Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Σωτήρης Σαράκης, "Στις προθήκες"




ΣΤΙΣ ΠΡΟΘΗΚΕΣ


Τιμώ, ασφαλώς, τα ένδοξα
εκθέματα που δεν αγγίζει ο χρόνος
τιμώ τον στιβαρό
Ηνίοχο στους Δελφούς, τον Δία (ή Ποσειδώνα)
–κραταιό!– του Αρτεμισίου, τον ωραίο
Ερμή του Πραξιτέλη, κι άλλα
πολλά, της τέχνης απαράμιλλα
μνημεία, πλην με τα χρόνια
απόχτησα κι ετούτο το κουσούρι
ώρες
να στέκομαι μπροστά σε μια προθήκη
με σκεύη ταπεινά, χρειώδη
του καθ’ ημέραν βίου
κι άλλα ψιλολόγια

ώρες να στέκομαι, να τα κοιτώ
είτε περίτεχνα, είτε
απλοϊκά, χοντροκομμένα
και να ρωτάω τους ξεναγούς
να γυροφέρνω

                                                  τα κοιτώ
βυθίζομαι
σ’ αυτές τις ανεξάντλητες προθήκες.





ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ
ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΧΕΡΙΩΝ
ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ


Κάποιος το φρόντισε αυτό.
Σπάραγμα από σκηνή δεξιώσεως
επιτυμβίου αναγλύφου, κάποιος
το φρόντισε ασφαλώς.
Τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., το φρόντισαν
προσωπικώς ο Χρόνος
με τους είκοσι τρεις
αιώνες του, η Τύχη
με τις αμέτρητες συμπτώσεις της.
Μια ζεστή χειραψία
του ζωντανού με τον νεκρό, μείναν μονάχα
τα δυο σφιχτοδεμένα χέρια απ’ τον καρπό
και κάτω, τίποτε
άλλο, αν είχε
μείνει σώο το ανάγλυφο
θα το θαυμάζαμε σε θέση πιο
περίβλεπτη, όμως
έτσι όπως στέκει τώρα εδώ
αυτό το απομεινάρι, θραύσμα
ταπεινό στην ταπεινή
γωνιά του, πώς
κεραυνοβολεί το βλέμμα, πώς
το καθηλώνει!

Το φρόντισαν προσωπικώς
ο Χρόνος και η Τύχη, ίσως γι’ αυτό
φαίνεται μόλις χθεσινό και κάθε άλλο
παρά τυχαίο, και σίγουρα γι’ αυτό
μόνο γι’ αυτό
έμεινε ακριβώς όπως έπρεπε
να μείνει, μόνο το καίριο, μόνο
τα δυο σφιχτοδεμένα χέρια, η χειραψία
μόνο
το άπιαστο της τέχνης.





ΚΕΡΑΜΕΙΚΗ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ
– ΜΑΓΕΙΡΙΚΑ ΣΚΕΥΗ
                (6ος - 4ος αιώνας π.Χ.)

             τα βήματα γοργά της Ιστορίας κι εκείνο
                                       το βήμα του Κλεισθένη


Πώς θα ’θελα εδώ
μια σίγουρη χρονολογία!
Πώς θα ’θελα να ξέρω εδώ
πότε ακριβώς μπήκε η σχάρα
στη φωτιά πρώτη φορά και πότε
τελευταία!
Στην Αγορά βρισκόμαστε,
στην Αγορά, Μουσείο
Στοάς Αττάλου, εντόπια
τα σκεύη, όμως εδώ
πήρε στροφή μεγάλη ο κόσμος
εκείνον τον καιρό·
                                              πώς θα ’θελα
να ξέρω αν
καθώς ετοιμαζότανε
το δείπνο, σιγοψήνονταν
νόστιμα εδέσματα, λαχταριστά
σ’ αυτήν εδώ τη σχάρα
δίπλα ακριβώς, δυο-τρία
στενά πιο πέρα, ένα
στενό πιο κάτω, μέσα
στην εσωτερική αυλή, μέσα
στο σπίτι, γύρω
τριγύρω εδώ, στη γειτονιά
ώρα την ώρα ο κόσμος
έπαιρνε στροφή

άλλαζε ο κόσμος, άλλαζε γοργά
καθώς σιγοψηνότανε το δείπνο
σ’ αυτήν εδώ τη σχάρα!





ΑΘΥΡΜΑΤΑ


Πήλινο αηδόνι, ψεύτικο
πουλί, φυσάει το παιδί, σφυρίζει
αυτό, θέλει νερό
να κελαηδήσει.

Κόκκινο αηδόνι, πλαστικό
πουλί, τυχαίο απόκτημα
των παιδικών μου χρόνων
κελάηδησε και σφύριξε
ώρες αμέτρητες, ποιος ξέρει πού –
ποιος ξέρει πού να περιμένει
τη σκαπάνη του.

Άγνωστε φίλε, παιδικέ μου φίλε μακρινέ,
ποτέ δε θα ξεχάσω πώς
σφυρίζαμε μαζί, πώς κελαηδούσαμε
το πλαστικό, το πήλινο
αηδονάκι του ο καθένας μας
τι αγώνες κάναμε αντοχής ζαλίζοντας
οι δυο μας τους μεγάλους

όλους αυτούς τους τόσο ανόητα μεγάλους
που αδύνατο να καταλάβουν πως
βρεθήκαμε μαζί δυο ατίθασα
παιδιά με ανάμεσά μας δυομισι
χιλιάδες χρόνια, πώς
τρελά να παίζουμε και να φυσάμε
το πλαστικό, το πήλινο
αηδονάκι μας.





ΑΓΓΕΙΟ ΠΟΣΕΩΣ


Τον ξέρω αυτόν τον τύπο
τον θυμάμαι, τον έχω
συναντήσει σ’ όλα τα μουσεία
αυτόν
με κύλικα, με κάνθαρο,
με σκύφο, μ’ ασημένιο
τάσι στο δεξί του
χέρι, αργά τη νύχτα

αργά, που έμενε μόνος, είχαν σβήσει
τα τελευταία επίγεια φώτα, έβγαινε
στο μπαλκόνι του, έβγαινε
στην αυλή του, αστροφεγγιά
σήκωνε το ποτήρι του
εκστατικός στον ουρανό

κι έπινε
έπινε εκστατικός
στη υγεία του Σύμπαντος.





Από τη συλλογή «Στις προθήκες», εκδ. Κουκκίδα, 2016.

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Φωτεινή Βασιλοπούλου, "Αμείλικτο νερό"




Μύγδαλα


Φρέσκα μύγδαλα με πράσινο φλούδι οι στίχοι.

Σπάζω το σκληρό τους περίβλημα.
Τσακίζω τις λέξεις
να μείνει η κατάλευκη σάρκα.
Να μιλήσει σιωπή
η άσπρη ψίχα.
Γάλα αλήθειας που πάγωσε.
Κόκαλα που τριζάτα ασπρίζουν στον ήλιο.

Μα τι πήγε στραβά; Ποιο
σπασμένο κομμάτι, ποιος στίχος λειψός
στον λαιμό καρφωμένος
με πνίγει;





Αγιώργης Ι


Άφωνες οι γυναίκες
τη νέα αντίκρισαν
εικόνα στο προσκυνητάρι.
Τούτος ο Αγιώργης είναι αλλιώτικος
δε μοιάζει με κανέναν, είπαν.

Σταυροκοπήθηκαν τριπλά
φιλήσανε τον Άγιο σταυροδίμιτα
κάναν μετάνοια
έκλεισαν τα μάτια
θυμήθηκαν την πρώτη νιότη
την πρώτη τους φορά.

Και αναστέναξαν βαθιά.

−Θε ’μου, συχώρεσέ τες!





Αμείλικτο νερό

                       Μνήμη Παναγιώτας Μαρκαναστασάκη


Χαιρόσουν
όταν έριχνες τα Σάββατα
γάργαρο το νερό
επάνω στο μωσαϊκό και τα πλακάκια.
Απ το μπαλκόνι σου έτρεχαν καταρράχτες.
Στο μέτωπό σου κόμποι ιδρώτα.
Το σπίτι έλαμπε από καθαριότητα.
Εσύ από χαρά.

Γελούσες όπως πότιζες τον μυστικό σου κήπο
να βρουν οι πεταλούδες χρώματα
στις μαργαρίτες και τα φασολάκια.

Τώρα στο γκρίζο και ξερό δωμάτιο
λείπει η χαρά, τα έντομα, το χρώμα και το βλέμμα.
Δεν έχει ψυχανθή και λεπιδόπτερα στον θάλαμο.
Δυο πεταλούδες μοναχά
αμείλικτο νερό φαρμάκι
στάζουνε στις φλέβες

καθώς ο θάνατος
απ’ την περίσσια οξυγόνου μεθυσμένος
και τη νίκη του
καθάριος στον αέρα αιωρείται
πάνω απ’ το σταυρωμένο σώμα.





Χάρτινα βράδια


Σκουπίδια πήχτρα οι δρόμοι χιλιάδες μοναξιές.

Σε ποιο πολύβουο πεζοδρόμιο της πόλης
έστησες τη ζωή σου
χωμένος σε σωρούς αμέτρητων πραγμάτων;
Χαμένος σε σορούς απίθανων προσδοκιών.
Πώς να τα σπρώξει το καρότσι σου;

Ψάρι τη νύχτα κολυμπάς τον τρόμο.
Λύκοι
ασβοί, πιο κει νυφίτσες
θηλάζουνε το μαύρο αλεπούδες.

Τα πρωινά γλείφεις πληγές
βρίσκεις παραίτηση
σε βιτρίνα
την ιδιωτική σου εκθέτεις μοναξιά.

Ενώ πιο πέρα το πάρκο σε καλεί ν’ ανθίσεις.

Μια πεταλούδα.
Με λάμψη πρόσκαιρη
πουδράρουν τα φτερά της το απαίσιο.





Γυναίκα με μπλε ποδιά


Καθαρίζει πατάτες για το βραδινό.
Αφαιρεί με ξύστρα το ξεραμένο χώμα.
Σε κανέναν δεν αρέσει η γεύση χώματος στο στόμα.
Ειδικά όταν πέφτει η νύχτα.
Στη μπλε ποδιά της
ξεκουράζονται τα κύματα της Βαλτικής.
Ηρεμισμένα ψάρια
λουμώνουν στων ματιών τις κόγχες.
Από το δέρμα των σκελετωμένων της χεριών
τρέφεται η αγάπη.

Τα τρίβει και ανάβει το σκοτάδι
λίγο πριν του παραδοθεί
για πάντα.





Από τη συλλογή «Αμείλικτο νερό», Οι εκδόσεις των φίλων, 2019.

Έργο εξωφύλλου - εικονογράφηση: Φωτεινή Χαμιδιελή.

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

Γεώργιος Δ. Προβατάς, "Περιθεωρήσεις"





Μια μέρα τ’ Αι-Γιωργιού


Με τα σκοτάδια, έρχονται και τα στοιχειά
περιδιαβαίνουν την πόλη
             και μπαίνουν απρόσκλητα στα σπίτια
ξεσαλεύουν ψυχές με τις αέρινες μορφές τους
             και με λόγια λιγοστά
πότε σαν πέτρα, πότε σαν φλόγα.

Δύσθυμη η μέρα προβάλλει ασθμαίνοντας
ισοπεδώνει απομεινάρια ονείρων
και ψυχρά ρωτάει, όπως στο μύθο
                     «κατά πού θα τραβήξεις;»
δυο δρασκίλια πριν το χάος.

Στη νέα αγορά ήρθαν πραματευτάδες
με βιολιά, με ηλεκτρονικά
             και ζυγαριές για όλα
τόσο τα κρεμμύδια, τόσο τα ανθρώπινα.

Ο ποιητής στην αχλύ του ονειρικού
όμως εσείς μάντισσες σταματήστε
             ν’ ανιχνεύετε αστερισμούς
αυτός βρίσκει δρόμους και συντρόφους
             και την αρχή αυτός ορίζει
μέσα στο φως και τ’ άνθια
μια μέρα τ’ Αι-Γιωργιού.





Περιθεωρήσεις


7.

Πήγε λέει, σ’ ένα ρημαγμένο βουνό
και τι θαύμα!
Μετά από πολλά χρόνια
εμφανίστηκε δειλά
μια άχνα ζωής: ένα ελάφι.
Τελευταία ελπίδα, τελευταία ευκαιρία!

Και ήρθαν γρήγορα, κοντανασαίνοντας

κατά εκατοντάδες

οι κυνηγοί.



9.

Την πόλη μας διασχίζει ένα ποτάμι
είναι όμορφα να βαδίζεις πλάι του.
Στην αρχαιότητα κατοικούσαν εδώ νεαροί θεοί!
Έπαιζαν στις όχθες με τα νερά.
Εμείς όμως σήμερα ρίχνουμε πολλά λύματα
                            και χημικά και βρωμίζει.
Ο πολιτισμός μας βέβαια έχει συνέπειες.

Ευτυχώς, που άλλαξε η θρησκεία
και δεν προσβάλλεται ο Θεός μας.



22.

Θαυμάζω τον φίλο
επειδή φαντάζει ατρόμητος.
Αυτός όμως, λέει ότι φοβάται
τις σημαίες, τις ιδεολογίες και τα ένστικτα
«Όλα τ’ άλλα», λέει
«είναι ζήτημα χρόνου
που έτσι κι αλλιώς είναι αυταπάτη».





Από τη συλλογή «Περιθεωρήσεις», Βέροια 2018.

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, "Το μηδέν σε φωλιά"




1

ΠΕΡΙ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ


Le dur desir de durer

Εν δυο, εν δυο, βαδίζω πάνω στη λέξη διάρκεια. Η διάρκεια είναι κάτι άλλο από τη λέξη διάρκεια. Η διάρκεια είναι ιλιγγιώδης. Σαν το μηδέν ιλιγγιώδης. Τόνος του μηδενός και ρυθμός. Η διάρκεια διαρκώς πεινάει. Τρώει τα κόκαλα του χρόνου. Κρατάει όλο το αλφάβητο στην κοιλιά της. Ακόμα κι ο θάνατος τη φοβάται. Τα βιβλία κατατροπώνουν τον θάνατο, έχει γράψει ο T.S.E. Τα βιβλία τρώνε τα κόκαλα του χρόνου. (Για να πούμε του στραβού το δίκιο, η αθανασία δεν πρέπει να ’ναι υπόθεση για λίγους· πάντα υπάρχει κάτι − μια πράξη, μια συμπεριφορά, ένα σχέδιο − που αξίζει να περισωθεί, ν’ αθανατιστεί· ίσως αυτό ακριβώς που δεν έχει πρόθεση να θαυμαστεί. Ενώ η φράση, Το βασικό κίνητρο τον καλλιτέχνη είναι η σταθερή επιθυμία της διάρκειας, ποδηλατεί προς βέβαιη λακκούβα). Άλλα ας μην πω για το κενό.


Το μηδέν κατοικεί σε φωλιά − πτηνά καλλικέλαδα
οι τόσες διάρκειες, οι μικρές οι μεγάλες.




Το αποθανείν και η διάρκεια

Σίβυλλα τι θέλεις; Αποθανείν θέλω
ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ

Μα γιατί τόση φασαρία για τον θάνατο;
Το αποθανείν είναι η σοφία του σώματος που
γλιστράει ως την πιο φυσική του κατάσταση·
δηλαδή, στο μηδέν. Άλλωστε, το σώμα
εξαρχής ετοιμάζεται για τούτο το σχέδιο
δένοντας με σχοινί τη λέξη «σώμα» − ναι,
είναι λέξη πιο βέβαιη από την αθανασία
(της αθανασίας το κύρος, ως γνωστόν,
τίθεται διαρκώς υπό αίρεσιν).

Ενώ το σώμα όλοι το πιστεύουν. Το σώμα
κουβαλάει το αποθανείν σαν το σπίτι του·
εκεί τρώει· κοιμάται· εκεί απλώνει τη χλόη
όπου κυλιούνται οι εραστές
που μόνο για μια στιγμή ανασταίνονται
(η στιγμή αυτή θορυβώδης, σαν το μισοφαγωμένο
αχλάδι στο σχετικό πίνακα του Ντύρερ).

Το αποθανείν θα ονομάσω φυσικό φαινόμενο.
Ενώ το αγαπώ, φυσική αθανασία· κοτζάμ
κωδωνοστάσιο − μια ορθοστασία της ύπαρξης·
ουσία που αναβλύζει πράξεις, λόγους, ασφοδέλους,
φλογερά γεγονότα μέσα στο κερασμένο χάδι
(κύριε Φρόυντ, έχετε αντίρρηση;)





9

ΠΕΡΙ ΕΥΦΩΝΙΑΣ


Λιθοξόος στα λόγια ο φιλόσοφος.
Έχει ξεχάσει: το σύμπαν τέμνεται οριζοντίως και καθέτως
από ιδέες που αναιρούν η μια την άλλη



Ο ποιητής καταλήγει σε συμπεράσματα:

Το επί ματαίω συχνά πυκνά τινάζεται
μπροστά στα μάτια μας σαν τίγρης της Βεγγάλης
− ή σαν μηχανάκι μ’ όλα τα γκάζια ερεβώδη −
εις μάτην έρχεται ξανάρχεται βοά βουίζει
τρυπάει το αυτί      όμως
αποσιωπάται η κάθε του κίνηση, η ορμή του
κρύπτεται υπό, λανθάνει, υποφώσκει
(να φέρνει χαλασμό θα έπρεπε - αντί γι’ αυτό
η ύπαρξη το διώχνει).

Ο ποιητής είναι ανθοπώλης  ( Ποιος αγοράζει;)





10

ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ



          Mens agital melem
Πνεύμα ανακινεί τον υλικό σωρό, γράφει ο
Βιργίλιος. Ο Βολταίρος συμφωνεί. Αλλά ο
έρως είναι μια αιωνιότητα έτσι κι αλλιώς, μέρος
ακανθώδες, σφαίρα πυρός από μόνος του,
κάθε εσπέρα χαμηλωμένο βλέφαρο χωρίς θέα.
Οι πλανήτες ταράζονται από τους εραστές
– στο αγκάλιασμά τους, η αρμονία αναπηδά
στην αγχόνη·
όμως μ’ ένα φιλί, η λέξη άπειρο παρουσιάζεται,
γεμίζει άρωμα το μπουκαλάκι της ένωσης·
(ως γνωστόν, υπό κανονικές συνθήκες
δυο σώματα δεν χωράνε το ένα στο άλλο).
Κι άλλες πολλές αιωνιότητες φτιάχνει η φθαρτή
σάρκα – αυτό το παράδοξο ποιος θα μου
το εξηγήσει;





12

ΠΕΡΙ ΕΝΤΙΜΟΥ ΒΙΟΥ


Cercato ho sempre solitaria vita

Πάντα έψαχνε τη μοναχική ζωή ο
Πετράρχης· αλλά ποιος θα ορίσει τον κτήτορα
του αληθινού; Το να συνυπάρχεις με τους άλλους
μήπως είναι μια ευκαιρία να μάθεις ποιος είσαι;
Κάποιοι συναντιούνται για να πλήττουν
όλοι μαζί – θα απαντούσε ο Σοπενχάουερ.
(Ιδού μια φιλοσοφική εκδοχή που συναινεί
με τον προαναφερθέντα ποιητή.)
Το μόνο σίγουρο, φυσικά, ο θάνατος·
αλλά να ’ναι η φιλία ο αθάνατος κρίνος,
απ’ όπου η μυρωδιά των αιώνων αναδύεται
σαν την μπεσαμέλ της πιο καλής νοικοκυράς;
Λέω να μείνω σπίτι απόψε· ως η πλέον
αναρμόδια, θα εξετάσω τα παραπάνω ερωτήματα·
και ίσως στο τέλος απλώς αναφωνήσω:
δεν υπάρχει λωτός δίχως μίσχο.



Σημειώσεις κουζίνας (VIII)

Είμαι αυτό που μιλά ή ένα άλλο;
(Το ερώτημα παλιό· επανέρχεται με καλπασμό).





16

ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ


Δωμάτιο με θέα

Ο ποιητής κοιτάζεται στα πράγματα μέσα στο σπίτι· η φύση του σπιτιού ξέρει ν’ αλλάζει συνεχώς· πέφτουν καρέκλες και τσακίζονται, πηδάνε άλογα στις πολυθρόνες. Οι νύχτες βόσκουν στα πατώματα. (Αν τις ταΐσεις ποιήματα θα χορτάσουν;) Λάμπα μου φέξε, το σώμα κόβεται σε πολλές λέξεις, οι λέξεις βγάζουν τα ρούχα τους. (Τη νύχτα που πέθανε ο ποιητής Τάσος Δενέγρης, ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε: Τα ποιήματα είναι οι σκιές των δασών).




(Η όραση συνήθως αυταπατάται; O Mπόρχες νομίζω θα έλεγε: η όραση είναι βιβλιοθήκη· ομοίως κι αυτή περισυλλέγει το ένα το άλλο. Πολλές φορές γλιστράει και φεύγει χωρίς να βλέπει αυτό που συμβαίνει. Μια βιβλιοθήκη δεν είναι βοσκός αλλά δοχείο με φτερουγίσματα. Όμως το ζητούμενο, η σοφία, πάντα εχθρεύεται τα τοπία της σκόνης· ζει κρεμασμένη σε μια αιώρα που δεν περιμένει τον κουνιστή της αλλά την αδαμάντινη χαρά τού ουδέν οίδα.)





18

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου

Ποίημα, σε λίγο θα φύγεις, θα πάρεις
τους δρόμους σαν σκύλος
σαν ντάλια κομμένη – τι θα έχω τότε,
ποιος θα είμαι; σε τι κατοικίες θα πλαγιάζω
χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, χωρίς κορμί;

Ποίημα, μου ρίχνεις τόσους σκοτωμένους
να με σκεπάσουν όλα τα υπαρκτά
και τα κατεβατά της ερήμου
όλοι οι άνεμοι, οι σχηματισμοί πτηνών και οι
φωλιές τους, οι θύελλες οι αισθηματικές τους.

Ποίημα, συ ο παρών, ο ενεδρεύων
σε κάμπους πίσω από μάτια και μυαλά,
σε όλα τα λόγια που με διώχνουν από τη
φωλιά, σε οράματα που φτύνουν στο στόμα μου
όπως οι σαμάνοι
μα και σε ουρλιαχτά των Άλπεων
(τόσο πολύ χιόνι μαζεύεται όταν λείπεις)

Ποίημα, ποιος είσαι; Ποιοι είμαστε όλοι οι
κρυμμένοι στον έναν αυτόν που τώρα μιλά;
Αν γίνεις ο ρυθμός, το σχήμα, το ρίγος
το στήθος των φτερωτών ζηλωτών των γλωσσών
σαν λαμπάδα του Πάσχα θ’ ανάψεις
σαν έρως του Ενός
−μνήσθητί μου, Ποίημα, όταν έρθεις εν τη
βασιλεία σου στο σπίτι του Κανενός.




(Μούσα συμπλήρωσε εσύ ό,τι χρειάζεται να συμπληρωθεί)



Το ωραίο είναι ατίθασο σαν ξίφος





Από τη συλλογή «Το μηδέν σε φωλιά», εκδ, Γαβριηλίδης 2018.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Giuseppe Ungaretti, "Αίσθημα του χρόνου"




                        Ω, ΝΥΧΤΑ
                              1919


Μέσ’ απ’ την άπλετη αδημονία της αυγής
Δέντρα απογυμνωμένα.

Οδυνηρά ξυπνήματα.

Φύλλα, αδέλφια μου φύλλα,
Μες στο θρήνο μου σας ακούω.

Φθινόπωρα,
Φθίνουσες ηδονές.

Ω, νιάτα,
Η ώρα τ’ αποχωρισμού μόλις πέρασε.

Ψηλά ουράνια της νιότης,
Ελεύθερη ορμή.

Να με κιόλας έρημος.

Χαμένος σ’ αυτή την κυρτή μελαγχολία.

Μα η νύχτα αναιρεί τις αποστάσεις.

Ωκεάνιες σιωπές,
Αστρικές φωλιές ρέμβης.

Ω, νύχτα.





                      ΚΑΘΕ ΓΚΡΙΖΟ
                                1925


Απ’ το φιδίσιο δέρμα
Ως τον δειλό ασπάλακα
Κάθε γκρίζο χασομεράει στους θόλους…

Σαν χρυσαφένια πλώρη
Απ’ άστρο σ’ άστρο ο ήλιος αποχωρεί
Και σκυθρωπιάζει κάτω απ’ την πέργκολα…

Σαν κουρασμένο μέτωπο
Αναφάνηκε η νύχτα
Στη γούβα ενός χεριού…





                            ΗΡΕΜΙΑ
                                 1929


Ώριμο το σταφύλι, οργωμένος ο αγρός,

Προβάλλει το βουνό απ’ τα σύννεφα.

Στα σκονισμένα κάτοπτρα του θέρους
Έπεσε η σκιά,

Μεσ’ απ’ τ’ αβέβαια δάχτυλα
Η λάμψη τους είναι καθάρια,
Και μακρινή.

Μαζί με τα χελιδόνια φεύγει
Ο τελευταίος σπαραγμός.





                       ΟΠΟΥ ΤΟ ΦΩΣ
                                 1930


Σαν κυματιστός κορυδαλλός
Στον χαρούμενο άνεμο πάνω στα νέα λιβάδια
Η αγκάλη μου σε ξέρει ελαφριά, έλα.

Θα ξεχάσουμε τα εδώ,
Και το κακό και τον ουρανό,
Και το γοργό το αίμα μου στον πόλεμο,
Τα βήματα που θυμούνται σκιές
Μες σε ροδίσματα καινούργιων πρωινών.

Όπου φύλλο δεν κινεί πια το φως.
Όνειρα και θυμοί που πέρασαν σ’ άλλες όχθες,
Όπου το βράδυ κατακάθισε,
Έλα, θα σε φέρω
Στους χρυσαφένιους λόφους.

Ελεύθεροι από ηλικία, η σταθερή ώρα
Μες στη χαμένη της άλω
Θα ’ναι η σινδόνη μας.





                           ΕΥΧΕΣ
     ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΑ
                    στον Berto Ricci
                              1935


Απαλά γέρνει ο ήλιος.
Τη μέρα αποχωρίζεται
Ένας πεντακάθαρος ουρανός.
Διαχέουν μοναξιά

Σαν από πολύ μακριά
Φωνές που πλησιάζουν.
Προσβάλλεται άμα κολακεύει
Αυτή η σπάνιας γοητείας ώρα.

Δεν είν’ το πρώτο σημάδι
Του φθινοπώρου που κιόλας έφτασε;
Δίχως άλλο μυστήριο

Σπεύδει πράγματι να χρυσίσει
Ο ωραίος καιρός που αναιρεί
Το χάρισμα της τρέλας.

Κι όμως, κι όμως θα φώναζα:
Γρήγορη νιότη των αισθήσεων
Που με κρατάς στην άγνοια του εαυτού μου
Και παραδίδεις τις εικόνες στο αιώνιο.

Μη μ’ αφήνεις, μείνε, άλγος!



Μετάφραση: Φοίβος Ι. Πιομπίνος



Από τη συλλογή: «Αίσθημα του χρόνου (Sentimento del tempo [1919 - 1935])».
Πηγή: «Giuseppe Ungaretti - Ποιήματα», β΄ έκδοση, Ίκαρος 2001.
Μετάφραση - σημειώσεις - χρονολόγιο: Φοίβος Ι. Πιομπίνος.

Στην εικόνα: Giuseppe Ungaretti in 1968.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.