τα δέντρα καίνε
περιμένουνε τα χελιδόνια
οι σιδερένιες μας χελιδονοφωλιές
δε μας γελάνε πια με τα λουλούδια
μας στοίχισαν τα χέρια και τα πόδια μας
τώρα τα χέρια και τα πόδια μας
κρέμονται στα δέντρα
στον ουρανό
φάνηκε
ένα φεγγάρι μισοφαγωμένο
από τα κόκκινα μυρμήγκια
της φωτιάς
κι ένα κεφάλι πλάι του
να καίει κι αυτό μέσα σε πύρινη
βροχή
να λάμπει το κεφάλι
να φέγγει
καθώς το έπαιρνε το έκανε κάρβουνο
η φωτιά
να ψιθυρίζει:
− Τα δέντρα καίνε φεύγουνε σαν τα μαλλιά
ο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα
τα φτερά
κι ο πόνος
σκύλος με σπασμένο πόδι
μένει
μένει
αχόρταγο
στο φεγγάρι
Σα μεγάλα μαύρα μυρμήγκια
μια πομπή-κηδεία στο φεγγάρι
ρίχνει μια πέτρα
και σπάζει το φεγγάρι
ΞΕΝΟΣ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ
η Άνοιξη μια στιγμή φάνηκε κοντά στα
κυπαρίσσια
ωραία πουλιά πέφταν με δύναμη
σε κάθοδο φριχτή
κι άλλα ζεστά πουλιά μέσ’ απ’ τον ήλιο
βγαίναν κι ανεβαίναν
ψεύτικα
λουλούδια στους νεκρούς
το κεφάλι του
πληγές
άγριες τον κυνηγάνε ανεμώνες
επάνω του
σταυροί ανοιξιάτικοι
τα χελιδόνια
θα σταματήσουμε
σε μια γαλάζια άμαξα
μες στο χρυσάφι
άλογα
δε θα ’χουμε τίποτα ν’ αθροίσουμε
δε θα ’χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ’ απ’ τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει
Πηγή «Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)», εκδ. Κέδρος, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου