Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Σωτήρης Σαράκης, "Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη"




ΠΡΟΣ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ


Θρηνούσε ο σκύλος μες στον ύπνο μου
τη μοίρα του, θρηνούσε
σκύλος ποιμενικός χωρίς βοσκό, χωρίς
κοπάδι, ο τελευταίος
της γενιάς του, χρόνια
στ’ ανήλιαγα της μνήμης
παραδέρνει, χρόνια
ουρλιάζει απελπισμένα, ποιος
να τον ακούσει, χάθηκε
νιώθει προδομένος, τίποτε
δεν καταλαβαίνει, προσπαθώ
να του εξηγήσω

χάθηκε ο σκύλος μας σε χρόνια
παιδικά, τίποτε
δεν καταλαβαίνει, όπως κανείς μας
τίποτε δεν καταλαβαίνει, προσπαθώ
να του εξηγήσω, τ’ ανεξήγητα
να του εξηγήσω, ώσπου
καταλαβαίνω που θρηνούσε
ο σκύλος μες στον ύπνο μου
τη μοίρα μας

θρηνούσε.




 
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ


Τρεις τοίχοι για μιαν άνοιξη
βαθιά στη Σαντορίνη
κοιτάζεις με κατάνυξη
που ανθίζουνε οι κρίνοι
πετούν τα χελιδόνια
τώρα χιλιάδες χρόνια

μέσα από θρήνους, οδυρμούς
των ηφαιστείων παροξυσμούς
να βλέπεις με κατάνυξη
ανέγγιχτη την Άνοιξη!





ΚΥΠΡΟΣ 1955
            ή
Η ΕΞΗΓΗΣΗ

                                  Στον Νίκο Ορφανίδη


Φύγατε από παντού, ξέσπασε ο Έλληνας
της Κύπρου, φύγατε
απ’ τον πλανήτη, φύγατε
κι απ’ τη γειτονιά μας, μόνο
σ’ εμάς εδώ τα έχετε στυλώσει
μα τι ’ναι αυτό που σας κρατάει
με τόσο αρρωστημένο πείσμα, δεν ακούτε
που ελληνικά χτυπάει η καρδιά μας
με το ζόρι αδύνατο
να μας κρατήσετε άλλο, πότε
επιτέλους το βαρύ σας χέρι
θα πάρετε από πάνω μας; ποτέ
ήρθε κοφτή η απάντηση
ποτέ και μην τα μπλέκεις, μην ξεχνάς
πληρώσαμε για ετούτο το νησί
για κοίταξε καλά τη Συμφωνία
χρήμα ζεστό στο χέρι τού Σουλτάνου

πήγαμε αλλού με στόλο και στρατό
χάσαμε ναύτες και στρατιώτες, όμως
για ετούτο το νησί δώσαμε λίρες, χρήμα
ζεστό στο χέρι τού Σουλτάνου, αλίμονο
πονάνε τα λεφτά, ποιος δεν το ξέρει, και απορώ
τέτοια ιδέα πώς σου πέρασε απ’ τον νου
τέτοια ιδέα ν’ αφήσουμε νησί
ακριβοπληρωμένο!




 
ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ


Παιδί που χάθηκε στο δάσος
τρέχει χαρούμενο κάτω απ᾿ τα πεύκα
δεν ξέρει παίζοντας που έχει χαθεί

ή μήπως ξέρει και γι᾿ αυτό
τρέχει χαρούμενο κάτω απ᾿ τα πεύκα
γλιστράει, σκοντάφτει, δεν σταματάει
βγαίνει στα ξέφωτα, το χέρι απλώνει
φτάνει, αγγίζει τον ουρανό

ξέρει να κρύβεται, δεν θα το βρούνε
ξέρει να κρύβεται, δεν θα το μάθουν
που έχει χαθεί, καθώς απλώνει
το χέρι αγγίζει τον ουρανό

τον βλέπουν χρόνια σ᾿ ένα γραφείο
σ᾿ ένα κατάστημα, στις δεξιώσεις
κανείς δεν ξέρει που είναι παιδί
σ᾿ εκείνο το δάσος σχολικής εκδρομής
σ᾿ εκείνα τα ξέφωτα, το χέρι του απλώνει
αγγίζει, ανοίγει τον ουρανό.




 
Από τη συλλογή «Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη», Κουκκίδα 2021.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Τόλης Νικηφόρου, "ανώνυμοι"





ανώνυμοι


είμαστε όλοι ανώνυμοι
άμμος που σκορπίζει ο χρόνος
στην έρημο του κόσμου

στιγμιαίες λάμψεις
φτερουγίσματα
προσωρινή απόδραση
από το τίποτα στην αυταπάτη

ζούμε τα δευτερόλεπτά μας
σ’ ένα περίπλοκο οικοδόμημα
επινοούμε θρησκείες και θεούς
μήπως και παρηγορηθούμε
για την αφόρητη αλήθεια του πεπρωμένου

είμαστε όλοι ανώνυμοι
εναλλασσόμενες σκιές της ύπαρξης
φαντάσματα σε θέατρο του παραλόγου





αισιόδοξος


όπως εκείνος που σφυρίζει
έναν χαρούμενο σκοπό μες στο σκοτάδι
που απλώνει ένα χέρι
σ’ έρημους δρόμους
ή ανάβει ένα φως
σε λάμπα καμένη από καιρό

κι όπως εκείνος που επιμένει
να γράφει πάνω στο νερό
που παραπατάει συχνά
αλλά δεν πέφτει στον γκρεμό

αισιόδοξος όπως εκείνος που φοβάται
μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα
αλλά σηκώνει το κεφάλι
και αντικρίζει πίσω απ’ τις κάννες
ένα πουλί να φτερουγίζει στον ουρανό





έστω σαν όνειρο


θέλω να γράψω επιτέλους
ένα ποίημα μελωδικό κι ανώδυνο
χαρούμενο ένα ποίημα
τη μαγική αθωότητα ν’ αναζητήσω
της παιδικής μου ηλικίας

έστω για λίγο
να είμαι πάλι ένα παιδί της γειτονιάς
κι ο κόσμος μου όλος
να είναι το σπίτι κι η πλατεία
και τα παιχνίδια μας στο χώμα

για τη στιγμή να ζήσω μόνο
να απολαύσω το ελάχιστο
και με το τίποτα
να είμαι ευτυχισμένος

κι ας είναι ακόμη αυτό το ποίημα
σαν δίπλα μου ένα χέρι πατρικό
που διώχνει κάθε εφιάλτη στο σκοτάδι





δακρύζει η γνώση


είναι αδιέξοδη
είναι καταθλιπτική
κι όμως όλοι αγωνίζονται να την κατακτήσουν

όσο όμως πιο πολύ κανείς βυθίζεται
στον ωκεανό της γνώσης
τόσο πιο έντονα νοσταλγεί την αθωότητα
εκστατικά κοιτάζει τα παιδιά
που τόσο απλά, τόσο φυσιολογικά
απολαμβάνουν το ανεκτίμητο αγαθό
που εκείνος έχει στερηθεί για πάντα

η γνώση όλου του κόσμου
δακρύζει
μπροστά σ’ ένα παιδικό χαμόγελο





η μηχανή του χρόνου


το άγγιγμά σου καταργεί τη μνήμη
κάθε χαρά και κάθε θλίψη
κι αποκαλύπτει έναν απέραντο ουρανό

είσαι η μηχανή του χρόνου
που μαυρίζει τα μαλλιά πυρώνει το αίμα
και με ξαναγυρίζει στα δεκαοχτώ μου χρόνια

πυροδοτεί έναν εκρηκτικό μηχανισμό
κατεδαφίζει τις συμβάσεις
για να ανθίσει στα συντρίμμια τους
ένα κόκκινο μεθυστικό λουλούδι





Από τη συλλογή «ανώνυμοι», εκδ. Μανδραγόρας 2021.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Μαρία Σκουρολιάκου, "Σώμα του χρόνου"



 

Βαθιά νερά


Αναρχικούς ψαλμούς ανέμισα
στα βάραθρα της μοίρας,
των φυλλοβόλων χρόνων το έρμα
και τα μάταια πετώντας όνειρα.

Είμαι γκρεμός κι είμαι γεφύρι πέτρινο.
Βρύχια νερά διαπλέουν το σώμα μου.
Ρέω στο θάμπος που χαράζει, της αυγής.
Στο σύγκρυο κάθε νύχτας που έρχεται,
γυμνές αιτίες κυλώντας,
ως το δέλτα των γρίφων.

Των αλγεινών στιγμών εξόφλησα τις οφειλές.
Φορώ το μαγικό των στίχων έλυτρο
και πια σωπαίνοντας,
ακούω της γης μονάχα τους αρχαίους ήχους.





Ψέμα διαρκείας


Το ξέρεις πια.
Οι ώρες θρέφουνε το έρεβος.
Αναγελά ο φόβος καθώς τρέμεις.
Παρηγορείς
τα διαλείμματα του ύπνου με ευχές,
με προσευχές και με φτηνές δικαιολογίες
αθωότητας.

Κι αν περπατάει
το φως του φεγγαριού μαζί σου
κι αν σε μια χούφτα θάλασσα
το θαύμα κοινωνάς
κι αν μια κιθάρα
τις στιγμές σου ζωγραφίζει,

όλος ο κόσμος ανοιχτή πληγή
που υποσχέσεις και συνθήκες, τάχα,
θα την κλείσουν.

Ψέμα διαρκείας ντυμένο αρετή
και δεν αντέχω πια τη φορεσιά του.





Ίσκιος ονείρου*


Φρουμάζει το σκοτάδι,
ώρα τρεις.
Στου ρολογιού τους δείχτες
κρεμασμένες οι σκιές
σε όνειρο βαθύ χορεύουν.
Κυκλοβολούν στο σπήλαιο,
το πλάνο φέγγος τού «εγώ» θωρώντας
στων λόγων τα χαλάσματα.

Το φως μακριά,
σ’ αλλότρια χέρια κατοικεί.
Σε ηφαίστεια σώματα
και σε ψυχές που ανθίζουν.

Βρυχάται του ανθρώπου η νύχτα.
Κι ανάμεσα,
λύκοι που διώχνουν τη ζωή
κι αηδόνια που μιλούν τη λύπη.


_____________
*Πίνδαρος, Πυθιονίκαις, επωδ.ε,8. 95





Όλα χώμα


Θα ’ρθει στιγμή που όλα θα γίνουν χώμα. Που θα μυρίζουν χώμα και νερό. Τα χρώματα θα ’χουν μισέψει στο ηλιοβασίλεμα. Το μαύρο θα δοξάζουν τα ρολόγια. Θα προσδεθείς σ’ έναν Ερμή με αναγκαστική απογείωση.
Η «Ασκητική» στο μάρμαρο πεσμένη, να τη διαβάζει ο αγέρας δυνατά κι ένα σκαθάρι, με την κερασιά θα την μπερδέψει. Πονάς για τα βιβλία που δεν τέλειωσες, τους στίχους που παλιώσαν στο συρτάρι, τις χειραψίες που σήπονται στη γη.
Οι άλλοι με τα μάτια ζωντανά βλέπουνε την ανατολή. Ο ήλιος ζωγραφίζει την εξώπορτα. Μεστώνει τους καρπούς τού δένδρου. Φλόγες χορεύουνε στις αγκαλιές.
Μέσ’ από μια φωτογραφία θωρείς την απουσία σου. Τις λέξεις που δεν είπες όσο θα ’θελες:
Αστροσπορά, χιλιοδώρητο, πεντάλευκος, παντοθώρητη, ηλιόψαρο, αλατινό, βυθοπατώ, γιασεμόκορφη, ηλιοκράτημα, πελαγοθώρητος, μελισόγλωσση, ποθόπλεκτος, αποκαρπίζω, γαλαζένιος, πολυδιάβατες, αλεξίκακος, ερωτινή, χιλέρημος, βαθύπονο, αχτιδένια…

Μα πιο πολύ το σ’ αγαπώ. Κυρίως ασυναίρετο.





Ένα σκισμένο ποίημα


Πύρινους λόγους ομιλούν οι ασεβείς
περί θολών υδάτων.

Στις έρημες ψυχές
κείτεται πένθιμη άνοιξη.

Η ποίηση αγρυπνά,
τη λέξη της για να κρατήσει
μακριά απ’ τις προθέσεις.
Ν’ αντιπαλέψει
την προσ-ποίηση, την παρα-ποίηση,
την αντι-ποίηση και την εκ-ποίηση.

Στο πεζοδρόμιο αιμορραγεί
ένα σκισμένο ποίημα.
 




Από τη συλλογή «Σώμα του χρόνου»,
Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση, 2021.

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, "Δρόμοι στη σκόνη"




Ο δρόμος μου


Δεν ήταν πάντα εδώ αυτός ο δρόμος
μόνος ξερίζωνα χρόνια και χρόνια
                                                τ’ αγριοχόρταρα
ρίζες παλιές βαθιές μού πλήγωναν τα χέρια
πέτρες ασήκωτες στους ώμους και γονάτιζα.

Δεν ήταν εύκολος ο ήλιος, μη θαρρείς
δεν ήρθαν μόνα τους πουλιά να κελαηδήσουν:

Πρώτα ανατέλλει μέσα μας κι αργότερα
ανοίγουνε τα μάτια μας στον κόσμο.





Θίασοι


Ποιος τάχα θα ’ναι αύριο ο δρόμος σου
ποια μάσκα θα φοράς, πώς θα σε λένε
θίασοι γύρω πάνε κι έρχονται αλλόκοτοι
με τις ολόλαμπρες στολές οι θεατρίνοι
–πώς ψευτοκλαίνε δες και πώς χειρονομούν–

σ’ άδεια σκηνή, δίχως κοινό, για πάντα μόνοι.

Γελούν και σέρνονται με χάχανα στα γόνατα
κι έπειτα κράζουν τους Θεούς τους και τη Μοίρα
με ουρλιαχτά ολονυχτίς με τόσα δάκρυα
μ’ ιδρώτα κι αίμα στα μαλλιά τους και στα χέρια.
Κι έπειτα πάλι ηρεμούν σιωπούν και χάνονται.
Τι να ’ναι απ’ όλα αληθινό κανείς δεν ξέρει.

Ποιος θα ’ναι –αλήθεια– αύριο ο δρόμος σου;
Πες μου· κι ας είμαι απ’ άλλο παραμύθι.





Μασκες
(ΙΙ)


Ήταν ωραία χθες το βράδυ στη γιορτή
αφηνιασμένη μουσική χοροί και γέλια
χρυσόσκονη στους δρόμους στα κεφάλια μας
παραμυθένιες κι οι στολές μας μες στα φώτα.

Τι κρίμα που τελείωσε και πρέπει πια
τις σερπαντίνες να σωριάσουμε σκουπίδια
να καθαρίσουμε ξοπίσω ό,τι απόμεινε
ό,τι την τάξη μάς χαλά και πώς να βρούμε
τ’ αληθινά μας πρόσωπα στα αζήτητα
ποιο να ταιριάζει και σε ποιον μην μπερδευτούμε.

Ήτανε τόσο ωραία χθες το βράδυ στη γιορτή
όμως βουβοί ψυχροί τριγύρω απόμειναν
οι χορευτές δίχως τους ήχους που τους ζέσταιναν.

Λείπουν οι μάσκες που γελούσαν χωρίς λόγο.





Η μοναξιά


Η μοναξιά δεν είναι μαύρη, μα κατάλευκη
σκληρή ψυχρή σαν τον απέναντί μου τοίχο
ή σαν τον στίχο που δε γράφτηκε ποτέ
λευκό αμίλητο χαρτί, δρόμος στο χιόνι
κενή οθόνη, το τρανό ατόφιο “τίποτα”
που το κοιτούσα και με κοίταζε τις νύχτες.

Η μοναξιά δεν είναι μαύρη μα κατάλευκη
είναι μια τρύπα μες στο φως ένα πηγάδι
η γη που χάνεται απ’ τα πόδια στην αιώρηση
το βλέμμα που παγώνει μ’ απορία.

Η μοναξιά δεν είναι μαύρη μα κατάλευκη
η πάχνη πάνω στην καρδιά η απουσία
θολή λευκή σαν την ομίχλη που σερνότανε
που υψωνόταν και κατάπινε την πόλη.





Κλεμμένο σύννεφο


Έχω στις τσέπες μου δυο βώλους καταγάλανους
κι ένα άσπρο σύννεφο που άγγιξε τα δέντρα.
Μα τι απρόσεκτο αλήθεια, πώς ξηλώθηκε
κι έμεινε η φόδρα στα κλαδιά λευκή παντιέρα.
Ολημερίς από τα γύρω χαρακώματα
μεσ’ απ’ τη σκόνη ξεμυτίζαν οι γειτόνοι
με τα δυο χέρια τους ψηλά, με άγρια χάχανα
για την ανέλπιστη ουράνια εκεχειρία.

Έχω στις τσέπες μου ένα κλεμμένο σύννεφο
σαν μαντιλάκι κεντημένο με δαντέλα
μήπως τα γόνατα πληγώσω στο παιχνίδι μου
μήπως ξεχάσω ν’ αγαπώ σαν μεγαλώσω.





Από τη συλλογή «Δρόμοι στη σκόνη», εκδ. Κουκκίδα 2021.

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, "Δύο ποιήματα"





Νικηφόρο σπαθί


Στην στέπα της σιωπής,
στην καρδιά της σελίδας
αραδιάζω τις λέξεις
σιωπηλό ένα σύνταγμα.

Τα σύνορά μου έχουν ευθείες
τεθλασμένες και καμπύλες.
Και λίγο-λίγο σχηματίζεται
το πρόσωπό μου στο χαρτί της πολαρόιντ.

Λύκοι λογισμοί
πηδάν το φράχτη της μάντρας
και πνίγουν
τα πρόβατα της ψυχής.

Χέρια σαν φλόγες υψωμένες
που ο αγέρας προσπαθεί να κρύψει.
Μία δακρύων προσευχή
που νικηφόρο γίνεται σπαθί.


Κάτω Θόλος, 14-15 Μαΐου 2021




Ξεσφράγισμα


Ο σατανάς καρφί καρφώνει στο μυαλό του και
σαν ελατήριο ξεπετιέται ημικρανία απιστίας.

Σαν αστραπή τον ουρανό του σχίζει ο φόβος
και το μυαλό του χάνεται σ’ άγνωστη πολιτεία.

Κάνει βουτιά για τον βυθό της πίστης του
με προσευχή που ξεπερνάει τ’ αδιέξοδα.

Συγκίνηση που εκτινάσσεται με δάκρυα ,
της ματαιότητας την σκόνη ξεσφραγίζει.


Δράμα, Μ. Δευτ.25 - Μ. Πέμπ. 28 Απρ. 2021


Κωνσταντίνος Ιωαννίδης




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Peter Paul Rubens, «Praying Hands» (1600).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Άντζελα Γεωργοτά, "Της μοναξιάς θαλλόφυτα"





Απατηλή μνήμη

«Όποιο χαρτί και να σκίσω
όποιο βιβλίο και να σβήσω
άρρητα όνειρα θα τριγυρίζουν φαντάσματα τις μέρες και τις νύχτες μου»
(της φυγής, Ά. Φραντζή)


Αν θυμηθώ κάτι ακόμη από σένα θα σπάσω σε μικρά κομμάτια την ύπαρξή μου για να πολλαπλασιαστεί η μνήμη και το σύμπαν να τυλίξει. Αν τύχει και σε δω, ακόμη μια φορά να αναδύεσαι απ’ τις συμπληγάδες του μυαλού μου, θ’ αφήσω τη μορφή σου να με καθοδηγεί με βήματα αργά να με τραβά στην άλλη όχθη. Αν κάποτε μπορέσω να μιλήσω καθαρά θα πω πως φτιάχτηκε ο κόσμος από γιασεμί, δυόσμο, πλατύφυλλο βασιλικό την ώρα που δυο κορμιά ήξεραν να γίνονται ένα. Και ίσως ανακαλύψουμε μαζί τι κρύβεται πίσω απ’ τις χαράδρες της καρδιάς και πάλλεται ηδονικά στο θρόισμα της άνοιξης.





Εθισμός στον φόβο

«Βρέχει
Κι έχω αφήσει απλωμένα όνειρα.
Λογικά τώρα θα στάζουν»
(Η καρδιά ήταν μόνο το πρόσχημα, Μ. Ζαγκλαρά)


Όχι, δεν είναι ότι δεν αντέχω τη βροχή ή τους ανθρώπους· έχω συνηθίσει τα βρεγμένα τους πρόσωπα, τις ξεθωριασμένες ομπρέλες, τα παγωμένα πεζοδρόμια.
Η κίνηση στους δρόμους, ο συνωστισμός κάτω από τα υπόστεγα, η υγρασία στις άκρες των δαχτύλων, το μούδιασμα στο σώμα δε με παραξενεύουν πια. Φοβάμαι μόνο όταν με χάνω στις λεωφόρους της δικής σου πόλης, καθώς το τζάμι θολώνει απειλητικά και κάθε κύτταρό μου γεμίζει νερό. Φοβάμαι εσένα εμένα το χτες το Θεό τη βαναυσότητα των καιρικών φαινομένων· το μέσα που αδειάζει και η βροχή γεμίζει το κενό. Αυτό φοβάμαι.





Αβέβαιη προσμονή

«Μόνο εσύ μπορείς να κάνεις τα λόγια ποίηση
να τα μετατρέψεις σε ήχο κίνηση και φως
για να σημάνουν»
(Μαρία, Ζ. Σαμαρά)


Ετιέν, περιμένω να έρθεις.
Στέκομαι στην άκρη της προβλήτας, ακουμπώ το δάχτυλο στο νερό, κοιτώ τα κύματα − αναμένω. Η ανησυχία μου είναι φανερή. Ισιώνω το φόρεμά μου, κρύβω τις ρυτίδες κάτω από το χαμόγελο. Δεν είμαι σίγουρη ποιός είσαι. Ακούω μέσα μου μια νότα, ήχους που μέχρι χτες δεν γνώριζα. Χτυπούν οι φλέβες· με κρατάει ζωντανή αυτή η προσμονή − το τίποτα με κρατά φυλακισμένη. Ετιέν, πάρε μορφή· γίνε ο μουσικός της νύχτας. Δώσε στα όνειρά μου μια δικαιολογία.





Πού θα πηγαίναμε;

«Αν κάποτε σου πουν πως δεν σε πόνεσα
δειξ’ τους μια θάλασσα ρυτιδωμένη απ’ τον αέρα»
(Αγάπη, Αθηνά Παπαδάκη)


Δεν θα έρθω, Ετιέν.
Δεν μπορώ να έρχομαι πια.
Πίσω μου μια άβυσσος κυλά,
το σπίτι απέκτησε λόγχες ξαφνικά
που με τρυπάν στα χέρια
τα μάτια σου τα τόσο διαπεραστικά
την ψυχή μου ακτινογραφούν.

Δεν θα έρθω.
Μετάνιωσα τις νύχτες που σου αποκάλυψα
τον πύρινο φλοιό μου.
Βρέθηκες εκεί
να σβήνεις τη φωτιά
και να μετράς τα εγκαύματα μετά.
Οι ψίθυροι έφταναν ως την πόρτα
και συ με την κουβέρτα
μ’ έπνιγες
να μη με αποκαλύψεις.
Δεν θα έρθω.

Το πάτωμα
με πίνει λίγο, λίγο
ακροβατώ ανάμεσα
από κομμάτια παζλ
να μη διαλύσω τη ζωή μου.
Δεν έρχομαι, αγάπη μου.

Πάλι θα με ρωτήσεις
κάθε μου σημάδι πού απέκτησα
και τι να σου απαντήσω;
Θα ψηλαφήσεις τους μηρούς, το στήθος, το λαιμό
και κάθε αμυχή θα εξετάσεις.
Πώς να σε αντικρίσω;

Δεν θα έρθω.
Θα προσποιηθώ
πως ξέχασα το δρόμο,
τα φρένα μου ότι έσπασαν στα δυο
και με ταχύτητα αστρονομική
βυθίστηκα στο χάος.





Τσακίζει η αναμονή

«Η ελπίδα μου είσαι, ένα θρύψαλο λύπης για μένα»
(Δελφίνια, Ν. Α. Ασλάνογλου)


Τα χρόνια βαραίνουν το κορμί Ετιέν.

Επικίνδυνα ναρκοπέδια οι ώμοι

αγγίζεις και κρότοι εκσφενδονίζονται παντού, ήχοι από τα
             έσω της ψυχής.

Την αλυσίδα μου την κράτησα σφιχτά δεμένη, χρόνια λυμφατικά, κι εσύ την έσφιγγες όλο και πιο πολύ. Μπέρδεψα την κατάκτηση με την αγάπη Ετιέν. Γιατί εσύ να αλώσεις ήθελες ένα κάστρο − ακόμη και αν έπρεπε να το βομβαρδίσεις. Τι αναχρονισμός! Όλα έγιναν σε λάθος εποχή. Τώρα ποιος να με παρηγορήσει γι’ αυτό που δεν συνέβη; Φεύγεις Ετιέν. Απομακρύνεσαι χωρίς ούτε ένα δάκρυ. Φεύγουν μακριά η θάλασσα, οι ωκεανοί, οι γλάροι. Εσύ. Μένει όμως μια στιγμή −

γιατί οι πράξεις που δεν τελειώσαμε πάντα θα μας απειλούν.






Από τη συλλογή «της μοναξιάς θαλλόφυτα», εκδ. Ρώμη, 2021.

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Αγγελική Ελευθερίου, "Μια άδεια θέση"





Και να ’ναι
Όλη σου η ζωή
Εκείνη η φωτογραφία
Όλη κι όλη
Παραμονή του γάμου σου
Κι εκείνη η άλλη
Που δεν τραβήχτηκε
Ποτέ






Το ’ξερες
Μήπως δεν το ’ξερες
Κι ας είχες ξεκινήσει
Κι ας προχώρησες
Γύρισες πίσω
Με μια χάρη
Με μιαν ευλυγισία ναρκωμένη
Και κάθισες στην ίδια θέση
Σαν και πριν
Κάθισες έτσι
Όπως μπροστά σε μια καινούργια πόλη
Που φτάνεις με καράβι
Ξημέρωμα Γενάρη






Τη χίμαιρα μου
Τη βρήκα
Στα χώματα
Ψάχνοντας
Για κάτι άλλο
Θραύσμα από πηλό
Αρχαίου αμφορέα
Ολάκερη και ολοκάθαρη
Την έχασα
Μέσα στον κόσμο
Πολλά τα λόγια
Εύκολα
Να την ξεχάσω
Να σταματήσω
Να την ψάχνω να
Ωστόσο
Αργά και πού
Μέσα στα χρόνια
— Τελευταία όλο και πιο συχνά
Αισθάνομαι έναν απόηχο βαθύ
Παντού
Μέσα στο σώμα μου
Στο πρόσωπο
Που με χτυπάει
Αλύπητα






Η κλίση σου
Τράβηξε άλλους δρόμους
Μα κάτι ελάχιστο
Και σκοτεινό
Στους ίσκιους των ματιών σου
Που μόνο εσύ εγνώριζες
Κάτι σαν βαθύ νερό
Κάτι που έμοιαζε
Σαν να πεθαίνει κάποιος
Και να μην έχει
Συγχωρέσει






Αυτό το φόρεμα
Ήταν
Νεκρής από χρόνια
Αγαπημένης γυναίκας
Ένας αέρας
Τώρα το φοράω εγώ
Κάθε χειμώνα
Περιμένω τον Αύγουστο
Κάθε Αύγουστο
Μετρώ τα καλοκαίρια της
Και τα δικά μου






Από τη συλλογή «Μια άδεια θέση» (2011).
Πηγή: 
«Αγγελική Ελευθερίου, Τα ποιήματα [1978-2011]», εκδ. Γαβριηλίδης, 2015.

Στην εικόνα: Oreste Pizio, «Träumerei» (1900).
Πηγή για την εικόνα:Wikimedia Commons.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Σταύρος Σταμπόγλης, "Τεθλασμένη πόλεως αφή"





ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΑΠΟΣΤΗΜΑ


Το δώμα των τετραγώνων, ανισοϋψής στεριά, πέλαγος
ταραγμένο, όπου σκορπάνε των ψυχών εγκαταλείποντας
κορμί κι αλάτι άνθρακα· της μπόρας λίπασμα· κλειδώσεις
άκανθοι και βρόγχος ξηρασίας οι τριγμοί.
Αμαξοστοιχία υπόγεια τραβάει πίσω της την πόλη απ’ το
ποδάρι· κι αυτή κουτσή βαστά ανάποδα, κρατά
αδιάβαστα τα νέα.
Κι ακούς βήματα πυρρίχιου· νομίζεις.
Έφηβοι μύριοι, στρουθία σε κίνηση ακαθησίας είναι·
ο μυστικός τους πυρετός.
Κι οι επικράτειες των προσφύγων· και οι άκαπνες
ταξιαρχίες μιας νεοανεργίας, καθώς συνθλίβονται
όλα εν μέσω εκβιασμών· ό,τι καλλιεργεί την Επαιτεία·
της αειπαρθένου Αλληλεγγύης θυγατέρα·
μεγάλη η χάρη τους μήτηρ και κόρη.





ΣΥΝΟΙΚHΣΕΙΣ

                                                                του Πάουλ Τσελάν


Η παραλληλία· ένα σύστημα αποκατάστασης πλήθους,
όπου έντομα μηρυκάζουν την αλληλεγγύη, καθώς
η ελεήμων πολιτεία σκηνοθετεί την ανάγκη της.
Οι ελεήμονες· ό,τι υποθάλπει υποσχέσεις του φαίνεσθαι
και η καταστροφή συγκαλύπτεται
στην ασάφεια των εξωραϊσμών.
Η οργάνωση είναι μια ευφυής μετατόπιση χρόνου και
χώρου, ένας κόσμος λαβυρινθώδης, όπου ενισχύεται
η συμμετοχή στην ανισότητα του άυλου.
Θα έλεγα, ακρωτηριάζοντας εκείνο το Ποίημα*,
τον ρυθμό του κλέβοντας, πως: μάστορας
της απόκρυψης είναι ο χειριστής.
Αχ, από καρφί η πληγή· κι είναι
λοξό τo αγκίστρωμα της συντριβής
στα χείλη μου επάνω.
Mε καλοπληρωμένη άφεση
o δρόμος μας για τον παράδεισο έχει στρωθεί.
 
 
 
_________________
* «Η φούγκα του θανάτου»-«Todesfuge», 1944-1945.
Πάουλ Τσελάν.



Από την ενότητα:
A΄. Συνοικήσεις





θ΄
Κυριακή βράδυ.


Ο ήχος των αιώνων έχει φυλακιστεί πίσω από την οθόνη,
το τέταρτο μάτι· αυτήν τη γροθιά επιβολής στο μέτωπο.
Και το τρίτο μάτι απόμεινε χώμα στεγνό· ένα σπήλαιο
από ρίζα ξεριζωμένη, ζωγραφιά ευφάνταστης
πίστης· μια ιδέα έτσι κι αλλιώς.
Αλλά τώρα όλα τα γεύομαι οινοπνεύματα δίχως οίνο και
πνεύμα· καθώς της μέρας επιταχύνεται η εκμετάλλευση·
καθώς εξαντλείται η κίνηση, καθώς εξαντλούμαι
στην αποδοχή των εντολών ευζωίας.
Παγώνουν οι λέξεις αντί να φλέγονται.
Και οι αριθμοί, η άβυσσος της αβύσσου, ελέγχουν
την εξέλιξη· ήχοι αστραπιαίοι να
συνθλίβουν τις έννοιες.
Κάτι σαν σήμανση κινδύνου στις πύλες
των ονείρων τρομοκρατεί τ’ όνειρο.


Από την ενότητα:
B΄. 13 μπαλάντες του bar





ΑΚΙΝΗΣΙΑΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ


Το κόκκινο φεγγάρι ανεβαίνει, άνοιγμα κατευθείαν
στο πάθος της αβύσσου, ώχρα, παλιόκρασο του γάμου
στο εικονοστάσι της παστάδας.
Φλεγόμενο φιλί της μνήμης αναστατώνει τη μοναξιά.
Μία φωτογραφία, στιγμιαία στάση φωτός, ανακουφίζει
την αβεβαιότητα της οπτικής.
Οι ταχύτητες, οχήματα μεθυσμένα· το ένα παραπατάει
πίσω απ’ τ’ άλλο. Ένας επιτυχημένος εμπρησμός κάθε
μεσημέρι· φόρτωμα με νοθευμένους χρόνους· όπου
οι φλεγμονές της πόλης φλέγονται· το σαράκι
του οιωνεί παρόντος.
Ξεγλιστράς κομμάτια· από το κεκαυμένο
των ήλιων, από το απομεσήμερο της κούρασης,
απ’ την συγχώρεση του απόδειπνου.


Από την ενότητα:
Γ΄. Από Λεκανοπεδίου, Εχινάδες





Από τη συλλογή «Τεθλασμένη πόλεως αφή», Κουκκίδα 2021. 

Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Καλλιόπη Εξάρχου, "Τόσο ήθελε το στήθος"




ΣΩΜΑ / ΕΡΩΤΑΣ



III



Και από το σώμα τι;

Τίποτα;

Κι αν απαιτήσει δικαιώματα;

Κι αν μας ρωτήσει

πού ξοδευτήκαμε;

Τι θα απαντήσουμε;

Ερείπια;

Και τότε

εκείνη η νύχτα

με το φεγγάρι

ανάμεσα στις λαγόνες;

Δεν ήταν κυριολεξία;






VII



Δεν θα μάθουμε

ποτέ

με ποιο ένδυμα

θα μας δεξιωνόταν

ο Έρωτας

αν άνοιγε το σπίτι του

Τι θα έσερνε

ξοπίσω του;


Πορφύρα τη βυζαντινή

ή ακάνθινη σινδόνη;

Θα μας ράντιζε αγιασμό

ή όξο;

Κι εμείς

τι;

Παιδιά

ή παραπαίδια;


Τι να λέμε τώρα


Δεν θα μάθουμε

ποτέ

αφού δεν παίξαμε

κορόνα γράμματα

το ανάστημά μας





 

ΣΤΟΜΑ / ΦΩΝΗ



VII



Να συμμεριστώ

μου λες

τους θανάτους

που ράβω σταυροβελονιά

στη θύελλα

της νύχτας

κουκουλωμένη

στα όνειρα

παιδίσκη

άηχη

Να τους καταμετρήσω

επιμένεις

αφού οι αριθμοί

κρατούν τα στατιστικά

του σύμπαντος

γιατί όχι και τα δικά μου

Μήπως να τους κατατάξω

με το βάρος

να δω

ποιος αφήνει τον μεγαλύτερο κουρνιαχτό;


Τελικά

έχει πολλή δουλειά

εκεί κάτω

στο πέτρινο

το προπατορικό αλώνι






ΑΚΡΑ / ΔΕΣΜΟΙ / ΔΕΣΜΑ



VII



Τελευταία

τα βήματα

με οδηγούν

σε δρόμους χαραγμένους

συστολή

και ρίγος

Είναι που κόντυναν

τα πόδια μου;

Απάντηση

δεν έχω

γιατί

εκεί

πατώ

εκεί

συστρέφομαι

όπου ίχνη

απάνεμα

συνένοχα

αρνούνται

να με σβήσουν

απ’ τον χάρτη






ΕΛΕΛΕΥ



ΙΙ



Έτσι, μάλιστα

Να σε κατοικούν

όσοι

δεν θέλουν

να σου αλλάξουν

πόρτες

και

παράθυρα





ΙΙΙ



Είναι κάποιοι άνθρωποι

που δεν λησμονιούνται ποτέ

Αφήνουν το φως ανοιχτό

για να μη χάνουμε τον δρόμο







Από τη συλλογή «Τόσο ήθελε το στήθος», Σοκόλη 2020.