρι
Λίγο ζεστὸ
νερὸ ποὺ ἀραιώνει
τὸ κρασὶ
Καὶ
ὁ ἀέρας
Ἀνέβαιναν θυμιάματα ψηλά.
Ἔμειναν λίγα τρίμματα
στὴ χούφτα
του
Τὰ
αὐτοκίνητα
κατέβαιναν σιγά-σιγὰ στὸν κόσμο
Κι αὐτὸς
ἀνέβηκε ξανὰ στὸν γάιδαρό του
Κοίταξε πάλι
στὴν πλαγιὰ τὰ
μαζεμένα πρόβατα
Καὶ πήγαινε
Καὶ πήγαινε ψηλὰ μές στὴν ὁμίχλη.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ευθύνη,
τχ 10, Μάρτιος-Απρίλιος 2012
Πηγή φωτογραφίας: https://komianos.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου