Τριγύρισα
Έχω κάνει πολλά ταξίδια, εγώ από μικρός
ταξίδευα.
Ο δήμαρχος είχε βάλει
μία λάμπα, επιτέλους, στο δρόμο, στη γειτονιά, έξω από το σπίτι μας. Μία λάμπα
με ένα καπελάκι ψηλά - ψηλά. Όταν άναψε για πρώτη φορά, ένα Αααααα! ακούστηκε
σε όλη τη γειτονιά. «Καλέ, θα πλέκουμε και το βράδυ έξω!», λέγανε οι γυναίκες.
Θα πλέκανε το βράδυ, αλλά και το δικό μας παιχνίδι θα παρατείνονταν κατά πολύ. «Το
’φερε ο δήμαρχος, ο Κεμιντζές!». Μία λάμπα χλωμή, κίτρινη, μία μελαγχολική
λάμπα μόνη της, σε όλη τη γειτονιά. Όταν πήγαινα εξαντλημένος στο σπίτι,
ακουμπούσα στο φως της και με έπαιρνε μαζί της. Μεταμορφωνόταν σε ήλιο που
φώτιζε ό,τι ήταν στη σκιά. Εγώ, καβάλα σε αυτό το φως, τριγύριζα μέχρι το πρωί όσες
περιοχές τού κεφαλιού μου προλάβαινα.
Ένα φως από τη γωνία του
τοίχου τής κυρά Σουλτάνας, ένα μυστήριο αχνό φέγγισμα όλο υποσχέσεις για την
αυριανή μέρα που θα πηγαίναμε στο Μακρύγιαλο.
Στο Μακρύγιαλο! Πώς θάτανε;
Φωτίζονταν ο τοίχος του
θείου Σωτήρη, ο τοίχος της κυρά Φανκώς. Α! τι παράξενα που είναι τα πράγματα το
βράδυ. Βράδυ και να βλέπεις; Καθισμένοι στην αλάνα τα πρωινά συζητούσαμε για
τους νεκρούς που σηκώνονται την νύχτα και τριγυρνάνε εδώ και εκεί και ύστερα το
πρωί ξαναγυρίζουν πίσω στο χώμα.
Μπορεί ! Αφού κανένα
βράδυ δεν ξενύχτησα. Μπορεί!
Στο Μακρύγιαλο, με το φορτηγάκι
του πατέρα μου. Ταξίδι τη νύχτα. Μα πώς θα βλέπουμε; Θα πηγαίναμε νύχτα, γιατί,
όπως έμαθα αργότερα, ο πατέρας είχε κοπεί στις εξετάσεις για το δίπλωμα και
ντρεπότανε να μας το πει, «τη νύχτα είναι καλύτερα, έχει δροσιά», μας έλεγε.
Βγήκαμε σε άγνωστους
δρόμους. Μπροστά μας πάντα είχαμε φως. Και στο βάθος που ήταν σκοτεινά, πάλι,
μόλις φτάναμε, είχε φως. Μα τι μαγεία! Τα κόκκινα, τα άσπρα τετραγωνάκια δεξιά
και αριστερά του δρόμου αντανακλούσανε στους προβολείς.
Θεέ μου, τι συμβαίνει τη
νύχτα! Όπου κοιτούσαμε ήταν φωτισμένο, όπου στρίβαμε το ίδιο. Ο πατέρας μου με
ένα χαμόγελο ικανοποίησης μάς εξηγούσε: «Είναι από τους προβολείς». Τότε
κατάλαβα τι σημαίνει «προβολέας»: κάτι που φτιάχνει ένα τούνελ στη νύχτα, για
να περάσεις από μέσα.
Όμως, το αχνό φως στον
τοίχο της κυρά Σουλτάνας ήταν ο δρόμος μου για παντού: Για τον Μακρύγιαλο, για
το Λέχοβο, για τον Σταυρό, για τους πύργους μου, τα κάστρα μου, για την Ειρήνη,
για την δασκάλα, για τους τσουτσουλιάνους που θα κυνηγούσα το πρωί με τα
λάστιχα. Ήταν και για την Γαλλιδούλα που ήθελα να παντρευτώ, όταν θα μεγάλωνα.
Μια Γαλλιδούλα με γυαλιά και κοκάλινο λεπτό μαύρο σκελετό.
Κάποτε σε ένα δρόμο στην
Μπολόνια απέναντι από το σπίτι μου, Μάιο μήνα, είδα σε έναν ίδιο τοίχο, το ίδιο
φως, την ίδια υπόσχεση μιας νυχτερινής πτήσης και απογειώθηκα γλυκά - γλυκά από
το μουρμουρητό των θαμώνων και ας ήταν στα Ιταλικά.
Ένα χλωμό φως σε ένα
μισοφωτισμένο τοίχο είναι η αίθουσα αναμονής των αιθερικών μου διαδρομών. Μια
παγκόσμια παντομίμα, που τα λόγια και οι λέξεις φαντάζουν αστεία μπροστά του.
Ουρανοδρομούσα και ονειροδρομούσα από αυτές τις μισοφωτισμένες, ασήμαντες
μεριές των τοίχων. Γιατί ήταν οι πίστες απογείωσής μου.
Και η άκρη των
πευκοβελόνων που χαμήλωναν μέχρι το παραθυράκι του αντίσκηνού μας στον
Μακρύγιαλο στα ίδια ύψη με οδηγούσε.
Να ήταν έτσι, ρε γαμώτο,
και στο σχολείο! Να μην με εξετάζουν στα Μαθηματικά, τα Αρχαία, τη Φυσική, παρά
για την άκρη των πευκοβελόνων, για τους μισοφωτισμένους με χλωμές λάμπες
τοίχους, για το λίκνισμα της άκρης του κλαδιού, για το χαμόγελο της γιαγιάς μου,
της Σουλτάνας. Ας ήταν μόνο αυτά η διδακτέα και εξεταστέα ύλη για τον Ιούνιο!
Πέρασαν τα χρόνια και
ανακάλυψα πως εξίσου αληθινό είναι και το πραγματικό και το φανταστικό ταξίδι. Η
ίδια περιοχή τού νου λειτουργεί και στις δύο περιπτώσεις. Το ίδιο χωράφι, που
δίνει είτε στο φως είτε στο σκοτάδι τους καρπούς του. Η ίδια ρίζα!
Είδα πως, αν κάνεις το
ομοίωμά σου όσο πιο αληθινό μπορείς, αν το βάλεις απέναντί σου και πονέσεις γι’
αυτήν την γέννα, τότε ό,τι σε πονά, ό,τι σε θλίβει, ό,τι σε συνεπαίρνει, το
μοιράζεσαι με αυτό το ομοίωμα: με το είδωλό σου. Αν του δώσεις ό,τι έχεις και
δεν έχεις, τότε εσύ, ελαφρύς, ξένοιαστος και αγνός, παρακολουθείς τους
ανθρώπους να μιλάνε μαζί σου, δηλαδή με το ομοίωμά σου, και εσύ ελεύθερος από
τον συρφετό, με τα χέρια στις τσέπες, συνεχίζεις τον δρόμο σου σφυρίζοντας…
ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΕΚΚΑΣ - ΤΡΙΓΥΡΙΣΑ
Στίχοι, μουσική: Σούλης Λιάκος
Το κείμενο "Τριγύρισα" καθώς και το ομώνυμο τραγούδι, είναι από το βιβλίο-cd του Σούλη Λιάκου: "Με δυο πούπουλα στην πλάτη", Ζεύξις 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου