Απατηλή μνήμη
«Όποιο χαρτί και να σκίσω
όποιο βιβλίο
και να σβήσω
άρρητα
όνειρα θα τριγυρίζουν φαντάσματα τις μέρες και τις νύχτες μου»
(της φυγής, Ά. Φραντζή)
Εθισμός στον φόβο
«Βρέχει
Κι έχω
αφήσει απλωμένα όνειρα.
Λογικά τώρα
θα στάζουν»
(Η καρδιά ήταν μόνο το
πρόσχημα, Μ. Ζαγκλαρά)
Η κίνηση στους δρόμους, ο συνωστισμός κάτω από τα υπόστεγα, η υγρασία στις άκρες των δαχτύλων, το μούδιασμα στο σώμα δε με παραξενεύουν πια. Φοβάμαι μόνο όταν με χάνω στις λεωφόρους της δικής σου πόλης, καθώς το τζάμι θολώνει απειλητικά και κάθε κύτταρό μου γεμίζει νερό. Φοβάμαι εσένα εμένα το χτες το Θεό τη βαναυσότητα των καιρικών φαινομένων· το μέσα που αδειάζει και η βροχή γεμίζει το κενό. Αυτό φοβάμαι.
Αβέβαιη προσμονή
«Μόνο εσύ μπορείς να κάνεις τα λόγια ποίηση
να τα
μετατρέψεις σε ήχο κίνηση και φως
για να
σημάνουν»
(Μαρία, Ζ. Σαμαρά)
Στέκομαι στην άκρη της προβλήτας, ακουμπώ το δάχτυλο στο νερό, κοιτώ τα κύματα − αναμένω. Η ανησυχία μου είναι φανερή. Ισιώνω το φόρεμά μου, κρύβω τις ρυτίδες κάτω από το χαμόγελο. Δεν είμαι σίγουρη ποιός είσαι. Ακούω μέσα μου μια νότα, ήχους που μέχρι χτες δεν γνώριζα. Χτυπούν οι φλέβες· με κρατάει ζωντανή αυτή η προσμονή − το τίποτα με κρατά φυλακισμένη. Ετιέν, πάρε μορφή· γίνε ο μουσικός της νύχτας. Δώσε στα όνειρά μου μια δικαιολογία.
Πού θα πηγαίναμε;
«Αν κάποτε σου πουν πως δεν σε πόνεσα
δειξ’ τους μια
θάλασσα ρυτιδωμένη απ’ τον αέρα»
(Αγάπη, Αθηνά Παπαδάκη)
Δεν μπορώ να έρχομαι πια.
Πίσω μου μια άβυσσος κυλά,
το σπίτι απέκτησε λόγχες ξαφνικά
που με τρυπάν στα χέρια
τα μάτια σου τα τόσο διαπεραστικά
την ψυχή μου ακτινογραφούν.
Μετάνιωσα τις νύχτες που σου αποκάλυψα
τον πύρινο φλοιό μου.
Βρέθηκες εκεί
να σβήνεις τη φωτιά
και να μετράς τα εγκαύματα μετά.
Οι ψίθυροι έφταναν ως την πόρτα
και συ με την κουβέρτα
μ’ έπνιγες
να μη με αποκαλύψεις.
Δεν θα έρθω.
Το
πάτωμα
με πίνει λίγο, λίγο
ακροβατώ ανάμεσα
από κομμάτια παζλ
να μη διαλύσω τη ζωή μου.
Δεν έρχομαι, αγάπη μου.
Πάλι
θα με ρωτήσεις
κάθε μου σημάδι πού απέκτησα
και τι να σου απαντήσω;
Θα ψηλαφήσεις τους μηρούς, το στήθος, το λαιμό
και κάθε αμυχή θα εξετάσεις.
Πώς να σε αντικρίσω;
Δεν
θα έρθω.
Θα προσποιηθώ
πως ξέχασα το δρόμο,
τα φρένα μου ότι έσπασαν στα δυο
και με ταχύτητα αστρονομική
βυθίστηκα στο χάος.
Τα
χρόνια βαραίνουν το κορμί Ετιέν.
Επικίνδυνα
ναρκοπέδια οι ώμοι
αγγίζεις
και κρότοι εκσφενδονίζονται παντού, ήχοι από τα
έσω της ψυχής.
Την αλυσίδα μου την κράτησα σφιχτά δεμένη, χρόνια
λυμφατικά, κι εσύ την έσφιγγες όλο και πιο πολύ. Μπέρδεψα την κατάκτηση με την
αγάπη Ετιέν. Γιατί εσύ να αλώσεις ήθελες ένα κάστρο − ακόμη και αν έπρεπε να το
βομβαρδίσεις. Τι αναχρονισμός! Όλα έγιναν σε λάθος εποχή. Τώρα ποιος να με
παρηγορήσει γι’ αυτό που δεν συνέβη; Φεύγεις Ετιέν. Απομακρύνεσαι χωρίς ούτε
ένα δάκρυ. Φεύγουν μακριά η θάλασσα, οι ωκεανοί, οι γλάροι. Εσύ. Μένει όμως μια
στιγμή −
γιατί οι πράξεις που δεν τελειώσαμε πάντα θα μας απειλούν.
Από
τη συλλογή «της μοναξιάς θαλλόφυτα», εκδ. Ρώμη, 2021.
και να μετράς τα εγκαύματα μετά.
Οι ψίθυροι έφταναν ως την πόρτα
και συ με την κουβέρτα
μ’ έπνιγες
να μη με αποκαλύψεις.
Δεν θα έρθω.
με πίνει λίγο, λίγο
ακροβατώ ανάμεσα
από κομμάτια παζλ
να μη διαλύσω τη ζωή μου.
Δεν έρχομαι, αγάπη μου.
κάθε μου σημάδι πού απέκτησα
και τι να σου απαντήσω;
Θα ψηλαφήσεις τους μηρούς, το στήθος, το λαιμό
και κάθε αμυχή θα εξετάσεις.
Πώς να σε αντικρίσω;
Θα προσποιηθώ
πως ξέχασα το δρόμο,
τα φρένα μου ότι έσπασαν στα δυο
και με ταχύτητα αστρονομική
βυθίστηκα στο χάος.
Τσακίζει η αναμονή
«Η ελπίδα μου είσαι, ένα θρύψαλο λύπης για μένα»
(Δελφίνια, Ν. Α.
Ασλάνογλου)
έσω της ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου