Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Μίλτος Σαχτούρης, "Τα στίγματα"





ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ


Ο ήλιος είναι πράσινος
τα δέντρα καίνε
περιμένουνε τα χελιδόνια
οι σιδερένιες μας χελιδονοφωλιές
δε μας γελάνε πια με τα λουλούδια
μας στοίχισαν τα χέρια και τα πόδια μας
τώρα τα χέρια και τα πόδια μας
κρέμονται στα δέντρα





Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

                                     στη Νόρα Αναγνωστάκη


Σα γύρισε ο καθρέφτης μου
στον ουρανό
φάνηκε
ένα φεγγάρι μισοφαγωμένο
από τα κόκκινα μυρμήγκια
της φωτιάς
κι ένα κεφάλι πλάι του
να καίει κι αυτό μέσα σε πύρινη
                                               βροχή
να λάμπει το κεφάλι
να φέγγει
καθώς το έπαιρνε το έκανε κάρβουνο
                                                      η φωτιά
να ψιθυρίζει:
− Τα δέντρα καίνε φεύγουνε σαν τα μαλλιά
ο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα
                                                τα φτερά
κι ο πόνος
σκύλος με σπασμένο πόδι
μένει
μένει





ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


Με το μπαμπάκι του θανάτου
αχόρταγο

Ανοίγει μια μεγάλη τρύπα
στο φεγγάρι

Ένα παιδί πεθαίνει
Σα μεγάλα μαύρα μυρμήγκια
μια πομπή-κηδεία στο φεγγάρι

Έν’ άλλο παιδί
ρίχνει μια πέτρα
και σπάζει το φεγγάρι





ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΞΕΝΟΣ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ


Το αίμα καίει το μυαλό
η Άνοιξη μια στιγμή φάνηκε κοντά στα
                                                  κυπαρίσσια
ωραία πουλιά πέφταν με δύναμη
                           σε κάθοδο φριχτή
κι άλλα ζεστά πουλιά μέσ’ απ’ τον ήλιο
                               βγαίναν κι ανεβαίναν

από την πόλη χάθηκαν τα περιστέρια

η μαύρη γυναίκα έστελνε
ψεύτικα
λουλούδια στους νεκρούς





ΠΟΡΤΡΕΤΟ


Μέσα σ’ ένα χρυσό κύκλο
το κεφάλι του

πάνω του πέφτει χιόνι

το στόμα του βγάζει πύρινες
πληγές
άγριες τον κυνηγάνε ανεμώνες

μία γαλάζια βέργα απλώνεται
                                   επάνω του

γύρω πετούν μικροί μαύροι
            σταυροί ανοιξιάτικοι
τα χελιδόνια





ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ


Κάποτε
θα σταματήσουμε
σε μια γαλάζια άμαξα
μες στο χρυσάφι

δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
                                        άλογα
δε θα ’χουμε τίποτα ν’ αθροίσουμε
δε θα ’χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε

κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ’ απ’ τη μαύρη τρύπα
                           του ήλιου
που θα καίει





Από τη συλλογή «Τα στίγματα» (1962).
Πηγή «Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)», εκδ. Κέδρος, 2014.

Στην εικόνα: Jacob van Maerlant, «Irundo (swallow)» [Μiniature from folio 091r from Der naturen bloeme (KB KA 16) (1340-1350)].
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Ασημίνα Λαμπράκου, "Ψυχές από λευκό και όνειρο"





ΨΥΧΕΣ ΑΠΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ

                                               στον Κώστα Θ. Ριζάκη


όταν θα ’χει το ποίημα τελειώσει
μ’ ένα αγκάθι στο λαιμό
θα σταθώ στην άκρη στο ποτάμι
 
με χούφτες γεμάτες λιόσπορους
πόδια τεντωμένα και πατούσες
πίσω από σάπιες καλαμιές ρίζες και σπάρτα
με τσίνορα από τον ήλιο καμένα
και την ποδιά βρεγμένη όνειρο
τον άνεμο ν’ ακούω που θα κοροϊδεύει
τρελή τρελήηη τρελήηηηη
τα πουλιά να σφυρίζουν τσιιιρ τσιιρρρουουουου
 
κι εγώ, στη μοναξιά εκπαιδευμένη
θα κρατώ την αλήθεια στα μάτια από κάτω
και τα παιδιά, εκείνα μόνο κι εγώ
θα ’ρχόμαστε τους ανθρώπους να συναντάμε
 
ψυχές λευκές κι όνειρο από μνήμη κι έλαιο



Ασημίνα Λαμπράκου




Πρώτη δημοσίευση

Η φωτογραφία είναι της Ασημίνας Λαμπράκου.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Οδυσσέας Ελύτης, "Δυτικά της λύπης"




                                   Πλησίον μια μικρή βροχή μ’ όλους των άκοπων ακόμη
                                   Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά
                                   Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα
                                                                                           Δυτικά της λύπης

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ


Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ’ αμπέλια κι αχαλίνωτος
Μένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα κουκουνάρια κι ένας
Όνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο
                                                                          για λίγο σύννεφο
Κάτι πρέπει να γίνεται του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν
Είναι οι ζαβολιές του ανυπόδητου ανέμου που αρπάζεται
        απ’ την άκρη
Του νυχτικού της μοίρας και πάει να μας αφήσει στων αιγάγρων
        το ύπαιθρο έκθετους
Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν απ’ την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς
        πολυελαίους
Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη
Πασπατευτά πού πάει; Και ζητώντας τι; Ο μισός της σελήνης μας
        ίσκιος
Ανάγκη πάσα να καθησυχάζεις είναι ως και τα μνήματα
Εάν ομοεθνών ή όχι αδιάφορον. Το παν είναι
Η και από τα λαγωνικά χαμένη οσμή της γης με ρείκια σφένταμα
        και κρόμμυα
Στην ιδιωματική ν’ αποκαθίσταται γλώσσα της
Ε τι! Μια λέξη αρκεί να σε χωρέσει χωρικέ του πράσινου της νύχτας
Έφεσος! Του πάππου του θείου και του φωσφόρου δέκατη τέταρτη
        γενεά
Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα
        λόγια
Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων
Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ’ αντικρύ κόλπων
        θαλάσσης
Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο
Νερά χλωρά λιβαδίσια κι άλλα σγουρά του γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν
Η σοφία σχεδίαζε άλλο θα γινόταν όπως πριν
Της άκρης του δαχτύλου σου το εναποτύπωμα
 
Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οι άνθρωποι
        κι απ’ την ουρά της πάλι
Η ιστορία θα πιάνεται. Μόνο τ’ αμπέλια να καλπάζουν κι αχαλίνωτος
        να ’ναι
Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά
Με κοκόρους και με κουκουνάρια και με κυανούς χαρταετούς σημαίες
Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
                                                           παιδός η βασιληίη.





ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ


Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας
        ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς
        ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Του επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις
        φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες
        αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
        το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
                                       όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
        να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να
        επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
                                                                          όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική
        ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία

Εάν εξακολουθούμε να ’μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες
        τότε
Η ώρα θα ’ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
                                           συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
                         πάνω σε μπλε Ιουλίτας.





ΩΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝ


Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως
Και η επάνω ζωή. Μ’ εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός
        αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές
Η μια την άλλη σβήνοντας σε πλάγιον ήχο. Κάποτε
Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν’ αλλάζει ξέρει. Θες πάρ’ την από
        την αρχή
Θες απ’ το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την
        παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος
Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ’ όρμο Μυρτώον έρμο
Δίχως ούτ’ ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πως ξανακαινουριώνονται όλα!
Μικροί πως χαϊδευτήκαμε και παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας!
Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ’ ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος·
        και πως στα δύο τα χωρίζει!
Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν
        αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται
Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ’ απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά
        χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Που να φυλάγεσαι απ’ όλα τα ενδεχόμενα· ενώ πρόσφυγες μέλισσες
Κατά σμήνη βομβούν και μια γιαγιά μες στ’ αλιεύματα της
        δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια

Ξεφόρτωτον κι απ’ το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ’ αγνοεί
Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του
        ν’ αναποδογυρίσεις
Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ’ άγια
                                                    Παράξενο είναι
Πόσο ακατανόητα ζούμε αλλ’ απ’ αυτό κρεμόμαστε
Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου ’δωσα επάνω
        στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως
Γεμάτο νου και γνώση ν’ ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους
        ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι

Πού ’ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
 
Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης
Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ’ την Ιστορία
Μπρος μ’ ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα
                                                                             Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.





Από τη συλλογή «Δυτικά της λύπης» (1995).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002.

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Της μιας ανάσας ποιήματα"





ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ


Καμβάς λιβάδι.
Μιας πεταλούδας στάση,
πινελιά δροσιάς.


Από την ενότητα
Ι. Βεντάλια θέρους





ΧΑΪΚΟΥ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΓΕΡΑΝΟΥ


Οι φτερούγες μου:
τα δεδομένα χέρια
των ερώτων μου.


Από την ενότητα
ΙΙ. Φθινοπωρινό αναλόγιο





ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ
 
 
Φθαρμένο ράσο
μιας μοναξιάς-θρησκείας,
το βιος μου όλο.


Από την ενότητα
III. Δώδεκα ronin





ΛΕΥΚΗ ΑΡΚΤΟΣ


Παμφάγος μήνας
και το χιόνι δαγκώνει
τα πέδιλά μου.


Από την ενότητα
IV. Καρποί χειμώνα





ΕΚΤΟΣ ΧΡΟΝΟΥ


Δεν ζει στο παρόν
και όλα τ’ αναβάλλει
η Νοσταλγία.


Από την ενότητα
V. 12 tea lights






ΡΑΣΤΩΝΗ


Ο ήλιος ψηλά
λαμπρός χαρταετός μου
κι αφήνω σπάγκο.


Από την ενότητα
VI. Ισημερία εαρινή





Η πρόκληση της μικρής φόρμας. Ποιήματα λιτά και αυτάρκη, χωρίς διάθεση επέκτασης. Η φύση με τους ρυθμούς της, τις εναλλαγές και τη διδασκαλία της. Η απουσία συναισθημάτων. Η συνομιλία δώδεκα αποσυνάγωγων −αξιοπρεπών ωστόσο− πολεμιστών, και η σύμπτυξη μίας ακόμη, σε ποίημα. Το βλέμμα στην ανατολή άπω, και μία νέα, διαφορετική έστω, απόπειρα απόδοσης της ποίησης, είναι οι άξονες των 52+6 ποιημάτων −γραμμένων με τον τρόπο του χαϊκού−, τούτης της συλλογής. Ταξιδεύουν με μιαν ανάσα. Ευγενείς συνοδοιπόροι τους, οι εικαστικές παρεμβάσεις της Χριστίνας Καραντώνη.
Δ.Γ.Π.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)





Από τη συλλογή «Της μιας ανάσας ποιήματα», εκδ. Κουκκίδα 2021.
Έργο εξωφύλλου - εικονογράφηση: Χριστίνα Καραντώνη
Επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Κική Δημουλά, "Χαίρε ποτέ"




ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΕΣ ΜΥΡΩΝ


Ακόμα νύχτα λέγεται εκτός εάν
εν λευκώ αισιοδοξείς. Από παντού
με χαιρετούν σκούρα μαντίλια ακυμαντότητας
χαμομηλιών αναπνοές κλεφτοφάναρες καθώς
κατευθύνονται προς την ευωδιά της ενορίας τους.

Ψηλόλιγνες χρυσαφιές βελόνες
μπηγμένες κατακόρυφα
στο τρεμουλιάρικο κορμί της αντανάκλασης
από αναμμένα ακόμα φώτα σπιτιών και καϊκιών
μοιάζουν στραβά κεράκια αναλιωμένα
σε χέρια αμαρτωλά επιφανειακών νερών.

Ταξιδεύω. Συγκρούσεις σταυρών·
παρακάμπτω διασχίζω το Μεγάλο Σάββατο
και τη μικρή μου χρήση ολοταχώς
για να προφτάσει ο πιστός προορισμός μου
κάποιαν ανάσταση ληστών προσδοκώμενων.

Θα σε υποστηρίξω.





ΓΙΑΛΟ ΓΙΑΛΟ


Φεγγάρι ρυμουλκεί κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτά παραθυράκια
κεντημένο σα νυφικό φυγής γεροντοκόρης
με ρυμουλκούμενο νυμφίο.

Με την ευκαιρία
ανασηκώνομαι στις μύτες των καιρών
εδώ, στις επιχωματώσεις των κυμάτων
να ανελκύσω όλα εκείνα τα ταξίδια
τα επιβατηγά
που φόρτωσα με θέλω και με κάρβουνο.

Ταξίδια επιβατηγά
με σένα με σένα μαζί σου με σας
ανάλογα πού φύσαγε ούριος αχυρώνας.

Με σένα ευγενέστατε ιππότη, αντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου επιθυμία παράνομη − λαθροκυνηγός
του άγριου εαυτού σου.

Αν και θεαματικά εξοπλισμένη
με τα πιο τέλεια περισκόπια αιθρίας
θέλησα να φύγω και μαζί σας σύννεφα
−είσαστε τότε μόνο πειραχτήρια της μορφής σας−
φοβέρες για να τρώνε το φαΐ τους
οι ανόρεχτες ελπίδες −όλο κρυφοτρώνε−
περαστικές φωλιές
για να κλωσάει η βροχή τη μουσική της.

Και με σένα Ευρυδίκη.
Αλλά τι λογικός εκείνος ο Ορφέας.
Ούτε μια φορά δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω
η ανυπομονησία του.

Ω μύθοι, περούκες τόσο φυσικές
για φαλακρούς ανέμους.

Και μαζί σου απόβροχο, αλητάκι της όσφρησης.
Όλο να ετοιμάζει η μυρωδιά τις βαλίτσες μου
κι εσύ να ερωτοτροπείς με την απόσβεσή σου.

Α, τι ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ελευθερία.
Θα πηγαίναμε στη ζούγκλα σου, βαθιά
να κυνηγήσουμε άγριες αλυσίδες.
Όμως εσύ μακρύτερα απ’ το θρύλο σου δεν πας.
Μόνο εκδρομούλες μονοήμερες σε πανό και μέθη
− γιαλό γιαλό η υπενθύμισή σου.

Ωραία που θα φεύγαμε φοβιτσιάρες άγκυρες.
Τελικά μαζί σου.
Το πιο ανεμπόδιστο, φιλαπόδημο
αποθησαυριστικό ταξίδι αφοσιωμένο
μαζί σου το αποτόλμησα Ακατόρθωτο
κι ακόμα να τελειώσει.

Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνεις έναν κόσμο
για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας.





ΧΑΙΡΕ ΠΟΤ
Ε΄


Τελευταίοι Χαιρετισμοί απόψε
ατελείωτοι οι δικοί μου που σου στέλνω
και χαίρε χαίρε του αποκλείεται
η θεία προθυμία να σ’ τους δώσει.

Λιπόθυμα σωριάζονται οι βιολέτες
από το σφιχταγκάλιασμα του χλιαρού
καιρού το δικαιολογημένο
έχει από πέρσι να τις δει.

Χαίρε συνέπεια λουλουδιών
προς την τακτήν επιστροφή σας
χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου
τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς.
Χαίρε του σκοταδιού το σφιχταγκάλιασμα
που δέχεσαι το δικαιολογημένο
έχει να σε δει πριν τη γέννησή σου.
Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία
χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου
πως βλέμμα σου θα ξεθαρρέψει πάλι κάποτε
να ξανοιχτεί προς έντρομο δικό μου.
Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία
− της μνήμης το «ελευθέρας» να πηγαίνει
όποτε θέλει να τα βλέπει
αυγή χαμένης μέρας.

Όσο για σένα κόσμε
που καταδέχεσαι να ζεις
όσο έχει την ανάγκη σου η τύχη
για να καρπούνται τα δεινά
την εύφορη αντοχή σου,
που εξευτελίζεσαι να ζεις
για να σου πει μια καλησπέρα το πολύ
κατά τον διάπλου
ένα εγγαστρίμυθα ολόγιομο φεγγάρι
τι να σου πω
χαίρε κι εσύ.





ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ


Υπαίθριος καιρός.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Φορτωμένες.
Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες
οι λιποψυχίες μας.

Ατελής η ελαιογραφία.
Να ξαναδοκιμάσω.

Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαμιά
η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.
Φύσει καταδότρια η αθωότης.
Αυτή δεν μας παρέδωσε
για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια
στην απώλειά της;

Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
Τη θάλασσα.





ΕΝΑ ΜΑΤΣΑΚΙ ΩΧΡΟΤΗΤΑ


Με συνοδεύει φιλικά ένας μοναχικός περίπατος.
Για καλή μου τύχη
πηγαίναμε κι οι δυο μας προς τα εκεί.

Παλαιά σχέση ψυχραμένη.
Αστείες παρεξηγήσεις περί Άλλων
πού διαλύονται.
Κουτσομπολιά των ονείρων οι άλλοι.

Στεκόμαστε στις βιτρίνες μου.
Είναι αλλαγή της εποχής μου.
Θα φορεθώ πολύ. Κανένα σχέδιο. Ίσια γραμμή.
Λαιμόκοψη. Κεφάλι να σκεπάζει το γόνατο.
Χέρια ντραπαρισμένα στο στήθος χαλαρά.
Ανεξίτηλα χρώματα εισαγωγής· από μέσα.

Ψηλά είναι κατακόκκινο το βράδυ.
Αιματοχυσία εμφυλίου στερεώματος.

Τα κίτρινα χρυσάνθεμα υπαίθριου ανθοπώλη
σε διπλή τιμή με πικραίνουν
− ένα ματσάκι ωχρότητά σου.

Είμαι στα ίχνη μιας βροχής
Περίεργης. Σαν να έβρεχε είναι· άλλοτε.
Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ’ τη βεβαιότητα
σχεδόν κρυφά κι από την ίδια τη βροχή.
Το ξέρει μόνο η γοητεία του δισταγμού
η τσίγκινη τραγιάσκα κάποιου ήχου
και το συμβούλιο των σταγόνων ψηλά
γύρω από τη στρογγυλή λάμπα του δρόμου.

Απόρρητα βρέχει.
Σα να ’ναι εμπιστευτικό το φανερό.
Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μας
δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράξεις μας −
πάντα τελευταίες το μαθαίνουν· από τις συνέπειες
που το γνωρίζουν εξ αρχής.

Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε.
Σα να ’ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο.
Πάντα τελευταία το μαθαίνει − απ’ τη νεότητα
              των άλλων.

Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;
Κρυφό μάς το κρατάει για πάντα ο θάνατος μας.
Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.
Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.





ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ


Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει
― έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου.
Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη
να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας
σε ό,τι έχει πεθάνει.

Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής
φωτογραφίας
που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:
νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι
ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;
Θα πεις
και πού δεν ήταν τότε θάλασσα.





Από τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» (1988).
Πηγή: «Κική Δημουλά - Ποιήματα», Ίκαρος, δ΄ έκδοση, 2002.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Νίκος Καββαδίας, "Βάρδια" (αποσπάσματα)



Βάρδια έκτη


Portrait of a Man

A la Comtesse Ariane de Jacquelin Dulphe


Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.

– Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.

– Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;

– Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.

– Θέλω τη θήκη μου.
Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.

– Ατζαμή! Φίλησέ με.

– Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.

– Την έχασες; Πού;

– Στο Barbados… Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.

– Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.

– Δεν έχω δόντια. Τ’ άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.

– Χάιδεψε.

– Ιουδήθ… Με τι χέρια… έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι… Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.

– Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.

– Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.

– Κοίταξέ με με τα δικά του.

– Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.

– Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.

– Ναι.

– Πάμε. Κρυώνω.

– Στάσου να σου πω ένα παραμύθι.

– Δε θέλω. Πάμε.

– Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι…

– Το σκορπιό;

– Εσένα.

– Πάμε σου λέω.

– Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα.

[…]

 

«Λατρεύω τους γλάρους — µου ’πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι.

— Περήφανα πουλιά.»

Τι λες, μωρή … Στεριανά σαν και σένα. Τραβούν ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα λιμάνια. Παίζει το δελφίνι µε τις πλώρες. Τότε, σαλτάρουνε πολλοί μαζί, χυμάνε και του βγάνουν τα µάτια, το κομματιάζουνε και το τρώνε… Πουλιά του προλιμένα.

Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα µε το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να ξεκουραστούν στο κατάρτι. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Έχω ξεράσει πάνω στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι. Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε µ’ ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο µε κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη δουλειά µου µε τη δική σας, ούτε για μια μέρα.

«Πέστε µας κάτι από τα ταξίδια σας…» Πόσες φορές το ’χω ακούσει… Μα γιατί; Για να σπρώχνει ο ένας τον άλλο µέ τον αγκώνα και να γελάτε ;

Σφυρίζει ο γραμματικός. Ναύτης καλός. Κοιτάζει μπροστά, πάντα μπροστά. ∆ε σε βλέπει στα µάτια. Σε ρωτάει κάτι και προσέχει τη θάλασσα. « ∆ε µου λες» µε ρωτά προχτές ξαφνικά. «Που ’ναι θαμμένος ο πατέρας σου; … »

— Ξέρω ’γώ ! Ταξίδευα τότε που πέθανε.

[…]

 
Βοή της σφυρίχτρας, ομίχλη, ζέστη, κούραση, ανακατώνονται.
    Γδύσου. Θα σου δώσω για φόρεμα το πούσι… Θα πιω άλλο ένα, για χάρη της θάλασσας… Για χάρη της γοργόνας πο ’χω στο μπράτσο µου. Που σαλτάρει στη θάλασσα κάθε νύχτα και με κερατώνει με τον Ποσειδώνα. Γυρίζει το πρωί που κοιμάμαι, γιομάτη φύκια και τσουκνίδες της θάλασσας. Όταν πιάνουμε στεριά για καιρό, μαραζώνει και χάνει τα χρώματά της… Ένα σπιτάκι στην εξοχή. Να κοιμάσαι μια βραδιά στα δυο χρόνια. Δίχως γυναίκα στο πλάι σου. Το πρωί να σαλπάρεις… Πάλι το ντάκα ντούκου της μηχανής, η μυρωδιά της λάντζας, ή βαπορίλα, ο μάγερας που κόβει τα νύχια του με το μαχαίρι της κουζίνας. Βάρδια γιερνέ, γιατάκι με κοριούς, επισκευές, μυρωδιά της μοράβιας, πίσσα βρασμένη, απόπατοι δεξαμενής, νερό θολό στο μπουγέλο. Νερό µε τρίχες από λιοντάρια, ποταμίσιο, μαγαρισμένο από κροκόδειλους, βρομόλογα στο τραπέζι, τσικνισμένο ρυζόγαλο, βλαστήμια για καλημέρα, αρρώστια της λαμαρίνας. Σκάτζα βάρδια με τράβηγμα από το χοντρό δάχτυλο του ποδιού. Βίρα. Φούντο. Σταυροδρόμι…
[…]
 

Πού να ’χεις ξεχάσει, πάνω σε ποιο κομοδίνο, το φυλαχτό που σου κάρφωσε η μάνα σου στη φανέλα, κείνο το πρωινό που ’φευγες για πρώτη φορά… Υπάρχουνε δέντρα, κήποι, βουνά. Γλυκά τρεχούμενα νερά, πολυτρίχια, κρεβάτια που δεν κουνιούνται, γυναίκες που δε βάφονται, άντρες που δε βλαστημούνε. Ασπροβαμμένες κάμαρες στην εξοχή, δίχως περτσίνια και σταύρωσες στο ταβάνι. Ν’ αλαργέψεις για λίγο από τούτα τα πράματα που συνήθισες να τα ψάχνεις τη νύχτα προτού κοιμηθείς, να τ’ αγγίζεις, να τα μυρίζεσαι, να τα βλέπεις που κουνιούνται, ώσπου να κλείσεις τα µάτια σου.
    «Beatrice d’Este»... Συλλογίζομαι την πρώτη σου νύχτα, σα βρέθηκες μονάχη µ’ εκείνον τον σιδερόφραχτο που ’χε γυρίσει από μάχη, που βρωμούσε άλογα, κρασί και πόλεμο. Πώς μπορούνε τα κορίτσια που παντρεύονται, να κοιμούνται για πρώτη φορά µ’ έναν άντρα που δεν τον γνωρίζουν, που δεν έχουν μυρίσει τα χνώτα του; …
[...]





Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Βάρδια», εκδ. Άγρα (1990).

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Τάκης Βαρβιτσιώτης, "Μικρά ερωτικά εγκώμια"




Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ


                   Ένα φιλί σου μόνο είν’ αρκετό
                   Να εξαφανίσει το ψύχος
                   Ν’ ανάψει ένα ρόδο μες στον καθρέφτη



*  *  *



                   Απόψε όλα τα κρύσταλλα ευωδιάζουν
                   Από το φως της πανσελήνου
                   Και η θύμηση σου ξεπροβάλλει σαν ανθισμένο γιασεμί



*  *  *



                   Ας προσπαθήσω ακόμα μια φορά
                   Με τα χείλη σου με τα χέρια σου
                   Να ξαναρχίσω τη ζωή μου





Ο ΑΦΡΑΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ


                   Όσο ο σφυγμός σου θα ρυθμίζει τους χτύπους της καρδιάς μου
                   Όσο η ίριδα των ματιών σου θα πολλαπλασιάζει την παρουσία σου
                   Όσο θα πλέω επάνω στο μετάξι του κορμιού σου
                   Όσο τα χείλη σου θα θωπεύουν τον ύπνο μου
                   Όσο ο ουρανός θα κατεβαίνει ως τις αιχμές του στήθους σου
                   Όσο το σμάλτο της σελήνης θα στεφανώνει την κόμη σου
                   Δε θα φοβούμαι μήπως κατρακυλήσω στην άβυσσο



*  *  *



                   Μέσα στις σπίθες της θράκας
                   Τα φλογισμένα χείλη της

                   Μέσα στο αίμα των νεφών
                   Ο άφραστος ύμνος της

                   Μέσα στις κόρες των ματιών της
                   Ο κόσμος όλος



*  *  *



                   Φώναξα τ’ όνομά σου στον ύπνο μου
                   Μα τίποτα
                   Μόνο το φως το πελιδνό
                   Απ’ τα φανάρια του δρόμου

                   Φώναξα τ’ όνομά σου στον ύπνο μου
                   Μα τίποτα
                   Μόνο ένα ξίφος που λόγχιζε
                   Την καρδιά μου





ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ


                   Κάθε μου λέξη πια δεν είναι
                   Παρά μια σκιά της ομορφιάς σου
                   Και στη φωνή σου παραμονεύουν
                   Πολύ παράξενες συλλαβές
                   Ήχοι βιολιού που μαγνητίζουν

                   Κι όταν η κόμη σου μεταμορφώνεται σε μια
                   Νεροποντή από μαύρους κρίνους
                   Κι από φθόγγους ερωτικούς
                   Κανένα φθινόπωρο δεν αναδίνει
                   Τόσους ατμούς μεθυστικούς



*  *  *



                   Μι’ ανάλαφρη πνοή
                   Γλιστράει πάνω στην κόμη σου
                   Ξεγυμνώνει το στήθος σου τον λαιμό σου
                   Και η αυγή κυλάει
                   Μέσ’ απ’ τα χείλη σου
                   Μέσ’ απ’ το ανθόφυλλο
                   Του κορμιού σου



*  *  *



                   Μες στων ματιών σου την απεραντοσύνη
                   Τη νυχτερινή
                   Μια σελήνη μονάχα επιπλέει
                   Φωτεινή
                   Καθώς υπόλειμμα φωσφορικό
                   Ενός ναυαγίου



*  *  *



                   Κυριακή πρωί
                   Κι ανάμεσα στα χείλη σου
                   Εξαφανίζεται ο χρόνος

                   Κυριακή πρωί
                   Κι ανάμεσα στα δόντια σου
                   Λάμπει το μήλο της ηδονής



 

Από τη συλλογή «Μικρά ερωτικά εγκώμια» (2002).

Στην εικόνα: William Blake Richmond «Venus and Anchises».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

καρυοθραύστις. Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης. Τεύχος 6, Δεκέμβριος 2020



καρυοθραύστις
Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης
Τεύχος 6
Δεκέμβριος 2020


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    9   ΒΑΣΩ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ: Πεδίο θραύσεως
  13   ANNE SEXTON: Έντεκα ποιήματα (Εισαγωγή - μετάφραση: Έλσα Κορνέτη)
  25   ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: Για ένα χαμένο ποίημα
  27   ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΟΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ: Τέσσερα ποιήματα
  30   ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Δύο ποιήματα
  33   ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ: Τα πρόβατα και τα ερίφια
  37   ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΗΜΚΑΣ: Προσομοιώσεις πραγματικότητας
  43   ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ: Η έσω ένταση και μια πρόσω ένσταση
            Σκέψεις για το βιβλίο της Νατάσας Κεσμέτη,
            IVA Έσοπτρο μυστηριώδους οθόνης

Ο «ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ» ΑΔΕΛΦΟΣ ΕΚ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ:
σελίδες για τον Παναΐτ Ιστράτι
  49   ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΤΣΗΣ: Ο Παναΐτ Ιστράτι και το έργο του
  67   ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ: Ο Παναΐτ Ιστράτι, ένας πλανητικός της λογοτεχνίας
  79   DANA RADLER: Ο Παναΐτ Ιστράτι, εξεταζόμενος από τον Μιχάλη Πάτση

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
  85   Η ποιήτρια, συγγραφέας και δοκιμιογράφος ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ συνομιλεί με τη
            ΧΡΥΣΑ ΒΛΑΧΟΥ
  91   Η ποιήτρια ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ συνομιλεί με τη ΧΡΥΣΑ ΒΛΑΧΟΥ

ΠΟΙΗΣΗ
  99   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Πέντε ποιήματα
103   ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΤΟΥ: Τρία ποιήματα
106   ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Για τα ωδικά και μη πτηνά
107   ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ: Κράιμχιλντ
108   ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ: Δύο ποιήματα
110   ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Επτά ποιήματα
113   ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ: Τρία ποιήματα
116   ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ: Ατέλεια
117   ΜΑΡΙΑ ΣΥΡΡΟΥ: Δύο ποιήματα
120   ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ: Τρία πεζοποιήματα
122   ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Τρία ποιήματα
124   ΟΥΡΑΝΙΑ Ε. ΚΟΥΝΑΓΙΑ: Δύο ποιήματα
126   ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΒΕΡΥΚΟΚΟΥ: Ο ήλιος στη Σκωτία
128   ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ: Τρία ποιήματα
131   ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: ιδιωτεία επικλινής
133   FERNANDO PESSOA: Τρία νεανικά ποιήματα
            (Εισαγωγή – μετάφραση: Βασίλης Πανδής)
135   TOMAS GÖSTA TRANSTRÖMER: Schubertiana
            (Εισαγωγή – μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη)
141   CRISTINA CAMPO: Τρία ποιήματα της συλλογής Passo d’addio 
            (Εισαγωγή – μετάφραση: Άννα Γρίβα)
144   MICHAEL HARTNETT: Αποχαιρετισμός στην Αγγλική
            (Εισαγωγή – μετάφραση: Σωτήρης Γ. Ραπτόπουλος)
149   JOHN CROWE RANSOM: Πέντε ποιήματα (Εισαγωγή – μετάφραση: Κώστας Λιννός)

ΔΟΚΙΜΙΟ
155   ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ: Ο αντικομφορμισμός στην Ορθοδοξία. Η περίπτωση του
            περιοδικού Σύναξη
165   ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ: Η ποίηση του «Ρεμβασμού»

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
173   ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ: Το κοριτσάκι και ο ναύτης
178   ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ: Παλιές φωτογραφίες
188   ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Η καύση
195   ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ: Ο πρώτος μου νεκρός
199   JOSEPH KESSEL: Ο νόμος των βουνών (Εισαγωγή – μετάφραση: Φοίβος Ι. Πιομπίνος)

ΑΥΤΟΣΧΟΛΙΟ
207   ΣΠΥΡΟΣ Λ. ΒΡΕΤΤΟΣ: Ποιος είναι ο ανακριτής και ποιο το γεγονός; Για την ποιητική
            συλλογή Διαπραγματεύσεις
211   ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ: Με παρακείμενους πολλούς. Για την ποιητική συλλογή
            Παρακειμένων εκείνων
213   ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ: Το κρεμμύδι, η κρεμμυδαποθήκη και μια περιηγήτρια. Για την
            ποιητική συλλογή Η κρεμμυδαποθήκη
217   ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΕΞΑΡΧΟΥ: Σωματικότητα του πάθους. Για την ποιητική συλλογή
            Τόσο ήθελε το στήθος

ΟΔΟΣ ΕΝΤΥΠΩΝ
219   Ο εκδότης του Μανδραγόρα, ΚΩΣΤΑΣ Α. ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, συνομιλεί με τον
            ΣΤΑΥΡΟ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗ
231   ΚΩΣΤΑΣ Α. ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ: Τυλίγοντας ξηλώνονται και οι λέξεις (πέντε ανέκδοτα
            ποιήματα)
237   ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ: Αντήχηση οδύνης. Για την ποιητική συλλογή του
            Κώστα Α. Κρεμμύδα, Κάπα όπως μακάβριο
245   ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Απολογισμός και απολογία. Για την ποιητική συλλογή του
            Κώστα Α. Κρεμμύδα, Κάπα όπως μακάβριο
249   ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ: Αχ, τι ωραίο βιβλίο!
251   ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΥ: Κάπα όπως Κώστας Κρεμμύδας

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
257   Ο φωτογράφος ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΕΡΑΚΟΣ συνομιλεί με τη ΓΛΥΚΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΩΣ ΚΟΛΛΑΖ, ΕΝΤΕΛΕΣ
σελίδες για τον Σταύρο Σταμπόγλη
265   ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΩΤΗΣ: Η οδύνη και η έμπνευση των τοπίων
272   ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ιστορικές συν-υφάνσεις στο έργο του Σταύρου Σταμπόγλη
285   ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Σταύρος Σταμπόγλης: Ο στοχαστής της πολιτικής
            και κοινωνικής συνείδησης

ΒΙΒΛΙΟΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
293   ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ: Τίτλοι αρχής (Σύλβα Γάλβα, Τίτλοι αρχής,
            εκδ. Βακχικόν, 2020)
297   ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ποιητικός ρεαλισμός στην πεζογραφία του
            Θανάση Χατζόπουλου (Θανάσης Χατζόπουλος, Ιστορικός ενεστώς, εκδ. Πόλις, 2020)
303   ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ: «Ό,τι έχει αιτία, δυναμώνει και συντρίβεται»
            (Χρύσα Βλάχου, ΣχεδιΆσματα, εκδ. Θερμαϊκός, 2019)
308   ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Η μετα-ποίηση ή ο αφομοιωμένος υπερρεαλισμός (Βαγγέλης
            Αλεξόπουλος, Οδηγίες χρήσης ιπτάμενης ραπτομηχανής, εκδ. Οδός Πανός, 2020)
315   ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ: Ο ρόλος του κριτικού (Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου,
            Στους πίσω κήπους μίας λέξης. Δοκίμια κριτικής, εκδ. Ρώμη, 2020)

ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑΣ
323   ΑΣΗΜΙΝΑ Κ. ΛΑΜΠΡΑΚΟΥ
         Εισαγωγικό σημείωμα: Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου
         Ερανισμός ανέκδοτων ποιημάτων: Κ.Θ.Ρ.
         Κριτική παρουσίαση: Σταύρος Σταμπόγλης
         Κώστας Θ. Ριζάκης: Τα οπίσω

IN MEMORIAM
337   ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ: Σαράντα τρία χρόνια φιλίες, ενθουσιασμοί και απώλειες: για τη
            σύντομη διαδρομή ζωής του ΣΑΜΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
340   ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ: Αποχαιρετισμός στην ΕΛΕΝΑ ΣΤΡΙΓΓΑΡΗ

Το παρόν τεύχος κοσμούν έργα του φωτογράφου Περικλή Μεράκου.