Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Γιάννης Ρίτσος, "Τα ερωτικά"




1. Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον


Δυο βουνά
δυο σώματα
ένα δέντρο
και το μακρύ ποτάμι
ως τη θάλασσα κάτω
ως τ’ άλλο λιμάνι
με τα οινομαγειρεία
τους κωπηλάτες
και τα σιδηρουργεία –
έχει και μουσική.


                              Αθήνα, 22.Ι.80



Καταμεσής του χειμώνα
φορούσε κατάλευκα –
τι είχε να κρύψει;
το μουγγό κόκκινο;
το κλεμμένο ρολόι του χεριού μου;
απ’ το παράθυρο πράγματι
φαίνονταν τρία κυπαρίσσια
κι ο ίδιος καπνοδόχος
χωρίς καπνό.


                              Διακοφτό, 17.ΙΙ.80



2. Γυμνό σώμα


Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.



Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;


                              Αθήνα, 24.ΧΙ.80



Όσα είπαμε,
όσα δεν είπαμε
υποβαστάζουν το ποίημα.
Στο αέτωμα
ένα ψηλό κυπαρίσσι
ανάμεσα
σε δυο μαρμάρινα άλογα.



Το λιόγερμα έλαμψε
στον ώμο ενός πουλιού.
Μαζί τόδαμε.
Χαμογελάσαμε.
Το χέρι σου βρέθηκε
μέσα στο χέρι μου.


                              Αθήνα, 27.ΧΙ.80



Πέρασαν οι ψαράδες
μ’ άδεια πανέρια.
Το φεγγάρι σκιρτούσε
στα γόνατά σου.
Δεν ξεχώριζε πια
το κενό απ’ την πληρότητα.


                              Αθήνα, 5.ΧΙΙ.80



Όταν ακουμπούσες το χέρι σου
στο γόνατό μου ή στον ώμο μου
ή στη μέση μου
άλλαζε στάση ο κόσμος.


                              Αθήνα, 7.ΧΙΙ.80




3. Σάρκινος λόγος
V)

Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι υστέρα μαζευόσουν στο
              κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι – μου ’λεγες – έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς να ’χω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.


                                                                                          Αθήνα, 16.ΙΙ.81




Από τη συλλογή «Τα ερωτικά». εκδ. Κέδρος, 1981

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Γκυγιώμ Απολλιναίρ, "Πέντε ποιήματα"




ΔΕΙΛΙΝΟ

Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νεκρών
Στο χορτάρι όπου η μέρα ξεψυχάει
Η αρλεκίνα γυμνή βγαίνει και κοιτάει
Το κορμί της στον καθρέφτη των νερών

Παρεκεί ένας τσαρλατάνος βραδινός
Τα παιγνίδια που θα κάνουν διαφημίζει
Ο άχρωμος απ’ άκρη σ’ άκρην ουρανός
Άστρα σαν το γάλα ωχρά γεμίζει

Ο χλωμός ο αρλεκίνος μ’ ευθυμία
Πρώτα πρώτα χαιρετάει τους θεατές
Μάγους που ’χουν έρθει από τη Βοημία
Μερικές νεράιδες και τους γητευτές

Και κατόπιν ξεκρεμώντας έν’ αστέρι
Με το τεντωμένο του το παίζει χέρι
Ενώ κάποιος κρεμασμένος ρυθμικά
Με τα πόδια του τα κύμβαλα χτυπά

Τ’ όμορφο παιδί η τυφλή κουνάει
Η ελαφίνα με τα ελάφια της περνάει
Βλέπει ο νάνος με το βλέμμα του θολό
Τον τρισμέγιστο αρλεκίνο πιο ψηλό




ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Στην καταχνιά ένας χωρικός τραβάει κουρασμένα
Το βόιδι του στην καταχνιά τη φθινοπωρινή
Που κρύβει τα φτωχά χωριά τα κακομοιριασμένα

Κι όπως παν λέει ο χωρικός με σιγανή φωνή
Ένα τραγούδι προδοσιάς κι αγάπης που αναφέρει
Κάποια καρδιά και κάποια βέρα που ραΐσαν.

Ω! το φθινόπωρο έριξε νεκρό το καλοκαίρι
Στην καταχνιά δυο σιλουέτες γκρίζες τραβούν ίσα


                                          Μετάφραση: Μήτσος Παπανικολάου




ΠΛΗΞΗ

Πλήττω μες στους ολόγυμνους αυτούς τοίχους
Βαμμένους με χλωμά χρώματα
Μια μύγα πάνω στο χαρτί με βηματάκια
Τα σκαλαθύρματά μου διατρέχει

Ω, Θεέ, που ξέρεις τον πόνο που μου ’δωσες
Τι να γίνω;
Λυπήσου τη χλωμάδα μου και τ’ αδάκρυτα μάτια μου
Το θόρυβο της αλυσοδεμένης καρέκλας μου
Και μαζί μου
Όλες τις φτωχές καρδιές που πάλλουν στη φυλακή τους
Λυπήσου τον έρωτα που με συντροφεύει
Λυπήσου πάνω απ’ όλα την κλονισμένη μου φρόνηση
Κι αυτή την απελπισία που την κερδίζει.


                                          Μετάφραση: Νίκος Παππάς




ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Ένα κλωνάρι από ρείκια στο χέρι μου ριγεί
Να το θυμάσαι το φθινόπωρο το πεθαμένο
Δε θα ξαναϊδωθούμε πια ποτέ σ’ αυτή τη γη
Πικρή ευωδιά της εποχής κλωνάρι της ρεικιάς
Και να θυμάσαι πως εγώ σε περιμένω


                                          Μετάφραση: Γιώργος Γεραλής




ΟΙΚΤΟ ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΑ

Οίκτο δεν έχω πια για μένα
Τη σιωπηλή μου οδύνη δεν μπορώ να εκφράσω
Τα λόγια που λογάριαζα να ειπώ μεταβληθήκαν σ’ άστρα
Ένας Ίκαρος προσπαθεί ν’ ανυψωθεί ως τα μάτια μου
Κομιστής ήλιων φλέγομαι στο κέντρο δύο αστερισμών
Τι έκαμα στα θεολογικά θηρία της γνώσης
Αλλοτινά έρχονταν οι νεκροί να με λατρέψουν
Κι έλπιζα να τελειώσει ο κόσμος
Μα το δικό μου τέλος σαν τη θύελλα καταφθάνει


                                          Μετάφραση: Τάκης Σινόπουλος





Από το βιβλίο «Χριστόφορος Λιοντάκης - Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης (Από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας)», γ΄ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, 2000

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Διονύσης Καψάλης, "Μια υπόθεση ευδαιμονίας"




Προοίμιο

Μια νύχτα σαν αυτή με κάποιο τρόπο
αφάνταστο, θ’ ακούσεις τη φωνή μου,
που κοινωνούσε της διακαινησίμου
αγάπης μου γλυκόπικρο τον κόπο.

Και ίσως αγάπησες και μένα,
τη λυπημένη σάρκα της φωνής,
που σε αγάπησε όσο κανείς
και ξόδεψε τα ήδη ξοδεμένα

– και αναρίθμητα – από την αρχή.
Το ξέρω, δεν χωράει μαυσωλείο
εκεί όπου ακόμα κυριαρχεί

ο πόνος της σαρκός ούτε βιβλίο·
απόψε που είναι νύχτα και βροχή,
στης σάρκας σου τη μνήμη καταλύω.




18

Πώς θάμπωσε έτσι το γυαλί του κόσμου·
δεν ξεχωρίζω πρόσωπα σαν ίσκιοι
έγιναν όλοι κι όλα, και δεν βρίσκει
τα χνάρια του ο πρώτος εαυτός μου

(αν είναι κάπου ακόμα) να γυρίσει.
Εκείνος θα γνωρίζει αν σ’ εμένα
ανήκει τούτη η θλίψη ή σε κανένα·
όπως στη μαύρη νύχτα ακούς μια βρύση

να στάζει αργά ή έναν αμανέ
(τον αμανέ σαμπάχ της Εσκενάζυ)·
κι όπως σ’ εκείνο το έργο του Μανέ,

Bar aux Folies Bergere: δεν βλέπει εσένα
κι ας σε κοιτά μ’ αυτά τα λυπημένα
μάτια· κι ας είσαι εκείνος που σπαράζει.




γλυκιά η ζωή

Ο στίχος να ’ναι πιο απλός
και πιο βαθύς – σαν σιωπηλός,

εδώ που ο τόπος σου σε ξέρει·
γλυκό στο πρόσωπο τ’ αγέρι,

σαν από κίνημα χεριού
στην πόρτα του καλοκαιριού,

σαν από φόρεμα σε μια
στροφή χορού με γιασεμιά,

που πέφτουν και ριγούν οι κλώνοι
σε περιβόλι που αναρρώνει·

και να γυρνάς εδώ που γέρνει
χλωρό απόγευμα και φέρνει

δροσιά με λύπη και συμπόνια·
μα πως να πεις: εξήντα χρόνια;




Από τη συλλογή «Μια υπόθεση ευδαιμονίας» εκδ. Άγρα, Μάιος 2014

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Γιώργος Ν. Σιώμος, "Το σκεπάρνι"





Το σκεπάρνι

Παρατηρώ τους περαστικούς μέσα από το τζάμι της καφετέριας, τα αυτοκίνητα που διέρχονται, τα δέντρα που θροΐζουν στην Ελιά. Καταγίνομαι με άπειρες μελωδίες που έχω στο κεφάλι μου και ψάχνω να βρω τον ρυθμό τους, το μέτρο τους. Με βοηθάει να ακονίζω το μυαλό μου και συγχρόνως μαθαίνω χρήσιμα πράγματα για λεπτομέρειες του παραδοσιακού χορού, με τον οποίο ασχολούμαι τώρα τελευταία. Συχνά βαριέμαι αφόρητα και αναρωτιέμαι γιατί έρχομαι και επιθυμώ μάλιστα να πίνω μόνος τον καφέ μου.
Βρέθηκα ένα βράδυ, στο όνειρό μου, στην αυλή του σπιτιού μας, στον τόπο που γεννήθηκα, σε περιβόλι με ανθισμένες αμυγδαλιές, αχλαδιές, δαμασκηνιές, κορομηλιές και μια κληματαριά. Καθόμουν κάτω από μια διχαλωτή αμυγδαλιά σκεφτικός. Τι θα κάνω τώρα που θα βγω στη σύνταξη; Γύρω μου πετούσανε πουλιά. Δυο σπουργίτια ερωτοτροπούσαν λίγο πάνω από το κεφάλι μου, φτερούγιζαν στον αέρα, ένωναν τα ράμφη τους, πετούσαν ψηλά, βουτούσαν χαμηλά κι όπως τα παρατηρούσα, α, να τι θα κάνω» σκέφτηκα, τέσσερις με έξι θα χαζεύω τα πουλιά.
Έκανα περιπάτους τα απογεύματα στο άλσος, ως την άκρη του νοσοκομείου. Σταματούσα για μια ανάσα, κι έβλεπα, τον κάμπο κάτω, μια θάλασσα από άνθη, ροζ ροδακινιάς την άνοιξη ή καπνούς στον ουρανό, από κλαδιά που καίνε οι γεωργοί στα τέλη του φθινοπώρου. Πίσω μου το νοσοκομείο με τους ανήμπορους. Μακάριζα τον εαυτό μου που δεν έμεινα ούτε μια νύχτα εκεί μέσα, ολόκληρη ζωή.
Ένα απόγευμα που βάδιζα κάτω από τα πεύκα κι έτριζαν οι πευκοβελόνες: «τι κοιτάς εκεί ψηλά;» με ρώτησε ένας γείτονάς μου, οικοδόμος, που βγήκε κι αυτός για αναψυχή.
«Κελαηδάει ένας κότσυφας στην κορυφή του πεύκου», είπα, «και θέλω να τον δω».
«Ε και τι θα γίνει άμα τον δεις;»
Τόσο αναπάντεχη μου φάνηκε η απορία του, που – σαν το χέρι όταν σπρώχνει τον τροχό που κόλλησε στη λάσπη – ξεκάρφωσε με το σκεπάρνι του μια λέξη που έψαχνα και τέλειωσα ετούτο εδώ το μαύρο ποίημα που κρέμονταν σακάτικο για μέρες:

Με διαπέρασαν
αλλεπάλληλες στρώσεις φωτός
μα δεν μπόρεσαν να με βρουν
στην κρύπτη βαθιά που ήμουν χωμένος

Τυλίχτηκα τις αράχνες μου
και σβούρα γυρίζω
στα σκοτεινά του εαυτού



Γιώργος Ν. Σιώμος



Από τη συλλογή διηγημάτων «Το παράπονο του Εμμανουήλ Παπά», εκδ. Γαβριηλίδης 2014.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Caleb Klaces, "Νυχτοπεταλούδες"




Νυχτοπεταλούδες

του Caleb Klaces

Μια μεταφράστρια που ’χει φοβία για τις νυχτοπεταλούδες
έφαγε τρία χρόνια στη μετάφραση βιβλίου με θέμα του τη νυχτοπεταλούδα.
Είπε ότι είναι ειρωνικό να ξέρει η ίδια για τις νυχτοπεταλούδες πιο πολλά
απ’ ό,τι ο συγγραφέας του πρωτότυπου, που ’ταν απλά γοητευμένος.
Η μετάφραση συμπεριλάμβανε μια πιο μεγάλη ποικιλία νυχτοπεταλούδες απ’ ό,τι το πρωτότυπο,
από προτάσεις που ’χε κάνει η ίδια, κάποιες απ’ τις οποίες ήταν όντως τόσο τέλειες που κόπηκαν πριν πάει τυπογραφείο.

Οι νυχτοπεταλούδες της, εκείνες με τα τόσο εύστοχα ονόματα,
σήμαιναν υπερβολικά πολλά, οι νυχτοπεταλούδες της που τις μισούσε, πού να ’ναι τώρα;
Στο ίδιο μέρος μ’ όλες τις εκδόσεις των ανθρώπων,
που τους ξεντύσαν άλλοι για να κοιμηθούν μαζί,
αντί γι’ αυτούς τους ίδιους. Εκεί θα υπάρχει μία έκδοση
σχεδόν του καθενός μας, πλήθος εκδόσεις μερικών ανθρώπων,
κάποιων μονάχα ένα πετάρισμα, που μόλις πήρε ύψος το μετάνιωσαν. 


Μετάφραση: Σοφία Γιοβάνογλου


[Πηγή: http://www.poetryfoundation.org/bio/caleb-klaces]


Σύντομο βιογραφικό
Ο Caleb Klaces γεννήθηκε στο Birmingham της Αγγλίας το 1983. Το 2013 εξέδωσε τη συλλογή ποιημάτων «Εμφιαλωμένος Αέρας» (Bottled Air) και το 2011 ένα μικρό φυλλάδιο (chapbook) με τίτλο «Όλα Ασφαλή Όλα Ωραία» (All Safe All Well). Του απονεμήθηκε το “Eric Gregory Award” το 2012 και ο τίτλος του “Granta New Poet” τον ίδιο χρόνο. Η ποίησή του θεωρήθηκε “ευανάγνωστη, όχι εσκεμμένα έξυπνη ή αυτο-ικανοποιητική, αλλά πλήρως προσβάσιμη”.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Σημείωμα Νοεμβρίου 2014




ΒΕΡΟΙΑ,  ΜΙΑ  ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ  ΠΟΛΗ

γράφει ο Γιώργος Χ. Κασαπίδης

Μια πόλη είναι οι μυστικοί της τόποι, τα σπίτια, οι παλιές της εκκλησιές, όσα σου φανερώνονται αμέσως, αλλά κυρίως όσα κρύβονται και σου αποκαλύπτονται μετά από καιρό…
Μια πόλη είναι οι άνθρωποί που τριγυρνούν ανάμεσά της, οι μνήμες πίσω από τη φθορά του χρόνου. Δίχως τους ανθρώπους δεν υπάρχουν πόλεις, παρά μόνο άδειοι δρόμοι και απρόσωπα κτίρια ή μαζικά συγκροτήματα. Πέτρες, τσιμέντα, τούβλα, δομικά υλικά, δίχως συνοχή και ιστορία, έτοιμα να καταρρεύσουν στο κενό ή να τ’ ακυρώσει αυτόματα η Λήθη.
Αυτό που κάνει τις πόλεις ξεχωριστές είναι τα πρόσωπα και οι σκιές τους, όσοι πέρασαν κι όσοι παρόντες, θυσίασαν το εγώ τους στο εμείς, όσοι μπορούν να νιώσουν και να μεταδώσουν τη συγκίνηση που διαπερνά τους τοίχους, τα κλειστά παράθυρα και δίνει νόημα, στις ώρες, στις στιγμές, στα χρόνια, στους αιώνες…
Ο χαρακτηρισμός ως ''Βασίλισσας του βορρά'' που αποδίδεται στην ιστορική ομάδα της πόλης, σαφώς θα ταίριαζε σε ολόκληρη την πόλη
Είχαμε την τύχη με αφορμή την λογοτεχνική εκδήλωση να βρεθούμε στην πόλη της Βέροιας, όπου επέστρεψε ως τιμώμενο πρόσωπο ο Ιγνάτης (Χουβαρδάς) από το νέο τόπο διαμονής του, την Κομοτηνή, ο Παύλος (Παρασκευαΐδης) από τη Χίο όπου εργάζεται, ο γνωστός εκδότης της Οδού Πανός και ποιητής Γιώργος Χρονάς εξ Αθηνών κι εμείς οι εκ Δράμας εκ-δρομείς. Μας υποδέχτηκαν οι φίλοι, ο Δημήτρης (Παπαστεργίου), ο Βασίλης (Δασκαλάκης) και η συμπαθέστατη σύζυγός του Κατερίνα, γνωριστήκαμε με τα άλλα μέλη της συντροφιάς, τον “έξω καρδιά” Σούλη Λιάκο και τον Γιώργο Λιόλιο που μας εντυπωσίασε με την ιστορική του κατάρτιση και μας ξενάγησε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο σε κάθε γωνιά σημαντική της πόλης. Συναντηθήκαμε και με άλλους φίλους μας από την πόλη και τις γύρω περιοχές. Η φιλοξενία πέραν κάθε προσδοκίας υποδειγματική!
Είχαμε την τύχη να μην νιώσουμε ούτε ένα λεπτό ξένοι ή ανίδεοι τουρίστες, να μη περάσουμε αδιάφοροι μέσα στο πλήθος, αλλά να γίνουμε συνοδοιπόροι, να ενώσουμε τα βλέμματα και τις καρδιές μας με τις δικές τους, ν’ αγγίξουμε λιγάκι τον πρώτο πηλό, τα ίχνη, τις άγραφες μαρτυρίες, τ’ άυλα αποτυπώματα στα ρόπτρα και στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα, τις μέσα εικόνες και τις φωνές που μας μιλούν ακόμα με χιλιάδες λέξεις…
Η πόλη και οι άνθρωποί της σ’ ένα ζωντανό παρόν, που παρά τα σύγχρονες δυσοίωνες καταστάσεις αντιστέκεται σθεναρά με φως και ποίηση, με νέα χρώματα επάνω στα παλιά που έχουν φθαρεί, αλλά οι αδρές τους πινελιές κρατούν και θα κρατούν ακόμη…


Ίσως ακούγονται κοινότυπα ή κοινότοπα όλα αυτά. Τίποτα, σαφώς, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την προσωπική εμπειρία, ούτε οι φωτογραφίες να αποδώσουν τις εσωτερικές διακυμάνσεις που μπορεί να νιώσει κάποιος την ώρα που απαθανατίζει επιλεκτικά κάποιες σημαντικές ή ασήμαντες πτυχές, μιας έστω ιδιαίτερης πόλης, αλλά σίγουρα μπορεί να δώσει μιαν αφορμή για να ξεκινήσει μια πρώτη συν-αίσθηση κι αυτό νομίζω πως είναι κάτι…



Οι φωτογραφίες είναι του Γιώργου Κασαπίδη

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Δελτίο Τύπου για την παρουσίαση του βιβλίου "Υπόκλιση στον πειρασμό"


(Photo: Γιώργος Χ. Κασαπίδης)


Μέρος Πρώτο

Την συλλογή διηγημάτων «Υπόκλιση στον πειρασμό» (εκδ. Οδός Πανός, 2014) του Ιγνάτη Χουβαρδά, παρουσίασε ο Ποιητικός Πυρήνας την Δευτέρα 27/10/2014 και ώρα 18:00, στην αίθουσα εκδηλώσεων της πάντα φιλόξενης Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Βέροιας (Έλλης 8). Λίγο πριν την έναρξη οι συντελεστές της εκδήλωσης ξεναγήθηκαν από την κυρία Ασπασία Τασιοπούλου στους ανακαινισμένους χώρους της Βιβλιοθήκης. Για τον συγγραφέα και το έργο του μίλησαν τα μέλη του Ποιητικού Πυρήνα, Βασίλης Δασκαλάκης, Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου και Παύλος Παρασκευαΐδης καθώς και ο ποιητής και υπεύθυνος των εκδόσεων «Οδός Πανός» Γιώργος Χρονάς, ο οποίος έκλεψε την παράσταση, ενώ αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε ο συγγραφέας. Για την διάθεση των βιβλίων φρόντισε η κυρία Τασούλα Χριστοδούλου και το βιβλιοπωλείο «Ηλιοτρόπιο». Ακολούθησε ολιγόλεπτη συζήτηση με ένα κοινό όχι μεγάλο αλλά ζεστό και εκλεπτυσμένο. Κι εκεί ανάμεσα πολλοί αξιόλογοι λογοτέχνες του νομού, καλοί φίλοι, συγγενείς του συγγραφέα και μία έκπληξη: οι ποιητές Δημήτρης Πέτρου και Γιώργος Κασαπίδης με τη σύζυγό του, οι οποίοι ήρθανε από τη Δράμα ειδικά για την εκδήλωση.





Μέρος Δεύτερο

Η 28η Οκτωβρίου έμελλε να είναι ακόμα πιο μαγική. Ο Ποιητικός Πυρήνας ξενάγησε τους φιλοξενούμενούς του στην πόλη του τη Βέροια. Η συντροφιά περνούσε εύκολα και αβίαστα από μαχαλά σε μαχαλά, από εποχή σε εποχή, από θρησκεία σε θρησκεία, από το παλιό στο νέο, από το φθαρτό στο αθάνατο, με τον φακό του Γιώργου Κασαπίδη σε διαρκή εγρήγορση. Αξέχαστο θα μείνει το δεύτερο μέρος της ξενάγησης το οποίο επιμελήθηκε εξαιρετικά ο συγγραφέας και ιστορικός Γιώργος Λιόλιος με μια στάση για καφέ σε ένα από τα εμβληματικότερα ζαχαροπλαστεία της πόλης, όπου ξετυλίχτηκαν λογοτεχνικές σκηνές. Η συντροφιά αφού γευμάτισε ανανέωσε το ραντεβού της για την επόμενη εκδήλωση.





Μέρος Τρίτο

Ένα ποίημα του Δημήτρη Πέτρου γραμμένο την βραδιά της 27ης Οκτωβρίου:


               HOTEL MAKEDONIA

            στον Ποιητικό Πυρήνα και στην παρέα της Βέροιας

Το τελευταίο τσιγάρο στο κρεβάτι
δείχνει πόσο μακριά
έχω φτάσει.
Ένας ταριχευμένος αλιγάτορας
στον κόλπο της Βεγγάζης.

Οι πιθανότητες πλημμύρας στα νότια
περιγράφουν άριστα το μέλλον μου.
Ένα βουνό με άγνωστο όνομα
υψώνεται μπροστά. Με δέντρα πέτρες –
με τα όλα του.

Αυτή την ώρα κάπου στην Ανατολή
στήνουν πάγκους με υφαντά.
Κοκκινίζει γλυκά η θάλασσα του Σαργκάσο.

Κι εγώ κοιτώ τη Βέροια
πίσω από το τζάμι.





Ευχαριστούμε θερμά όλους τους φίλους που συντέλεσαν για να γίνει μαγικό το διήμερο 27 & 28 Οκτωβρίου 2014.
Θερμές ευχαριστίες στον Δημήτρη Πέτρου για το ποίημά του.

Στην φωτογραφία, από αριστερά προς τα δεξιά: Γιώργος Χρονάς, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Βασίλης Δασκαλάκης και Παύλος Παρασκευαΐδης.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Γιώργος Γκανέλης, "Χρεοκοπία ιδεών"




                             ΣΥΓΚΡΙΣΗ

Είμαστε η νύχτα
τα γλιστερά σκαλοπάτια του χρόνου
το τελευταίο τσιγάρο που έσβησε
στο άγγιγμα της βροχής·
η χειραψία του αποχωρισμού
το βαρύ πάπλωμα του χειμώνα
μέσα σε παγερά δωμάτια
η μέρα που ξημέρωσε μ’ ένα αναίτιο κλάμα.

Είμαστε ένας πλανόδιος οργανοπαίκτης
σε αποβάθρες και σταθμούς
πειραματόζωα πολυεθνικών εταιρειών
αγάλματα στα πάρκα αποκεφαλισμένα·
το απότοκο μιας μοναχικής περιπλάνησης
κάτω από ψεκασμένο ουρανό
ο ανήσυχος έφηβος μιας επαρχιακής πόλης
που ονειρεύεται να σπουδάσει στην Αθήνα
οι διαφημίσεις στην εθνική οδό
οι πυροβολισμοί που ακούστηκαν στο δρόμο.

Είσαι πατρίδα μητριά που διώχνει τα παιδιά της
σκοτώνει τα όνειρα και τα πουλά.




                             ΤΑ ΔΙΟΔΙΑ

                                               Στη μνήμη του Άλκη Αλκαίου

Έφυγες νωρίς.
Άφησες πίσω σου νυχτέρια και μιαν αδιαφορία
να φυσάει στις ζωές των ανθρώπων.
Οι στίχοι σου βαπόρια με κιφ μαροκινό
οι λέξεις σου καρφιά στον ουρανό την ώρα που χαράζει.
Πόσα Χριστούγεννα σ’ ένα άδειο δωμάτιο
κοιτώντας το ταβάνι να μαδάει σαν χιόνι
πόσες γιορτές σε μια καρέκλα γράφοντας ποιήματα
με γυμνή ψυχή και απροστάτευτη μνήμη.

Έφυγες μ’ ένα αξόδευτο φορτίο ερημιάς
και με το κακόηθες μελάνωμα του χρόνου.
Σ’ ένα εμπάργκο σε συνάντησα
σε μια γουλιά θανάτου σε αφήνω.
Τα διόδια δεν ήταν για την Ελένη…

                                                                          10-12-12




                             ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που κρύβονται στο σώμα τους
βγάζουν ένα σακούλι δάκρυα απ’ τα σπλάχνα τους
και τα χαρίζουν αφειδώς στους θλιμμένους.
Ακροβατούν στην αερογέφυρα της ψυχής τους
τις μεταμεσονύχτιες ώρες, όταν το φως της κάμαρας
τρυπάει απ’ τους κραδασμούς του πόνου.
Ζούνε σ’ ένα τεχνητό σκοτάδι, εκούσια επιλεγμένο
με ασπρόμαυρες φωτογραφίες για ενθύμια
και μνήμες που έβγαλαν ρίζες απ’ την πολυχρησία.
Παίζουν σκάκι με αντίπαλο κάποια σκιά
και φορώντας ένα γκρι ουρανό για κεφάλι
κάνουν σκέψεις για την ένταση της επόμενης βροχής.
Μιλούν με τον αντίλαλο των κυττάρων τους
και περιφέρονται σαν ζητιάνοι με σκισμένα ρούχα
έξω απ’ το μέγαρο συνεδριάσεων της ζωής τους.
Έχουν εξομαλύνει τη σχέση τους με το χρόνο
και περιμένουν ένα τυχαίο γεγονός
που θα τους απαλλάξει απ’ την παρουσία του.

Κι όταν ωραίοι και μόνοι θα εγκαταλείπουν τον κόσμο
μπαίνοντας σ’ ένα άλλο σώμα, αιώνιο και άφθαρτο
όλοι οι θλιμμένοι της γης θα χειροκροτούν
γιατί ξέρουν καλά τι σημαίνει το πέρασμα αυτό.




Από τη συλλογή «Χρεοκοπία ιδεών», Στοχαστής 2014 

O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ανάπηροι δρομείς» το 2012, «Ο σκοπευτής της μνήμης» το 2013 και «Χρεοκοπία ιδεών» το 2014, όλες από τις εκδόσεις Στοχαστής.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Οδυσσέας Ελύτης, "Οι ημιονηγοί"




ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ


Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους υστέρα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.
Και συνέβηκε τότες ένας απ’ αυτούς να ’χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το ’χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια τού δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.
Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σαν να ’χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης, γύρισε και «Λοχία» είπε «τι βαρυγκομάς; Αυτοί που ’ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ’ αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ’χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο». Και ο Ζώης: «Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς, που κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;» Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης: «Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τα ’χει από τα πριν χαμένα, κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι’ αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά-γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα ’βρουν, θαν τα ’βρουν». Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης: «Και ποιος λες τάχα του λόγου σου ότι θαν τα βρει;» Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάχτυλο: «Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου, η ώρα ετούτη που μας ακούει».
Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ’ αυτί μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα ’σμιγε η φωτιά το χώμα ν’ ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα ’χανε φέρει με κόπους ίσαμε κει. Και τα πρόσωπα τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.



Από τη συλλογή «Το άξιον Εστί»,1959.

(Η φωτογραφία είναι του Κώστα Μπαλάφα).